Εἰσήγηση Χρῆστου Παπασωτηρίου στὴν ἐκδήλωση βιβλιοπαρουσίασης τοῦ βιβλίου «Σχέση Ἱερῶν Κανόνων καὶ κοσμικῶν νόμων» τοῦ π. Λάμπρου Φωτόπουλου καὶ τῆς Ἑστίας Πατερικῶν Μελετῶν (31/10/11).
Τὸ πόνημα τοῦ πατρὸς Λάμπρου Φωτόπουλου περὶ τῶν Ἱερῶν κανόνων καὶ τῶν Κοσμικῶν Νόμων συνιστᾶ καρπὸ ὄχι μόνον ἀρίστης γνώσεως αὐτῶν, ἀλλὰ πρὸ πάντων φωτισμένης ἑρμηνευτικῆς τους προσεγγίσεως, ὑπὸ τὴν ἔννοια τοῦ ἐντοπισμοῦ τῶν μεταξὺ τοὺς διαφορῶν. Διαφορῶν ὄχι μόνον ἐννοιολογικῶν, σχετιζομένων μὲ τὴν διαφορετικὴ πηγὴ καὶ τρόπο διαμορφώσεως αὐτῶν, ἀλλὰ πρωτίστως μὲ τὸν σκοπό, στὸ ὁποῖον ἀποβλέπει ἡ πραγμάτωσή τους καὶ προσφυῶς μὲ τὰ μέσα ἐπιτεύξεως τοῦ σκοποῦ ἑκάστου ἐκ τῶν δυὸ συστημάτων κανόνων.
Ἔτσι, ὅπως ἀπολύτως ὀρθῶς διακρίνει ὁ συγγραφέας, οἱ κοσμικοὶ κανόνες δικαίου ἀποβλέπουν στὴν ἐμπέδωση τῆς κοινωνικῆς εἰρήνης, μέσα ἀπὸ μία λογικὴ διαδικασία ἐξευρέσεως τοῦ δικαίου καὶ διὰ μέσου τῆς ἐπιβολῆς τιμωρητικῶν ποινῶν, οἱ ὁποῖες στοχεύουν στὴν γενικὴ καὶ εἰδικὴ πρόληψη, δηλαδὴ στὸν γενικὸ παραδειγματισμὸ τῶν κοινωνῶν, καθὼς καὶ στὴν ἀποτροπὴ τοῦ κριθέντος ἐνόχου ἀπὸ τοῦ νὰ διαπράττει νέες ἀξιόποινες πράξεις στὸ μέλλον διὰ τῆς βιαίως καταναγκαστικῆς ἐπιβολῆς τῶν ποινῶν, τὶς ὁποῖες ὁ παραβάτης πρέπει νὰ συναισθανθεῖ ὡς κακό.
Καὶ πράγματι, ὁλόκληρος ὁ μηχανισμὸς ἀπονομῆς τῆς δικαιοσύνης ἀπὸ τὴν Πολιτεία μέσω τοῦ δικαίου καὶ δὴ τοῦ ποινικοῦ ἔχει προσανατολισθεῖ πρὸς αὐτὸν τὸν διττὸ σκοπὸ τῆς γενικῆς καὶ εἰδικῆς προλήψεως καὶ γι' αὐτὸ ἀνάλογα μὲ τὴν διακύμανση τῆς παραβατικῆς, ἐγκληματικῆς δράσεως ἑνὸς προσώπου διακρίνονται καὶ οἱ ποινὲς σὲ ἐξαγοράσιμες καὶ μή.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη, οἱ ἱεροὶ κανόνες διὰ μέσου τῶν ἐπιβαλλομένων ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς ἐπιτιμίων στοχεύουν στὴν ἀντιμετώπιση τῆς ἁμαρτίας ως ἐμποδίου γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ παραβάτη, ὁ ὁποῖος ἀντιμετωπίζεται ὡς ἀσθενὴς συνάνθρωπος.
Ἐξ ἄλλου ὁ συγγραφέας ἐπισημαίνει ὅτι, ἐνῶ κατὰ τοὺς κοσμικοὺς νόμους καὶ τὶς ἀντίστοιχες δικαστικὲς ἀποφάσεις, δηλαδὴ τὴν ἀενάως διαμορφούμενη καὶ μεταβαλλόμενη Νομολογία, μία πράξη μπορεῖ νὰ κρίνεται ὡς ἀξιόποινη ἢ σύννομη ἀνάλογα μὲ τὸν τόπο καὶ τὸν χρόνο, στὸν ὁποῖο διεπράχθη, ἐν τούτοις ἡ ἴδια αὐτὴ πράξη, ἰδωμένη σύμφωνα μὲ τοὺς ἱεροὺς κανόνες, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ κρίνεται μὲ τὸν ἴδιο καὶ ἀπαράλλακτο τρόπο σὲ ὅλες τὶς ἐποχὲς καὶ σὲ ὅλους τους τόπους.
Παράδειγμα τρανὸ αὐτῆς τῆς διαφορᾶς συνιστᾶ ἡ μοιχεία, ἡ ὁποία, ἐνῶ μὲν ἀρχικῶς ἐτιμωρεῖτο μὲ βαρύτατες ποινὲς φυλακίσεως καὶ ἀπὸ τὸ 1983 καὶ ἐντεῦθεν ἤρθη ὁ ἀξιόποινος χαρακτήρας της, κατὰ τοὺς κοσμικοὺς νόμους, ἐν τούτοις ἡ ἴδια αὐτὴ πράξη ἐξακολουθεῖ παντοῦ καὶ πάντοτε νὰ συνιστᾶ ἕνα θανάσιμο ἁμάρτημα.
Ἔτσι, κατὰ τοὺς κοσμικοὺς κανόνες τὸ πρότυπό του κοινωνικῶς ἀποδεκτοῦ ἀνθρώπου εἶναι αὐτό, τὸ ὁποῖο καθιερώθηκε καὶ ἀναγνωρίζεται γενικῶς σὲ ἕνα τόπο σὲ μία συγκεκριμένη ἐποχὴ καὶ ἀναζητεῖται μὲ προσήλωση στὴν γραμματικὴ ἑρμηνεία τῶν κανόνων.
Ὅμως, τὸ πρότυπο ἀνθρώπου κατὰ τοὺς ἱεροὺς κανόνες καὶ κατὰ τὴν ἐν πνεύματι ἑρμηνεία τους δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεάνθρωπο, ὁ ὁποῖος ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιό μας καλεῖ νὰ τὸν ἀκολουθήσουμε μέσα ἀπὸ τὸ καθ' ὁμοίωσιν Αὐτοῦ.
Καὶ ἐνῶ ἡ λογικὴ ἐκτίμηση τῆς ἀνθρώπινης συμπεριφορᾶς καὶ ἐντεῦθεν ἡ ἑρμηνεία τῶν κοσμικῶν κανόνων δικαίου ἀπαραιτήτως περιλαμβάνει τὴν ἔρευνα τοῦ ἱστορικοῦ πλαισίου, ἐντὸς τοῦ ὁποίου διετυπώθησαν, ἡ ἀντίστοιχη ἐκτίμηση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἴδιο καὶ ἐπὶ τῇ βάσει τῶν ἱερῶν κανόνων δύναται νὰ ἐπιτευχθεῖ μόνον μέσω τοῦ φωτισμοῦ τῆς Θείας Χάριτος, ὁ ὁποῖος ἐπιτυγχάνεται διὰ τῶν ἀσφαλῶν μεθόδων τοῦ ἡσυχασμοῦ καὶ τῆς νηπτικῆς παραδόσεως, οἱ ὁποῖες ἐξυγιαίνουν καὶ καθαγιάζουν τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη.
Συνακόλουθα καὶ ἀναλόγως τοῦ ἂν ὁ ἄνθρωπος ἔχει καθαρὰ τὴν καρδίαν του, γιὰ νὰ δεχθεῖ τὸν Θεῖο Φωτισμὸ καὶ νὰ ὀρθοτομήσει τὸν λόγο τῆς Ἀληθείας τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀνακύπτει τὸ ζήτημα τῆς ὑπαγωγῆς μίας συμπεριφορᾶς στὸν οἰκεῖο ἱερὸ κανόνα.
Καὶ γνωρίζουμε ὅτι ἡ ἔλλειψη αὐτὴ τῆς Θείας Χάριτος προκαλεῖ συχνὰ τὶς διχογνωμίες καὶ τὶς ἔριδες ἐπὶ τῶν σχετικῶν μὲ τοὺς ἱεροὺς κανόνες θεμάτων, οἱ ὁποῖες δύνανται νὰ κορυφωθοῦν μέχρι τὴν ἀπαίσια πτώση τῆς αἱρέσεως, ἡ ὁποία πολὺ συχνὰ εἶναι τὸ ἑρμηνευτικὸ ἀποτέλεσμα τῆς προσηλώσεως στὴν κατὰ γράμμα ἑρμηνείας.
Ἃς μὴ ξεχνοῦμε ὅτι ἡ ἐμμονικὴ προσήλωση στὸ γράμμα τοῦ Νόμου ὠδήγησε ἀκόμη καὶ στὸ σχίσμα τῶν Ἐκκλησιῶν, ὅταν ἡ ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία μὲ τὸν συγκεκριμένο γραμματικὸ τρόπο κοσμικῆς ἑρμηνευτικῆς προσεγγίσεως τοῦ Εὐαγγελίου παρεῖδε αὐτὸν τοῦτο τὸν ἀποτυπωμένο στὸ Εὐαγγέλιο Λόγο τοῦ Κυρίου.
Ἐφ' ὅσον δὲ οὐδεμία ὑφίσταται ἀνθρώπινη πράξη ἢ συμπεριφορά, ἡ ὁποία νὰ μὴ ὀρᾶται καὶ νὰ μὴ ἐλέγχεται ἀπὸ τὸν Θεό, ἄρα ὅλες οἱ ἀνθρώπινες πράξεις, λόγοι καὶ διάνοιες ὑπάγονται στοὺς ἀντίστοιχους ἱεροὺς κανόνες.
Ὁ συγγραφέας ἐπισημαίνει μὲ ἐνάργεια τὸ ἐν λόγῳ πρόβλημα περὶ τὴν ὑπαγωγὴ τῶν διαφόρων ἀνθρωπίνων πράξεων στὸν κατάλληλο κανόνα δικαίου, τονίζοντας τὴν ἀναγκαιότητα γιὰ τὴν ἀπόλυτη γνώση τῶν ἱερῶν κανόνων.
Χαρακτηριστικῶς ἐπικαλεῖται τὴν περίπτωση τῆς ἀπόπειρας πειρασμοῦ τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὸν πονηρὸ στὴν ἔρημο.
Ἐκεῖ ὁ πονηρὸς ἐπικαλούμενος τὸ γράμμα τῶν κανόνων τῆς παλαιᾶς διαθήκης σχετικὰ μὲ τὶς προφητεῖες γιὰ τὴν ἔλευση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο προκαλεῖ τὸν Κύριο καὶ ἀναφέρεται ρητῶς στὴν χαρακτηριστικὴ λέξη «γέγραπται», γιὰ νὰ τονίσει ὅτι ἡ ἀπαίτησή του ἄλλοτε νὰ κάνει ἄρτους τοὺς λίθους, ἄλλοτε νὰ τὸν προσκυνήσει καὶ ἄλλοτε νὰ πέσει ἀπὸ τὸ πτερύγιο τῆς ὀροφῆς τοῦ ναοῦ, συμφωνοῦσαν τάχα μὲ τὶς γραφὲς καὶ δὴ ὅτι ἂν ἔπεφτε ἀπὸ τὸ ἱερὸ οἱ Ἄγγελοι θὰ τὸν σήκωναν καὶ δὲν θὰ πάθαινε τίποτε.
Αὐτὴ ὅμως ἦταν ἡ διαβολικὴ κατὰ γράμμα ἑρμηνεία τῶν γραφῶν, καὶ ἀναχαιτίσθηκε ἀμέσως ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ μὲ παραπομπὴ καὶ σὲ ἄλλα συγκεκριμένα χωρία τῶν ἰδῖων γραφῶν, ἀκριβῶς ἐπειδὴ Ἐκεῖνος εἶχε ἄριστη γνώση τῶν γραφῶν, γεγονός, τὸ ὁποῖο εὔγλωττα ἐπισημαίνει ὁ πατὴρ Φωτόπουλος.
Κατὰ συνέπειαν ἡ ἄριστη γνώση τῶν ἱερῶν κανόνων συνιστᾶ πρώτιστη προϋπόθεση τῆς ἐν Πνεύματι ἑρμηνείας καὶ ἐφαρμογῆς τους.
Αὐτὲς οἱ ἀναποφεύκτως ἐπισημαινόμενες διαφορὲς τῶν ἱερῶν κανόνων ἀπὸ τοὺς κοσμικοὺς νόμους δὲν σημαίνουν ὅτι οἱ τελευταῖοι εὑρίσκονται σὲ διαπάλη καὶ ὑποχρεωτικὴ ἀντίθεση μὲ τοὺς πρώτους.
Ἀντιθέτως, ἡ ἄριστη γνώση καὶ ἐφαρμογὴ τῶν ἱερῶν κανόνων τῆς Ὀρθοδοξίας συνιστᾶ βασικὴ προϋπόθεση τῆς θεσπίσεως καὶ ὀρθῆς ἐφαρμογῆς χρηστῶν κοσμικῶν Νόμων.
Αὐτὸ πρέπει νὰ εἶναι τὸ ζητούμενο γιὰ τὴν δημιουργία ὄχι ἁπλῶς μίας εὐνομούμενης, ἀλλὰ μίας χριστιανικῆς πολιτείας, ἡ ὁποία ἔχει ὡς στόχο τὴν σωτηρία τῶν ψυχῶν τῶν πολιτῶν της.
Καὶ πὼς θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι διαφορετικά, ἀφοῦ, ὅπως πάλι ὀρθῶς ἐπισημαίνεται ἀπὸ τὸν πατέρα Λάμπρο, ἡ ἴδια ἡ πολιτεία καὶ οἱ φορεῖς τῆς προορίζονται γιὰ τὸν ἄνθρωπο κατὰ παραχώρηση τοῦ Θεοῦ.
Ἔτσι ἐπὶ βασιλείας τοῦ Μεγάλου Ἁγίου Κωνσταντίνου οἱ καθιερωθέντες Ἱεροὶ κανόνες ἐξυγιαίνουν ἐξανθρωπίζοντας τὸ ρωμαϊκὸ δίκαιο καὶ ἀποτελοῦν τὴν στέρεη βάση γιὰ τὴν ὑγιῆ ἀνάπτυξη καὶ ὁλοκλήρωση τοῦ ἀνθρώπου μέσα σὲ μία δίκαια καὶ εὐνομουμένη πολιτεία μὲ ἐπίκεντρο τὴν ἕνωση τοῦ κάθε ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό.
Τὸ ἀνθρώπινο νομικὸ σύστημα, χάριν τῆς καταλυτικῆς, κυριάρχου θέσεως τῶν Ἱερῶν κανόνων στὴν ζωὴ ὅλων τῶν ἀνθρώπων τοῦ κράτους ἔγγιξε τὸν ἀπόλυτο ἐξανθρωπισμό του, ὅταν ἐπὶ Αὐτοκράτορος Ἰουστινιανοῦ ἐθεσπίσθησαν οἱ γνωστὲς νεαρές, οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦσαν σαφῶς κοσμικοὺς Νόμους.
Οἱ νεαρὲς αὐτὲς καὶ τὸ σύνολο γενικῶς τῶν κανόνων δικαίου τοῦ βυζαντινοῦ δικαίου ἀπετέλεσαν τὴν βασικὴ νομοθεσία ἐπὶ αἰῶνες ὄχι μόνο στὴν αὐτοκρατορία καὶ στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο, ἀλλὰ σὲ ὁλόκληρη τὴν εὐρωπαϊκὴ ἤπειρο, καθ' ὅσον υἱοθετήθηκαν ἀπὸ ὅλους σχεδὸν τοὺς βαρβαρικοὺς λαοὺς τῆς Βορείου καὶ Δυτικῆς Εὐρώπης, ἀποτελώντας σημαντικὸ βῆμα γιὰ τὸν προοδευτικὸ ἐκπολιτισμό τους.
Ἡ ἀκρίβεια, ἡ δικαιοσύνη καὶ ἡ ὀρθότητά τους ἦταν τέτοια, ὥστε ἴσχυσαν ἀκόμη καὶ κατὰ τὴν περίοδο τῆς τουρκικῆς κατοχῆς καὶ μάλιστα τὰ Ἐκκλησιαστικὰ Δικαστήρια εἶχαν τόσο μεγάλο κύρος καὶ ἀπήχηση, ὥστε ἀκόμη καὶ οἱ Τοῦρκοι κατέφευγαν γιὰ τὴν κρίση τῶν ὑποθέσεών τους.
Τελικῶς οἱ λεγόμενοι Νόμοι τῶν Βυζαντινῶν Αὐτοκρατόρων ἴσχυσαν στὴν Ἑλλάδα μέχρι τὴν 23η Φεβρουαρίου 1946, ὅποτε καὶ εἰσήχθη ὁ Ἀστικὸς Κώδικας, ὁ ὁποῖος ὅμως καὶ πάλι στηρίζεται στὴν ἴδια βάση δικαίου καὶ συνιστᾶ τὴν σύγχρονη ἀπόδοση τῶν ἰδῖων κατὰ βάση κανόνων. Παρόμοια ἦταν ἡ ἐξέλιξη τῆς ἐπιστήμης τοῦ δικαίου καὶ σὲ ὅλες τὶς ἄλλες χῶρες τῆς ἠπειρωτικῆς Εὐρώπης.
Τί συμβαίνει ὅμως, ὅταν ἐξ ἀμελείας ἀγνοεῖται ἢ σκοπίμως παραγνωρίζεται τὸ γράμμα τῶν ἱερῶν κανόνων ἀπὸ τὸν λεγόμενο κοινὸ νομοθέτη;
Τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι θλιβερὸ καὶ ὀλέθριο. Καὶ βεβαίως κατανοητὸ ἀπὸ ὅλους τους Ἕλληνες σήμερα.
Καὶ ἐπειδὴ ἀναπόφευκτα τὸ δένδρο ἀναγνωρίζεται ἀπὸ τοὺς καρπούς, θὰ ἤθελα νὰ ἐπισημάνω κάποιους ἐσχάτως τεθέντες νόμους, προκειμένου νὰ καταστεῖ ἀμέσως ἀντιληπτὴ ἡ ἀπόλυτη ἀναγκαιότητα γιὰ ἐξάρτηση τοῦ κοσμικοῦ νόμου ἀπὸ τοὺς Ἱεροὺς κανόνες τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἔτσι, μεταξὺ τῶν ἄλλων, δὲν μποροῦμε παρὰ νὰ προβληματισθοῦμε ἀπὸ τὴν θέσπιση Νόμου μὲ ἀντικείμενο τὴν ὑποχρεωτικὴ μεταμόσχευση ὀργάνων ὅλων τῶν θνησκόντων Ἑλλήνων πολιτῶν, ἐὰν δὲν ἔχουν ὁρίσει ρητῶς τὸ ἀντίθετο πρὸ τῆς ἀποβιώσεως τῶν. Πρόκειται γιὰ τὴν ἀπόλυτη ἀπαξίωση τοῦ προσώπου τοῦ κάθε ἀνθρώπου καὶ εἶναι μέτρο, τὸ ὁποῖο ἀποσκοπεῖ στὸ νὰ πλήξει ὁλόκληρο τὸν πληθυσμό. Μὲ τὸ μέτρο αὐτὸ ἡ Χώρα μας θὰ ἀποτελέσει τὸ ἐλντοράντο τῶν μεταμοσχεύσεων καὶ τὸν καλύτερο ταξιδιωτικὸ προορισμὸ ἀτόμων ποὺ εἴτε ως ἀσθενεῖς εἴτε ως ἔμποροι ἢ ταξιδιωτικοὶ πράκτορες ἐνδιαφέρονται γιὰ τὸν λεγόμενο 'ἰατρικὸ τουρισμό'.
Συγκρατῆστε αὐτὴν τὴν ἔννοια τοῦ ἰατρικοῦ τουρισμοῦ, διότι ταυτοχρόνως καθιεροῦται νομικῶς καὶ ἡ ἔννοια τοῦ δῆθεν ἐγκεφαλικοῦ θανάτου. Δηλαδὴ τῆς καταστάσεως, στὴν ὁποία εὑρίσκεται κάποιος, ὁ ὁποῖος, ἐνῶ εἶναι ἀπολύτως ζωντανός, ὅπως ἐπίσης εἶναι ἐν ζωῇ καὶ ὅλα τὰ ζωτικά του ὄργανα, τελεῖ σὲ κατάσταση κώματος καὶ ἡ ἀνάταξή του, ἡ ἔγερσή του δὲν ἀναμένεται μὲ μεγάλη, ἀλλὰ μὲ μικρότερη πιθανότητα.
Ἀκόμη θεσπίσθηκε ὁ Νόμος γιὰ τὴν καύση τῶν νεκρῶν, πράγμα, τὸ ὁποῖο ἀντιβαίνει ρητῶς στὸ βασικὸ νόημα καὶ τὶς ἐπαγγελίες τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ στὸν Θεῖο Λόγο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἀποτυπώνεται στὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο περὶ τῆς ἐγέρσεως τῶν νεκρῶν κατὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία. Δυστυχῶς οὔτε ἕνας δὲν ὑπῆρξε ἀπὸ τοὺς νομοθέτες, ὁ ὁποῖος νὰ ἀντέδρασε μὲ σθένος γιὰ τὸν συγκεκριμένο αὐτὸν λόγο ἢ νὰ ἐπεσήμανε τὴν ἀνάγκη προσηλώσεως στοὺς Ἱεροὺς κανόνες τῆς Ὀρθοδοξίας, οἱ ὁποῖοι ὀφείλουν νὰ συνιστοῦν τὴν πηγὴ παντὸς κοσμικοῦ Νόμου καὶ ὁπωσδήποτε ἀποτελοῦν τὴν πηγὴ τῆς Χρηστότητος τῶν Ἠθῶν, δηλαδὴ τῶν ἄγραφων ἠθικῶν Νόμων καὶ τῶν ἐθίμων, τὰ ὁποία κατὰ τὸ ἄρθρο 1 τοῦ Ἀστικοῦ μας Κώδικος ἀποτελοῦν νομικῶς δεσμευτικοὺς κανόνες δικαίου ἐξ ἴσου σημαντικοὺς ὅπως οἱ γραπτοὶ Νόμοι.
Παρέστημεν ἀκόμη μάρτυρες τῆς θεσπίσεως Νόμου περὶ τοῦ συμφώνου τῆς ἐλευθέρας συμβιώσεως μεταξὺ προσώπων ἀνηκόντων σὲ διαφορετικὰ φύλλα.
Ἡ θέσπιση τοῦ Νόμου αὐτοῦ ἀπετέλεσε ἀληθινὴ θρυαλλίδα, ἀκριβῶς ἐπειδὴ δοκίμασε ἄγραφες, ἐθιμικὲς ἠθικὲς ἀρχὲς στὴν πατρίδα μας, κατὰ τὶς ὁποῖες δὲν συνιστᾶ ἠθικὸ πρότυπο ἡ σύσταση οἰκογενείας ἔξω ἀπὸ τὸν θεσμὸ τοῦ θρησκευτικοῦ γάμου.
Ταυτόχρονα ὑπῆρξαν δυστυχῶς κάποιοι, οἱ ὁποῖοι ζήτησαν, ἐπικληθέντες τάχα τὴν ἀρχὴ τῆς ἰσότητος, νὰ ἰσχύσει ὁ Νόμος αὐτὸς καὶ γιὰ ζεύγη, τῶν ὁποίων τὰ μέλη ἀνήκουν στὸ ἴδιο φύλλο.
Ἤδη ὁ Νόμος αὐτὸς καὶ ὑπὸ τὸ συγκεκριμένο πρίσμα ἔχει εἰσαχθεῖ πρὸς δικαστικὴ κρίση ἐνώπιον τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Δικαστηρίου Δικαιωμάτων τοῦ Ἀνθρώπου, προκειμένου νὰ κριθεῖ ἀπὸ ξένους δικαστές, οἱ ὁποῖοι ἀγνοοῦν παντελῶς καὶ οὐδόλως ἐνδιαφέρονται γιὰ τοὺς ἄγραφους ἠθικοὺς Νόμους τῆς πατρίδος μας.
Ἐπίσης ἡ διάταξη τοῦ ἄρθρου 153 Ν. 3655/2008 περὶ ΑΜΚΑ, σὲ ἄμεσο συνδυασμὸ μὲ τὶς διατάξεις γιὰ τὴν ἠλεκτρονικὴ διακυβέρνηση, τὴν φοροκάρτα καὶ τελικῶς τὴν κάρτα τοῦ πολίτη συνιστοῦν ἐξόφθαλμες ἀποδείξεις περὶ τῶν συνεπειῶν τῆς θεσπίσεως Νόμων κατὰ παραγνώριση καὶ ἄμεση ἀντίθεση πρὸς τοὺς Θείους καὶ Ἱεροὺς Κανόνες.
Καὶ μόνη ἡ ἀνάγνωση τῆς διατάξεως τοῦ ἐν λόγῳ ἄρθρου 153 ἀρκεῖ, γιὰ νὰ καταλάβει κανεὶς ὅτι μ' αὐτὴν σκοπεῖται ἡ νομικοφανὴς – ὁπωσδήποτε ἀντισυνταγματικὴ – καθιέρωση μίας ἠλεκτρονικῆς ἀπολυταρχίας, εἰς τρόπον ὥστε κανεὶς νὰ μὴ μπορεῖ νὰ κάνει ἀπολύτως τίποτε, ἐὰν δὲν δηλώνει τὸν ΑΜΚΑ, ὁ ὁποῖος θὰ ἐνσωματώνεται στὴν νέα ταυτότητα, ἡ ὁποία εἰσάγεται μὲ τὸν ὄρο «κάρτα τοῦ πολίτη»
Πράγματι ἀπὸ τὴν ἡμερομηνία ἐνάρξεως ἰσχύος τοῦ Ν. 3655/2008 καὶ σύμφωνα μὲ τὸ ἄρθρο 153 τοῦ ἐν λόγῳ Νόμου ὁρίζεται ὅτι «...οὐδεὶς δύναται νὰ ἀπασχοληθεῖ ὡς μισθωτὸς ἢ ως αὐτοαπασχολούμενος, νὰ ἀσφαλισθεῖ ἢ νὰ καταβάλει ἀσφαλιστικὲς εἰσφορές, νὰ ἐκδώσει ἢ νὰ ἀνανεώσει βιβλιάριο ἀσθενείας, νὰ δικαιωθεῖ καὶ νὰ εἰσπράξει συντάξεις καὶ γενικότερα πάσης φύσεως παροχές, ἐπιδόματα καὶ βοηθήματα ἐὰν δὲν διαθέτει ΑΜΚΑ, ὁ ὁποῖος ἀναγράφεται ὑποχρεωτικὰ ἐπὶ ὅλων τῶν ως ἄνω ἀντιστοίχων παραστατικῶν».
Ἡ διάταξη αὐτὴ ἀπειλεῖ νὰ ἀποκλείσει τὸν πολίτη ποὺ δὲν θὰ δηλώνει τὸν ΑΜΚΑ ἀπὸ κάθε οἰκονομικὴ καὶ κοινωνικὴ δραστηριότητα, κατὰ παράβαση βασικῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων, τὰ ὁποία κατοχυρώνονται ὄχι ἀπὸ κοινοὺς Νόμους, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν καταστατικὸ Νόμο τοῦ Κράτους, δηλαδὴ τὸ Σύνταγμα τῆς Ἑλλάδος.
Πόσο διαφέρει ἡ συγκεκριμένη ἐξοντωτικὴ γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἐξαγγελία καὶ ἀπειλῆ, ἡ ὁποία περιβάλλεται τὸν μανδύα τοῦ Νόμου ἀπὸ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες, οἱ ὁποῖοι διατυπώνονται κατὰ τρόπο ξεκάθαρο καὶ συγκεκριμένο στὸ Ἱερὸ κείμενο τῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου, στὸ ἴγ΄ κεφάλαιο τῆς ὁποίας περιγράφονται αὐτὲς ἀκριβῶς οἱ κυρώσεις γιὰ ὅποιον δὲν φέρει τὸν δυσώνυμο ἀριθμὸ χξς΄: «...καὶ ποιεῖ πάντας, τοὺς μικροὺς καὶ τοὺς μεγάλους καὶ τοὺς πλουσίους καὶ τοὺς πτωχοὺς καὶ τοὺς ἐλευθέρους καὶ τοὺς δούλους, ἴνα δώσωσιν αὐτοὶς χάραγμα ἐπὶ τῆς χειρὸς αὐτῶν τῆς δεξιᾶς ἢ ἐπὶ τῶν μετώπων αὐτῶν, καὶ ἴνα μὴ τὶς δύνηται ἀγορᾶσαι ἢ πωλῆσαι εἰ μὴ ὁ ἔχων τὸ χάραγμα, τὸ ὄνομα τοῦ θηρίου ἢ τὸν ἀριθμὸν τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ».
Καὶ φυσικὰ τὸ ἀποκορύφωμα τῆς ἐπετηρίδος τῶν συγκεκριμένων ἀντιχριστιανικῶν, καταπιεστικῶν καὶ ἀπάνθρωπων Νόμων, εἶναι ἀδιαμφισβήτητα ἡ ἐκ μέρους τῆς ἑλληνικῆς κυβερνήσεως ὑποβολή της ἀπὸ 23ης-4-2010 αἰτήσεως χρηματοδοτήσεως τοῦ Κράτους μὲ ἐνεργοποίηση τοῦ μηχανισμοῦ στηρίξεως καὶ τῆς ὑπογραφῆς τριῶν συμφωνιῶν δανεισμοῦ.
Ἀκολούθως στὶς 3 Μαΐου 2010 τὸ κράτος συνῆψε μὲ τὴν ἐπιτροπὴ τῆς εὐρωπαϊκῆς ἑνώσεως τὶς τρεῖς συμβάσεις, ἤτοι τὴν σύμβαση δανειακῆς διευκολύνσεως, τὸ μνημόνιο συνεννοήσεως καὶ τὴν συμφωνία μὲ τὸ Διεθνὲς Νομισματικὸ Ταμεῖο.
Οἱ συμφωνίες αὐτὲς ἐκυρώθησαν ἀπὸ τὴν Βουλὴ τῶν Ἑλλήνων, ἀλλὰ ὄχι μὲ τὴν συνταγματικῶς προβλεπομένη πλειοψηφία. Γιατί οἱ συμφωνίες αὐτές, σχετιζόμενες μὲ σπουδαῖο ἐθνικὸ συμφέρον ἀποσκοποῦν πρωτίστως στὴν συνεργασία μὲ τὰ ἄλλα κράτη τῆς εὐρωπαϊκῆς ἑνώσεως. Γι' αὐτὸ κατὰ τὸ ἄρθρο 28 πάρ. 2 τοῦ Συντάγματος, τόσο οἱ προβλεφθεῖσες ἁρμοδιότητες ἐλέγχου τῶν διεθνῶν ὀργανισμῶν, οἱ ὁποῖοι προέβησαν στὸν δανεισμό, ὅσο καὶ οἱ ἴδιες αὐτὲς οἱ συμφωνίες μποροῦσαν νὰ ἐπικυρωθοῦν μόνο μὲ ηὐξημένη πλειοψηφία τῶν τριῶν πέμπτων του ὅλου ἀριθμοῦ τῶν βουλευτῶν, δηλαδὴ μὲ 180 ψήφους.
Μετὰ ταῦτα καὶ παρὰ τὴν προφανῆ ἀντισυνταγματικότητα τῆς θεσπίσεως τῶν ἐν λόγῳ συμφωνιῶν, καθ' ὅσον ἐψηφίσθησαν ἀπὸ 167 βουλευτές, τὴν ζωὴ τῶν Ἑλλήνων κατέκλυσε ἕνας ἀληθινὸς καὶ πρωτοφανὴς στὴν Ἱστορία μας, ὀρυμαγδὸς Νόμων καὶ ὑπουργικῶν ἀποφάσεων, διὰ τῶν ὁποίων ἐπιδιώκεται ἡ καταναγκαστικὴ ἀναδρομικὴ ἐπιβολὴ ἐκτάκτων εἰσφορῶν ὑπὸ τὴν προσχηματικὴ μορφὴ δῆθεν εἰσφορᾶς ἀλληλεγγύης ὑπὲρ τῶν ἀνέργων καὶ τοῦ δῆθεν τέλους ἐπιτηδεύματος γιὰ τοὺς ἐλευθέρους ἐπαγγελματίες, ἐνῶ πρόκειται περὶ φόρων, ἀλλὰ καὶ γενικὸς κεφαλικὸς φόρος ἐφ' ὅλων τῶν ἀκινήτων.
Καὶ ὅμως, τόσο ἡ κυβέρνηση, ὅσο καὶ οἱ Ἕλληνες βουλευτές, οἱ ὁποῖοι ὤφειλαν πρὸ πάντων νὰ εἶχαν τηρήσει τὸ Σύνταγμα κατὰ τὴν ἔξωθεν ἐπιβολὴ τῶν ἐν λόγῳ μέτρων καὶ διεθνῶν συμφωνιῶν εἶχαν δώσει τὸν ἑξῆς ὅρκο ποὺ προβλέπεται στὸ ἄρθρο 59 τοῦ Συντάγματος: «Ὁρκίζομαι στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας καὶ Ὁμοουσίου καὶ Ἀδιαιρέτου Τριάδος νὰ εἶμαι πιστὸς στὴν Πατρίδα καὶ τὸ δημοκρατικὸ πολίτευμα, νὰ ὑπακούω στὸ Σύνταγμα καὶ τοὺς νόμους καὶ νὰ ἐκπληρώνω εὐσυνείδητα τὰ καθήκοντά μου».
Ἡ λιτὴ αὐτὴ διάταξη τοῦ Συντάγματος, ἡ ὁποία προσδιορίζει τὸ μέγεθος τῆς εὐθύνης τῶν βουλευτῶν νὰ ἐκτελοῦν εὐσυνειδήτως τὰ καθήκοντά τους ἔχει σαφῶς ὡς ἀκατάλυτη ἠθική, ἀλλὰ καὶ νομικὴ βάση τοὺς Θείους καὶ Ἱεροὺς κανόνες τῆς Ὀρθοδοξίας, τοὺς ὁποίους οἱ ὁρκιζόμενοι ἀντιπρόσωποι τοῦ Ἔθνους ὀφείλουν νὰ ἔχουν πάντοτε κατὰ νοῦ.
Ἡ συγκεκριμένη διάταξη τοῦ Συντάγματος, προκειμένου νὰ ἐξασφαλίσει ἀκριβῶς τὴν εὐσυνείδητη ἐκτέλεση τῶν βουλευτικῶν καθηκόντων ἀπὸ τὸν φορέα τοῦ ἀξιώματος ἀπαιτεῖ ρητῶς τὴν ἐπίκληση καὶ εὐλαβικὴ προσήλωση στὸν Τριαδικὸ Θεὸ καὶ στοὺς Θείους καὶ Ἱεροὺς κανόνες, οἱ ὁποῖοι σαφῶς διαπνέουν τὸ Σύνταγμα τῶν Ἑλλήνων ἀπὸ τὴν πρώτη ἕως τὴν τελευταία του λέξη.
Πιστεύω ὅμως, ὅτι μὲ δεδομένα ὅσα ἔχουν συμβεῖ στὴν Χώρα μας κατὰ τὸ τελευταῖο ἐνάμισυ ἔτος, διερωτᾶται εὔλογα κανεὶς ποὶα εἶναι ἡ διασύνδεση ἀνάμεσα στὸν συγκεκριμένο ὅρκο τῶν βουλευτῶν τῆς παρούσης βουλῆς, οἱ ὁποῖοι ἐπικληθέντες τὴν Ἁγίαν, Ὁμούσιον καὶ Ἀδιαίρετον Τριάδα ὠρκίσθηκαν νὰ φυλάττουν πίστη στὸ Σύνταγμα μὲ τὴν κύρωση καὶ σκληρότατη ἐπιβολὴ τῶν ως ἄνω συμφωνιῶν τοῦ μνημονίου μὲ πλειοψηφία μικρότερη τῶν 3/5 τοῦ ὅλου ἀριθμοῦ τους.
Καὶ πὼς θὰ μποροῦσαν ποτέ, μὲ βάση τὶς ρητὲς καὶ συγκεκριμένες πρόνοιες τοῦ Συντάγματος ποὺ ἀφοροῦν στὸν τρόπο τῆς ἀσκήσεως τῶν βουλευτικῶν καθηκόντων καὶ τῆς συναφοῦς θεσπίσεως τῶν Νόμων, οἱ Ἕλληνες βουλευτὲς νὰ θεσπίσουν καὶ τοὺς προεκτεθέντες Νόμους γιὰ τὴν δῆθεν εἰκαζόμενη συναίνεση δωρεᾶς ὀργάνων καὶ τὸν ἐγκεφαλικὸ θάνατο, γιὰ τὸν ΑΜΚΑ καὶ τὴν κάρτα τοῦ πολίτη;
Ἡ ἀπάντηση ἐπὶ τῶν ἐρωτημάτων αὐτῶν εἶναι ὅτι ἡ συγκεκριμένη ἀντισυνταγματικὴ θέσπιση τῶν συμφωνιῶν τοῦ μνημονίου, καθὼς καὶ τῶν λοιπῶν ἐξ ἴσου ἀντισυνταγματικῶν Νόμων περὶ ΑΚΜΑ, κάρτας τοῦ πολίτη κλπ., συνιστᾶ τὸ ὀδυνηρὸ ἀποτέλεσμα τῆς διαρρήξεως τῆς σχέσεως μεταξὺ τῶν κοσμικῶν Νόμων ἀπὸ τοὺς Ἱεροὺς κανόνες, οἱ ὁποῖοι στὴν ἑλληνικὴ πολιτεία εἶναι κανόνες συνταγματικῆς περιωπῆς.
Τὸ ἐρώτημα, τὸ ὁποῖο τίθεται ἐν προκειμένῳ, εἶναι κατὰ πόσον εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξει μία τέτοια πολιτεία.
Ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι βεβαίως δύναται νὰ ὑπάρξει καὶ βεβαίως ὑπῆρξε, καθ' ὅσον τὸ χριστιανικὸ βυζαντινὸ κράτος, τὸ ὁποῖο δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Κωνσταντῖνο, ὁ ὁποῖος ἀναδιαμόρφωσε τὴν ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία ἐπὶ τῇ βάσει τῶν Θείων καὶ Ἱερῶν κανόνων, συνιστᾶ τὸ ἀπόλυτο πρότυπο πολιτείας, στὴν ὁποία οἱ ἱεροὶ κανόνες ἀπετέλεσαν τὸ πρωταρχικὸ δίκαιο καὶ τὴν πηγὴ γιὰ τὴν νομικὴ διευθέτηση παντὸς ἑτέρου ἀνακύπτοντος ζητήματος, δηλαδὴ τὴν πηγὴ ἀπὸ τὴν ὁποία προέκυψε ὁλόκληρη ἡ νομοθεσία.