ΕΝΑΣ ΑΘΕΟΣ ΧΩΡΙΣ ΦΑΝΑΤΙΣΜΟ ΚΑΙ ΔΙΑΘΕΣΗ ΠΟΛΕΜΙΚΗΣ

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ

Εν Πειραιεί τη 4η Μαΐου 2020

Έχουμε αναφερθεί πολλές φορές σε ανακοινώσεις μας στην αθεΐα, αποδεικνύοντας ότι δεν πρόκειται απλά για σύστημα ιδεολογικών και φιλοσοφικών πεποιθήσεων, αλλά για δυναμική έκφραση πολεμικής εναντίον όσων πιστεύουν στο Θεό και έχουν μεταφυσικές ανησυχίες. Πρόκειται αναμφίβολα για μια δαιμονική κατάσταση, πίσω από την οποία κρύβεται  ο προαιώνιος εχθρός του Θεού και του ανθρώπου, ο διάβολος.

Πρέπει να αναφέρουμε, ότι υπάρχουν πολλά είδη αθεϊσμού, όπως ο Συνειδητός - Ασυνείδητος Αθεϊσμός, ο Θετικός – Αρνητικός αθεϊσμός, ο Νέος Αθεϊσμός, κλπ. Ανάμεσα στις μορφές αυτές υπάρχουν σημαντικές διαφορές όσον αφορά την έκφραση άρνησης της υπάρξεως του Θεού. Ενώ οι δύο πρώτες αναφερόμενες μορφές αθεΐας περιορίζονται σε ένα σύνολο ατομικών πεποιθήσεων άρνησης του υπερβατικού και αποδοχής ως μοναδικής πραγματικότητας του αισθητού κόσμου, αδιαφορώντας για τη διάδοσή τους, η τρίτη μορφή, ο Νέος Αθεϊσμός, δεν αρκείται στις ατομικές πεποιθήσεις, αλλά καλλιεργεί μια μαχητική και εχθρική στάση απέναντι σε όσους δεν τις ασπάζονται, η οποία υπερβαίνει κατά πολύ τον θρησκευτικό φανατισμό.

Αυτή η μορφή είναι σχετικά νέο φαινόμενο, δημιούργημα του λεγομένου «Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού». Η εμφάνισή του υπήρξε αποτέλεσμα συγκεκριμένων ιστορικών συγκυριών. Ήταν ένα κίνημα που είχε σαν πρωταρχικό στόχο να επιφέρει καίριο πλήγμα στη χριστιανική πίστη, έτσι όπως αυτή εμφανιζόταν μέσα στους κόλπους του χρεωκοπημένου και με δεκάδες κακοδοξίες αλλοτριωμένου Παπισμού. Στόχευε να απελευθερώσει τον ευρωπαίο άνθρωπο από τις αθλιότητες, την υποκρισία και τις αυθαιρεσίες του πλήρως εκκοσμικευμένου παπικού «ιερατείου», από τις κτηνωδίες και τις βαρβαρότητες των σταυροφοριών, από τις μαζικές δολοφονίες των «αιρετικών» και «απολίτιστων ειδωλολατρών» εκ μέρους των αδίστακτων ιεροεξεταστών της περιβόητης ιεράς Εξετάσεως και τέλος από τον εκφυλισμό και τον κατακερματισμό της Μεταρρύθμισης. Ο «Διαφωτισμός» ήταν, για να χρησιμοποιήσουμε ιατρικούς όρους, το «πύον» που χύθηκε στους λαούς της Ευρώπης, όταν «έσπασε το κακό σπυρί» του παπικού Μεσαίωνα και ο περίφημος «Ουμανισμός» δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά η «γάζα» που χρησιμοποιήθηκε και χρησιμοποιείται, για να καθαρίσει αυτό το «πύον», που είχε μολύνει αθεράπευτα και επικίνδυνα τις ευρωπαϊκές και σύγχρονες κοινωνίες. Όλη αυτή η διαφθορά, όπως ήταν φυσικό, είχε ως συνέπεια την πολεμική των θεωρητικών του «Διαφωτισμού» και τις διώξεις καθώς και τα εγκλήματα εναντίον του παπικού κλήρου από τους πρωτοπόρους της Γαλλικής Επανάστασης.  Αυτού του είδους η πολεμική και το μίσος για κάθε τι το χριστιανικό συνεχίστηκε κατόπιν στα μετέπειτα κοινωνιολογικά – φιλοσοφικά και πολιτικά συστήματα του Μαρξισμού και Ναζισμού και επεκτάθηκε, ως μη όφειλε, και στην αγιότατη Ορθοδοξία μας, που δεν είχε καμιά σχέση με τις αθλιότητες και βαρβαρότητες του Παπισμού.      

Αφορμή για την παρούσα ανακοίνωσή μας  πήραμε από πρόσφατο δημοσίευμα στην εφημερίδα «Καθημερινή», (19-1-2020), ανήμερα του Πάσχα, του κ. Νίκου Μαραντζίδη, καθηγητή της Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, με θέμα: «Η πίστη των άλλων». Από τη μελέτη του άρθρου διαπιστώσαμε, ότι πρόκειται για μια εντελώς διαφορετική θεώρηση και περί αθεϊσμού τοποθέτηση. Με βάση τα γραφόμενά του μπορούμε να πούμε, ότι ο άνθρωπος αυτός δεν ανήκει στον μαχητικό και φανατικό Νέο Αθεϊσμό, αλλά σε κάποια μορφή φιλοσοφικού αθεϊσμού, απαλλαγμένη από δογματισμούς και φανατισμούς. Μας εξέπληξε θετικά η ευγένεια του αρθρογράφου και η απουσία πολεμικής εναντίον όσων δεν ασπάζονται τις απόψεις του και ιδιαίτερα όσων πιστεύουν στην ύπαρξη του Θεού και έχουν μεταφυσικές ανησυχίες.

Ο αρθρογράφος κατ’ αρχήν επισημαίνει ότι δεν είναι αγνωστικιστής, σχετικιστής, ούτε κάτι άλλο σχετικό, αλλά «απλώς άθεος» χωρίς καμιά «μεταφυσική ανησυχία, τόσο ορατή τουλάχιστον, που την (έχει) αντιληφθεί». Και συνεχίζει: «Αντιμετωπίζω την ιδέα του θανάτου με λύπη μεν, με ρεαλισμό δε. Κατά κάποιον τρόπο έχω συμβιβαστεί με τη θνητότητά μου. Δεν είναι παρηγοριά αυτό, είναι διαπίστωση». Με βάση αυτές τις προσωπικές «εξομολογήσεις» του μπορούμε να συμπεράνουμε, ότι η άρνηση του Θεού και κάθε μεταφυσικής ανησυχίας, δεν μπορεί να είναι βίωμα γι’ αυτόν, αλλά σύμπτωμα, που δεν αγγίζει το βάθος της ψυχής του και επομένως είναι μια κατάσταση, η οποία μπορεί να αλλάξει. Δεν απορρίπτει, a priori, τις μεταφυσικές ανησυχίες, αλλά προσπαθεί να τις αντιμετωπίσει «με ρεαλισμό» και να «συμβιβαστεί με τη θνητότητά» του, πράγμα που σημαίνει ότι αφήνει ανοικτή την πόρτα για μια μελλοντική κατανόηση του μεταφυσικού. Η ιδέα του θανάτου δεν τον αφήνει αδιάφορο, όπως τουλάχιστον ισχυρίζονται οι φανατικοί άθεοι του Νέου Αθεϊσμού, οι οποίοι κομπάζουν ότι με τον ψυχρό ορθολογισμό και ρεαλιασμό, «νικούν το φόβο του θανάτου», αλλά τον λυπεί και τον προβληματίζει.      

Γενικότερα μπορούμε να πούμε ότι ο προβληματισμός για τη θνητότητα και το θάνατο, σε πολλούς ανθρώπους συντρίβει την αλαζονεία και τους προσγειώνει στην πραγματικότητα, στην σχετικότητα. Η αντιμετώπιση της ιδέας του θανάτου και το ίδιο το γεγονός του θανάτου είναι δύο πολύ θετικά στοιχεία, που μπορούν να αποτελέσουν μια στερεά βάση, πάνω στην οποία μπορεί να διαλεχτεί κάποιος με ένα άθεο και να οικοδομήσει ένα σωτήριο διάλογο μαζί του, περί της χριστιανικής πίστεως στο πρόσωπο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ο Οποίος νίκησε τον θάνατο, όχι μόνο για τον Εαυτό του, αλλά και για όποιον πιστεύει σ’ Αυτόν. Άλλωστε ας μην ξεχνάμε ότι η μνήμη του θανάτου είναι ύψιστη χριστιανική αρετή, η οποία κρατά τον άνθρωπο σε συνεχή εγρήγορση και μετάνοια.

Στη συνέχεια κάνει μια προσωπική αναδρομή στον κόσμο των ιδεολογικών συγκρούσεων της νεανικής του ηλικίας. Γράφει: «Πέρασα τα παιδικά, εφηβικά και νεανικά μου χρόνια καταναλώνοντας την κληρονομιά της εξεγερμένης Γαλλίας του ’68 και βιώνοντας τα πάθη της ανήσυχης ελληνικής Μεταπολίτευσης. Νέος πίστευα, αφελώς και εσφαλμένα, πως άβυσσος χωρίζει τον κόσμο του Διαφωτισμού από τον κόσμο των θρησκειών. Είτε είσαι από εδώ, είτε είσαι από εκεί, νόμιζα. Ζούσα μέσα στην ψευδαίσθηση πως αρκεί να δηλώσεις ότι δεν υπάρχει Θεός για να απαλλαγείς από την κόλαση: τις χίμαιρες, τις προφητείες, τους μεσσίες και τις εκκλησίες τους». Από τα παρά πάνω μπορούμε να συμπεράνουμε, ότι ο αρθρογράφος έψαχνε απεγνωσμένα, ψηλαφώντας μέσα σ’ ένα πυκνό πνευματικό σκοτάδι, αλλά με καλή διάθεση, να βρει την αλήθεια. Στην αρχή απέρριψε την χριστιανική πίστη του χρεοκοπημένου και πλήρως αλλοτριωμένου Παπισμού και Προτεσταντισμού, με την ελπίδα ότι θα συναντήσει την αλήθεια στον «Διαφωτισμό». Σύντομα όμως, όπως ο ίδιος ομολογεί, απογοητεύτηκε, διότι όπως γράφει παρακάτω,  διαπίστωσε ότι βούλιαξε, «σε έναν διανοητικό ολοκληρωτισμό όχι γιατί μου το επέβαλε κανείς, ούτε βέβαια η ‘εκκλησία’ στην οποία ανήκα, αλλά γιατί απλώς εμφορούμουν από την τυφλή πίστη πως είχα ανακαλύψει την ‘Αλήθεια’ και μέσω αυτής νόμιζα πως διέθετα την ικανότητα να αλλάξω τον κόσμο. Τελικά βασικά άλλαζα εγώ, και μάλλον προς το χειρότερο»! Δεν άργησε να διαπιστώσει ότι και στον «Διαφωτισμό» επικρατούσε ένα πυκνό πνευματικό σκοτάδι. Γι’ αυτό και τελικά απέρριψε την «μεταφυσική» του, τους «μεσσίες», τις «εκκλησίες» και τους «προφήτες» του, οι οποίοι ορθώθηκαν στη θέση των ψευδοπροφητειών και ψευδοεκκλησιών της Ευρώπης, για να «σώσουν» δήθεν τον ευρωπαίο άνθρωπο και να τον οδηγήσουν στη «γη της επαγγελίας», δηλαδή στον «παράδεισο» χωρίς Θεό, όπως κόμπαζαν οι φανατικοί αθεϊστές του «Διαφωτισμού». Περιπλανώμενος από σκοτάδι σε σκοτάδι και από πλάνη σε πλάνη έφτασε κάποια στιγμή στο σημείο να κατανοήσει, αυτό που δεν είναι σε θέση να κατανοήσουν οι φανατικοί άθεοι, ότι δηλαδή, τόσον ο «Διαφωτισμός», όσο και οι θρησκείες του κόσμου, δεν είναι τίποτε άλλο παρά δύο όψεις του αυτού νομίσματος, πτωτικά σχήματα του παρόντος κόσμου, ανθρώπινα κατασκευάσματα. Πολύ σωστά επίσης διαπίστωσε, ότι με το να αρνηθεί κανείς τον Θεό, δεν σημαίνει ότι Αυτός έπαυσε να υπάρχει. Ο Θεός υπάρχει, έστω και αν εμείς τον αρνούμαστε, όπως ακριβώς υπάρχει και ο ήλιος, έστω και αν εμείς κλείνουμε τα μάτια και δεν θέλουμε να τον δούμε. Άλλωστε, όλη η κτιστή δημιουργία, με τους απειράριθμους γαλαξίες, διαλαλεί την ύπαρξη, την πανσοφία και την αγάπη Του, σύμφωνα με τον λόγο του ψαλμωδού: «Οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού ποίησιν δε χειρών αυτού αναγγέλλει το στερέωμα», (Ψαλμ.18,2). Αποκαλύπτεται, επίσης σε όσους με ευθύτητα και ειλικρίνεια αναζητούν την αλήθεια.        

Παρακάτω προσθέτει: «Μαγεύτηκα και με τα χρόνια ξεμαγεύτηκα. Όχι από τις ιδέες· αυτές συνεχίζουν να με συναρπάζουν, αλλά από την αλαζονική πίστη σε αυτές και τις εκκλησίες τους». Εδώ ως «εκκλησίες» χαρακτηρίζει προφανώς τα ιδεολογικά κλαμπ του «Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού», τα οποία, όπως γράφει στη συνέχεια, «αλλάζουν απλά ετικέτες»: «Γιατί το νόημα, υποθέτω, δεν βρίσκεται στο να περιφέρεις αδιάκοπα την αδιαλλαξία σου, αλλάζοντάς της απλώς ετικέτες: χθες φανατικός κομμουνιστής, σήμερα φανατικός νεοσυντηρητικός, αύριο ποιος ξέρει τι φανατικός»! Είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι ο «Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός» έχει εκφραστεί και εμφανιστεί μέχρι τώρα με πολλές ετικέτες, (Μαρξισμός, Ναζισμός, Μηδενισμός, Καπιταλισμός, Νεωτερικότητα, Φιλελευθερισμός, Νεοφιλελευθερισμός, Μετανεωτερικότητα, κλπ), πίσω από τις οποίες κρύβεται το ίδιο πρόσωπο, ο αλαζονικός και απάνθρωπος «ανθρωπισμός» του «Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού», ο οποίος συνιστά την κόλαση του σύγχρονου κόσμου.     

Στη συνέχεια εξομολογείται τα βαθύτερα βιώματα της ψυχής του και αποκαλύπτει τις τραγικές εμπειρίες που έζησε, περιπλανώμενος από σκοτάδι σε σκοτάδι και από πλάνη σε πλάνη, που ήταν εμπειρίες κολάσεως. Ήταν, όπως γράφει, μια συνεχής περιπλάνηση «από το ένα δωμάτιο της κόλασης στο άλλο». «Αρνούμενος να αποδεχθείς και να ανεχθείς ‘το Άλλο’, κουνώντας συνεχώς το δάχτυλο σε εκείνους που μπορεί να είναι σήμερα, αυτό που ήσουν εσύ χθες, ή που θα είσαι αύριο, είναι σαν να περιφέρεσαι αέναα από το ένα δωμάτιο της κόλασης στο άλλο, φρονώντας πως η κόλαση είναι αλλού, ενώ κατοικείς μέσα της· είναι μέσα σου». Πράγματι, τι νόημα έχει «να κουνάμε το δάχτυλο» στους άλλους, ελέγχοντάς τους, διότι ακολουθούν κάποια αθεϊστική ιδεολογική παράταξη, καθ’ όν χρόνον εμείς οι ίδιοι περιφερόμαστε «από το ένα δωμάτιο της κολάσεως στο άλλο», όταν, μ’ άλλα λόγια, βρισκόμαστε σε μια αξιοθρήνητη κατάσταση; Δεν είναι παραλογισμός να κρίνεις και να καταδικάζεις την κόλαση του άλλου, όταν εσύ βρίσκεσαι σε μια χειρότερη κόλαση; Ασφαλώς ναι! Τι χρειάζεται λοιπόν να γίνει στην προκειμένη περίπτωση; Αυτό που γράφει παρακάτω: «Το ζήτημα όμως είναι να επιστρέψεις από την κόλαση». Εκείνο που χρειάζεται είναι να λυτρωθούμε, πρώτα εμείς, από τα πάμπολλα «δωμάτια των κολάσεων» της αθεΐας, που έχουν διαφορετικές ετικέτες το καθ’ ένα από αυτά, για να μπορέσουμε στη συνέχεια να βοηθήσουμε και τον «άλλο», τον οποίο όχι μόνο δεν πρέπει να κρίνουμε, ούτε να ελέγχουμε, επειδή βρίσκεται σε κάποιο από αυτά τα «δωμάτια», αλλά μάλλον να τον συμπαθούμε και να πονούμε γι’ αυτόν και να κάνουμε, ό, τι μπορούμε, για να τον βγάλουμε από την κόλαση που βιώνει. Αυτή την σωτήρια «επιστροφή» προς τον Χριστό και την Εκκλησία Του ευχόμαστε από καρδίας στον, κατά τα άλλα, συμπαθέστατο και αξιαγάπητο αδελφό μας κ. Νίκο Μαραντζίδη.

Αξίζει να σημειωθεί ακόμα ο σεβασμός που δείχνει απέναντι στην πίστη του «άλλου». Ο «άλλος» δεν είναι απαξία, αλλά η εικόνα του Θεού και στο πρόσωπό του πρέπει να βλέπουμε τον ίδιο τον Χριστό: «Είδες τον άδελφόν σου; Είδες Κύριον τον Θεόν σου». Το κάθε ανθρώπινο πρόσωπο, όσο αμαρτωλό και εξαχρειωμένο και αν είναι, δεν παύει ποτέ να είναι εικόνα του Θεού. Ο συγγραφέας, χωρίς ίσως να το αντιλαμβάνεται, ανασύρει συνειδητά – ασυνείδητα από την ψυχή του κατάλοιπα της παιδικής του εμπειρίας, ξεθωριασμένες χριστιανικές αλήθειες, οι οποίες του υπενθυμίζουν ότι οι πραγματικοί πιστοί αποτελούν ξεχωριστές ανθρώπινες οντότητες στην κοινωνία, ότι είναι το «άλας της γης» και «πόλεις πάνω όρους κείμενες». Διαφοροποιείται, ο κ. Καθηγητής, με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο, από τους αθεϊστές όλων των χρωμάτων, οι οποίοι, στο διάβα της ιστορίας,  αιματοκύλισαν αμέτρητους πιστούς, θεωρώντας ως «έγκλημα κατά της προόδου και της κοινωνίας» την πίστη τους στο Θεό!

Στη συνέχεια αναφέρεται στα αισθήματα που νοιώθει για τους ανθρώπους που θρησκεύουν, κάτι πρωτόγνωρο για άθεο: «Αν και αντιμετωπίζω με επιφύλαξη και καχυποψία την πίστη, την κάθε μορφής πίστη, και την εκκλησία, την κάθε μορφής εκκλησία, οι πιστοί όλων των δογμάτων, και των μεταφυσικών και των κοσμικών, πολλές φορές συμβαίνει να με συγκινούν. Αισθάνομαι πως, από ψυχολογικής, κοινωνικής και ηθικής απόψεως, οι πιστοί αποτελούν το πιο αξιοπρόσεκτο διαχρονικά φαινόμενο στην ιστορία της ανθρωπότητας. Η αφοσίωσή τους με αγγίζει βαθιά. Η ικανότητά τους άλλοτε για το καλύτερο και άλλοτε, δυστυχώς, για το χειρότερο είναι κάτι οπωσδήποτε ασύνηθες. Όποιος έχει συναντήσει ιεραποστόλους στα πιο απίθανα και συχνά αβίωτα μέρη του κόσμου, μπορεί να το καταλάβει εύκολα. Όποιος έχει επισκεφθεί φυλακές, εξορίες ή τόπους εκτελέσεων κομμουνιστών, επίσης»! Εδώ δείχνει, ότι, επί του παρόντος τουλάχιστον, τηρεί μια επιφυλακτική στάση (σαν ένας ουδέτερος παρατηρητής), απέναντι σ’ όλες τις πίστεις «όλων των δογμάτων, και των μεταφυσικών και των κοσμικών». Παρ’ όλα αυτά «οι πιστοί όλων των δογμάτων», φαίνεται να τον συγκινούν, διότι θεωρεί ότι «αποτελούν το πιο αξιοπρόσεκτο διαχρονικά φαινόμενο στην ιστορία της ανθρωπότητας». Εκείνο δε που τον συγκινεί περισσότερο, είναι το έργο των ιεραποστόλων «στα πιο απίθανα και συχνά αβίωτα μέρη του κόσμου», εννοώντας προφανώς την αυτοθυσία τους και την αγάπη τους προς τον συνάνθρωπο. Πολύ θετικό αυτό.  Εκείνο που χρειάζεται τώρα, είναι να ψάξει να ανακαλύψει από που αντλούν αυτοί το θάρρος, την αυτοθυσία και την αγάπη για να μεταδώσουν το ευαγγέλιο  «στα πιο απίθανα και συχνά αβίωτα μέρη του κόσμου». Ασφαλώς, από τον πρώτο Ιεραπόστολο της σωτηρίας μας, το Χριστό! Τον συγκλονίζει επίσης η καρτερία και η υπομονή των χριστιανών στις «φυλακές, εξορίες ή τόπους εκτελέσεων κομμουνιστών». Τώρα χρειάζεται, να ψάξει να βρει, από που αντλούν αυτοί την καρτερία και την υπομονή, υποφέροντας στα φρικτά προαναφερόμενα μέρη.  Ασφαλώς από τον πρώτο Μάρτυρα της Πίστεώς μας, τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, ο οποίος υπέμεινε για χάρη της σωτηρίας μας, ύβρεις, κολαφισμούς, μαστιγώσεις και εμπτυσμούς και κύρια τον επονείδιστο σταυρικό θάνατο.  

Και καταλήγει με τα εξής αξιοπρόσεκτα: «Ποιος ξέρει. Είμαι άθεος, αλλά υπήρξα με τον τρόπο μου πιστός, και ίσως από μιαν άποψη να παραμένω. Συνεχίζουν να με συγκινούν οι άνθρωποι της πίστης και σέβομαι τα αισθήματά τους, ειδικά κάτι τέτοιες μέρες. Καλή Ανάσταση σε όλους τους χριστιανούς, εύχομαι, ιδιαίτερα σε αυτούς που την προσμένουν και τη χρειάζονται»! Δεν θα ήταν καθόλου υπερβολή, να χαρακτηρίσουμε τον Καθηγητή κ. Νίκο Μαραντζίδη, ως μια σπάνια εξαίρεση στην αθεϊστική αρθρογραφία και γραμματεία. Θα τολμούσαμε να πούμε, πως δεν είναι άθεος, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος αυτοπροσδιορίζεται έτσι, αλλά ένας άνθρωπος ο οποίος, για λόγους που δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε, σχοινοβατεί μεταξύ απιστίας και πίστης. Ένας άνθρωπος δεκτικός του προβληματισμού και του διαλόγου, ο οποίος ψάχνει να βρει την αλήθεια, παρά το γεγονός ότι φαίνεται να έχει αποβάλλει κάθε διάθεση επιβολής της «αλήθειας». Τη στιγμή που η συντριπτική πλειοψηφία των αθέων λοιδορεί την πίστη μας στο Πρόσωπο του Λυτρωτή μας Χριστού και σαρκάζει την λαμπροφόρο Ανάστασή Του, ο  Καθηγητής κ. Νίκος Μαραντζίδης εύχεται σε όλους «Καλή  Ανάσταση» και ιδιαίτερα σε όλους όσους την προσμένουμε και την χρειαζόμαστε! Με το χαρακτηρισμό «σε όλους», εύχεται προφανώς και στον εαυτό του «Καλή Ανάσταση», γιατί σίγουρα και γι’ αυτόν είναι χρήσιμη και την περιμένει, διότι δεν θα είχε κανένα νόημα, να δημοσιεύσει το άρθρο του την ημέρα του Πάσχα!

Κλείνοντας ευχόμαστε από καρδιάς τον καθηγητή κ. Νίκο Μαραντζίδη, να βρει την αλήθεια, που ψάχνει, η οποία δεν είναι άλλη από την ένσαρκη Αλήθεια, (με κεφαλαίο Α), το Χριστό. Οι οδυνηρές περιπλανήσεις του στις ποικίλες μορφές της αθεΐας, αποτελούν προφανώς, γι’ αυτόν, μια πολύτιμη εμπειρία, η οποία μπορεί να τον βοηθήσει να κάνει ένα βήμα πιο πέρα. Να αναζητήσει την Αλήθεια – Χριστό, μέσα από τους  αληθινούς προφήτες, που μιλούν γι’ Αυτόν, μέσα από τα βιβλικά κείμενα, που περιγράφουν το απολυτρωτικό Του έργο και την Ανάστασή Του, μέσα στην ιστορία και μέσα στην μία και μόνη αυθεντική Εκκλησία Του, την Ορθοδοξία. Δεν χρειάζεται να ψάξει πολύ, για να την βρει. Αρκεί να «επιστρέψει» στη μάνα που τον γέννησε πνευματικά, στην αγία Ορθόδοξη Εκκλησία, μέσα στην οποία βαπτίστηκε, όταν ήταν νήπιο.  Χριστός Ανέστη κ. Καθηγητά!  


Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών