ΤΡΙΛΟΓΙΑ (3): Ἡ κριτική ἔκδοση τῶν Ἀσκητικῶν Λόγων τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ. Κρίσεις καί σκέψεις ἐπί τῆς Εἰσαγωγῆς τοῦ βιβλίου

αἰδεσιμολ. πρεσβυτέρου Ἰωάννου Φωτοπούλου,
ἐφημερίου Ἱ.Ν. Ἁγίας Παρασκευῆς Ἀττικῆς.

3ο ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΤΡΙΛΟΓΙΑΣ :
"Ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ πίσω ἀπό τήν υἱοθέτηση αἱρετικῶν πλανῶν ἀπό τόν Μητροπολίτη Ἀλφέγιεφ γιά τό πρόσωπο τοῦ ἁγίου Ἰσαάκ τοῦ Σύρου καί ἡ ἀναίρεσή τους.

Ἡ κριτική ἔκδοση τῶν Ἀσκητικῶν Λόγων τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, τήν ὁποία ἐπιμελήθηκε ὁ Μάρκελλος Πιράρ καί ἐξέδωσε ἡ Ἱερά Μονή Ἱβήρων[1] ἀποτελεῖ μοναδικό ἐκδοτικό γεγονός γιά τά ἑλληνικά θεολογικά γράμματα.  Εἶναι πράγματι ἕνα πολύμοχθο ἔργο πού ἀπαίτησε πολλῶν ἐτῶν ἀδιάκοπη ἐργασία προκειμένου νά ἐπιλεγοῦν τά κατάλληλα χειρόγραφα καί νά ἀντιμετωπισθοῦν, ὅσο εἶναι δυνατόν, τά ποικίλα προβλήματα πού προκύπτουν ἀπό τή μελέτη τῶν ἔργων τοῦ Ἁγίου Ἰσαάκ. Ἦταν κάτι πού ἔλειπε ἀπό τή θεολογική ἐπιστήμη καί ἀπό μᾶς γιά νά ἀπολαμβάνουμε καλλίτερα τή ζωογόνο διδασκαλία τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ.

Μετά τόν Πρόλογο τοῦ Προηγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἱβήρων π. Βασιλείου καί τό σημείωμα τοῦ κριτικοῦ ἐκδότη κ. Μ. Πιράρ, άκολουθεῖ ἐκτενεστάτη ἐπιστημονική εἰσαγωγή 174 σελίδων. Ἕπεται ἡ ἔκδοση τοῦ κειμένου τῶν Λόγων τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ μέ κάτωθεν αὐτοῦ α) ἑλληνικό κριτικό ὑπόμνημα καί β) συρο-ἑλληνικό ὑπόμνημα. Στή συνέχεια ἀκολουθεῖ Παράρτημα μέ κείμενα τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ, τῶν ὁποίων τή γνησιότητα ἀρνεῖται ὁ κ. Πιράρ καί τό «Ἐπίγραμμα περί σιωπῆς καί ἡσυχίας». Τέλος ὑπάρχει πίνακας τῶν Ἔργων τοῦ Ἁγίου πού περιλαμβάνει τίς ἀρχικές λέξεις κάθε λόγου.

 

Βέβαια ὡς μή εἰδικός δέν εἶμαι σέ θέση νά κρίνω τή φιλολογική καί τήν ἐν γένει ἐπιστημονική ἐργασία τοῦ κ. Μ. Πιράρ.  Πιστεύω πάντως ὅτι μπορεῖ κάποιος προσεκτικός ἀναγνώστης νά ἐκφέρει κάποιες κρίσεις καί ὡς πρός τό πνεῦμα πού διακατέχει τήν ἐργασία αὐτή καί ὡς πρός τό ἐκδοθέν κείμενο. Γιά τό τελευταῖο βέβαια ἀπαιτεῖται λεπτομερής προσεκτική καί ἐνδελεχής μελέτη πού πρέπει νά περιλαμβάνει παράλληλη παρακολούθηση τοῦ κειμένου καί τοῦ κάτωθεν τοῦ κειμένου κριτικοῦ ὑπομνήματος.

Ἔχοντας ἀσχοληθεῖ ἀρκετά μέ τόν Ἅγιο Ἰσαάκ καί ἔχοντας συγγράψει ἕνα σχετικό βιβλίο[2]  διεξῆλθα τήν Εἰσαγωγή τοῦ ἐπιμελητοῦ τῆς ἐκδόσεως καί θά ἤθελα μόνο χάριν τῆς ἀληθείας καί τῆς ὀφειλομένης ἀγάπης καί τιμῆς πρός τόν πρύτανι τῆς ἡσυχίας Ἀββᾶ Ἰσαάκ νά  ἐκθέσω κάποιες σκέψεις μου. Ζητήματα τοῦ βιβλίου τοῦ κ. Πιράρ, στά ὁποῖα ἐπικεντρώνεται ἡ κριτική μου  εἶναι κυρίως:

Ι) Ἡ πνευματική καταγωγή τοῦ Ἁγίου ΙΙ)Ἡ σχέση τῶν ἔργων του μέ τά ἔργα τῶν ἄλλων σύρων συγγραφέων. ΙΙΙ) Ἡ γνησιότητα τῶν ἔργων τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ πού περιλαμβάνονται στήν ἑλληνική μετάφραση καί IV) ἡ γνησιότητα τῶν ἔργων τῆς λεγομένης Β΄Συλλογῆς τῶν ἔργων τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ.

Ι) Ἐμμέσως πλήν σαφῶς ὁ κ. Πιράρ παρουσιάζει τόν Ἅγιο Ἰσαάκ ὡς ἀνήκοντα στή λεγόμενη «’Εκκλησία τῆς Ἀνατολῆς» γράφοντας  ἤδη  στίς πρῶτες σελίδες τῆς Εἰσαγωγῆς(σ. 35) ὅτι «χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος Νινευῆς μεταξύ 676 (ἔτους συνελεύσεως τῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας Σελευκείας-Κτησιφῶντος) καί 680 (ἔτους ἐκδημίας τοῦ Καθολικοῦ μάρ Giwargis)» καί παραθέτοντας καί 2 βίους τοῦ Ἁγίου Ἰσαάκ πού ὅμως ἔγραψαν νεστοριανοί. Καί βέβαια ὁ Givargis, ὁ ὁποῖος φέρεται  ὡς  ὁ χειροτονήσας τόν Ἀββᾶ Ἰσαάκ, ἦταν πρόεδρος τῆς νεστοριανῆς «Ἐκκλησίας τῆς  Ἀνατολῆς». 

Ὡς ἐρευνητής ὁ κ. Πιράρ ἀρκεῖται στούς δύο προαναφερθέντες Βίους μή λαμβάνοντας ὑπ΄ὄψιν καί ἕναν ἄλλο Βίο τοῦ Ἁγίου πού γραμμένος στά ἀραβικά προτάσσεται τῆς ἀραβικῆς μεταφράσεως τῶν ἔργων τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ. Προκειται γιά τόν γνωστό σύντομο Βίο πού μεταφράστηκε στά λατινικά καί τόν ὁποῖο παρέφρασε ὁ Νικηφόρος Θεοτόκης καί προέταξε τῆς ἐκδόσεως τῶν Ἀσκητικῶν τοῦ ἁγίου Ἰσαάκ. Σ’αὐτόν τόν Βίο οὐδέν ἀναφέρεται περί τοῦ χειροτονήσαντος τόν Ἅγιο. Δεδομένου ὅτι καί ὁ Βίος αὐτός εἶναι γραμμένος τοὐλάχιστον τόν 10ο αἰῶνα, ὅπως καί οἱ ἄλλοι δύο Βίοι, ἔπρεπε νά ληφθεῖ ὑπ΄ὄψιν ἀπό τόν κ. Πιράρ. Ἔπρεπε ἐπίσης νά προβληματισθεῖ ἀπό τό γεγονός ὅτι στά λεγόμενα δίπτυχα τοῦ Caramlais, κατάλογο τῶν νεστοριανῶν ἐπισκόπων τῆς Νινευΐ, τό ὄνομα τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ, δέν ἀναφέρεται!   

 Μέ βάση τήν ἐσφαλμένη ἀντίληψη περί νεστοριανῆς καταγωγῆς τοῦ ἁγίου ἀνατρέπεται ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία ἀφοῦ  ὅλοι οἱ μετά τόν Ἀββᾶ Ἰσαάκ Πατέρες πού ἐκφράζουν τή συνείδηση τῆς Έκκλησίας τόν θεωροῦν Ἅγιο, διδάσκαλό τους καί ὁδηγό τους στήν ἐν Χριστῷ ζωή. Ἔτσι δεχόμενοι τήν ἄποψη ὅτι ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ ἀνήκει στή νεστοριανή «Ἐκκλησία τῆς Ἀνατολῆς» δεχόμαστε ταυτόχρονα ἕνα νεστοριανό ὡς διδάσκαλο τῶν Πατέρων καί ὅλης τῆς Ἐκκλησίας.

Κατά τή γνώμη μας ὑπάρχουν δύο Ἰσαάκ, ἕνας ἥσσονος σημασίας πού ἔχει γράψει ἔργα πού ἀπωλέσθησαν καί ὁ ἡμέτερος Ἀββᾶς Ἰσαάκ[3]. Μικρή ἀπόδειξη πλήν ἄλλων εἶναι καί ἡ μαρτυρία ἑνός νεστοριανοῦ τοῦ 13ου αἰῶνος, τοῦ Abdisho, ὁποῖος ἀσχολεῖται μέ τήν ἐργογραφία  νεστοριανῶν συγγραφέων καί γράφει ὅτι στόν Ἰσαάκ ἀνήκουν «ἑ π τ ά  τόμοι γιά τόν πνευματικό κανόνα κλπ.».  Ἄν ὁμιλεῖ γιά τόν ἀββᾶ Ἰσαάκ ποῦ βρίσκεται ἡ ἑπταμερής διάκριση τῶν ἔργων του, ἡ ὁποία σωζόταν τόν 13ο αἰῶνα; Ἀσφαλῶς πρόκειται γιά ἄλλον συγγραφέα. 

ΙΙ) Παρακατιών (σ. 38-40) ὁ ἐπιμελητής τῆς κριτικῆς ἐκδόσεως  ἐντάσσει τό ἔργο τοῦ Ἁγίου Ἰσαάκ «στή μακρά καί πλούσια συρόφωνη πνευματική παράδοση» στήν ὁποία περιλαμβάνει μαζί μέ τόν ἅγιο Ἐφραίμ  τόν Ναρσῆ,  τόν Dadiso,  τόν Συμεών τῆς Χάριτος, τόν Ἰωσήφ Hazzaya τόν Ἰωάννη τοῦ Dalyatha κλπ, ὅλους νεστοριανούς. Ἐδῶ τίθεται τό ζήτημα τί ἐννοοῦμε ὡς «πνευματική παράδοση». Ἄν ἐννοοῦμε ὡς τέτοια τά παράγωγα τοῦ «πνεύματος», τή συγγραφή δηλαδή ἔργων ἀπό ἀνθρώπους τοῦ «πνεύματος» πού κινοῦνται στά πλαίσια  μιᾶς πολιτιστικῆς συνέχειας, τότε μιά κοινή γλῶσσα καί μιά παραπλήσια ὁρολογία συνδέει τά ἔργα τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ μέ τά ἔργα τῶν προαναφερθέντων νεστοριανῶν.

Ἀλλιῶς ὅμως ἔχουν τά πράγματα ἄν  ὡς «πνευματική παράδοση», ἐννοοῦμε τήν ἐν ἁγίῳ Πνεύματι συγγραφή κειμένων πού εἶναι ἀπόσταγμα τῆς θεοποιοῦ μεθέξεώς τους καί συνιστοῦν πυξίδα πρός καθοδήγηση καί ὠφέλεια τῶν πιστῶν, ἀλλά καί πρός ἐπιστροφή τῶν ἀπίστων καί ἀβαπτίστων στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Τότε ἡ ἀνάμιξη καί τοποθέτηση τόσο τῶν ἔργων τοῦ Ἁγίου Ἰσαάκ ὅσο καί τῶν ἔργων τῶν νεστοριανῶν συγγραφέων ὑπό τήν ἐτικέττα «συρόφωνη πνευματική παράδοση» καί ἡ συνεκτίμησή τους ὡς ὀρθοδόξων κειμένων εἶναι ἐσφαλμένη καί πρόξενος πολλαπλῆς συγχύσεως σέ θεολόγους, κληρικούς καί πιστούς.

ΙΙΙ) Ἀκολουθώντας ὁ κ. Πιράρ τίς ἀπόψεις τῶν συρολόγων ἀφαιρεῖ 5 κείμενα  τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ ἀπό τό Corpus τῶν ἔργων του, τούς Λόγους Β΄,Ζ΄, ΜΓ΄καί Π΄ καί τήν 4η Ἐπιστολή του.  Ἀποδίδει τούς Β΄,ΜΓ΄ καί Π΄Λόγους στόν νεστοριανό Ἰωάννη τοῦ Dalyatha καί τόν Ζ΄Λόγο, πού εἶναι σύνολο γλυκυτάτων παραινέσεων πρός μοναχούς ἀλλά κατ΄ἐπέκταση καί πρός κάθε χριστιανό, θεωρεῖ ὅτι «ἀποτελεῖ οὐσιαστικά μοναχικό τυπικό» (σ.65).  Ὅσον ἀφορᾶ στήν 4η Ἐπιστολή τήν ἀποδίδει στόν μονοφυσίτη Φιλόξενο.  Ἄς δοῦμε ἀναλυτικότερα τήν τεκμηρίωση τῶν ἀπόψεων τοῦ κ. Μ.Π.

α) Ὁ κ. Πιράρ,  ἀποδίδει τούς Λόγους Β΄, ΜΓ΄καί Π΄ στόν νεστοριανό Ἰωάννη τοῦ Dalyatha  διότι, ὅπως γράφει «τό πλησιέστερο τοπικά καί χρονικά χειρόγραφο πρός ἐκεῖνο πού χρησιμοποιήθηκε ὡς βάσι γιά τήν ἑλληνική μετάφρασι, δηλαδή τό συρο-μελχιτικό Sin. syr. 24 (τέλος 8ου αἰ) περικλείει τούς τρεῖς λόγους τοῦ Ἰωάννου [ἐνν. τοῦ Dalyatha]   ἐντός τοῦ corpus  καί τούς ἀποδίδει σέ «ἅγιον ἒγκαταβιοῦντα εἰς ὄρος»( σ. 63). Διερωτῶμαι, ἀφοῦ τό παλαιό αὐτό χειρόγραφο φέρει τά ἐν λόγῳ κείμενα ἀνωνύμως- γιατί βέβαια δέν εἶναι ὄνομα ὁ «ἅγιος ὁ ἐγκαταβιών ἐν τῷ ὄρει» - γιατί θά πρέπει νά ἀποδοθοῦν τά κείμενα αὐτά στόν νεστοριανό συγγραφέα ἐπί τῇ βάσει μεταγενεστέρων χειρογράφων; Γιά τόν λόγο αὐτό δέν πείθομαι, ὅπως καί κάθε ἄλλος ἁπλός ἀναγνώστης γιά τήν ἀπόδοση τῆς πατρότητας τῶν τριῶν αὐτῶν Λόγων στό νεστοριανό Ἰωάννη.   

Θά ἤθελα ἐδῶ νά ἐπισημάνω ὅτι μέχρι πρό τινος ὅλοι οἱ εἰδικοί συρολόγοι θεωροῦσαν μετά πλήρους βεβαιότητος καί τόν Ζ΄Λόγο τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ ἔργο τοῦ Ἰωάννου τοῦ Dalyatha[4].  Ἄν καί κάποιοι ἐρευνητές ἔκαναν παρατηρήσεις πού συνηγοροῦσαν κατά τῆς ἀποδόσεως τοῦ Λόγου αὐτοῦ στόν Ἰωάννη τοῦ Dalyatha, ὁ ἐπιμελητής τῆς ἐκδόσεως τῶν ἐπιστολῶν αὐτοῦ τοῦ νεστοριανοῦ Beulay ἐπέμενε στήν ἄποψη ὅτι ὁ καθ’ ἡμᾶς Ζ΄Λόγος τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ εἶναι ἡ 18η ἐπιστολή τοῦ Ἰωάννου Dalyatha[5].  Τελικῶς ὁ κ. Πιράρ ἀκολουθώντας ἄλλον ἐρευνητή πού ἀμφισβητοῦσε τήν πατρότητα τῆς ἐπιστολῆς κατέληξε στό συμπέρασμα ὅτι ὁ Ζ΄Λόγος «ἀποτελεῖ  ο ὐ σ ι α σ τ ι κ ά  μοναχικό τυπικό».  Δηλαδή ὁ ἐπιμελητής τῆς κριτικῆς ἐκδόσεως καταλήγει σέ κάποιο ἀτομικό συμπέρασμα μελετώντας τό οὐσιαστικό περιεχόμενο τοῦ κειμένου καί ἀφηνοντας κατά μέρος τή χειρόγραφη παράδοση, ἡ ὁποία κατά τούς ἐπιστήμονες κατοχυρώνει τήν τυπική πατρότητα τῶν κειμένων. Πάντως γιά μένα ἀποτελεῖ  ο ὐ σ ι α σ τ ι κ ή   πρόοδο τῆς ἐπιστήμης ἡ ἀφαίρεση τοῦ κειμένου αὐτή ἀπό τη νεστοριανή γραφίδα τοῦ Ἰωάννου Dalyatha!

           β) Πλήν τῆς ἀνωτέρω ἐπεμβάσεως στό συνολικό συγγραφικό ἔργο τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ οἱ συρολόγοι καί ἀνάμεσά τους ὁ κ. Πιράρ ἀφαιροῦν τήν ὑπέροχη Δ΄ἐπιστολή ἀπό τήν γραφίδα τοῦ Ἁγίου, γιατί, ὅπως γράφει ὁ ἐπιμελητής τῶν Ἀσκητικῶν Λογων Μ.Π., «ἡ δέ 4η ἐπιστολή μέ τήν ὁποία κλείνει τό corpus isaacus στούς ἑλληνικούς κώδικες καί στήν ἔκδοση τοῦ Θεοτόκη, ἐνῷ ἕπεται τοῦ corpus σέ ὅλους τούς συριακούς κώδικες, εἶναι ἔργο τοῦ μονοφυσίτη Φιλοξένου (δική μας ἡ ὑπογράμμιση αὐτή καθώς  καί οἱ ἑπόμενες) ἐπισκόπου Μαββούγης πού ἔζησε τόν 5ο/6ο αἰῶνα» (σ. 63).

Κατ΄ἀρχάς τό γεγονός ὅτι καί στούς ἑλληνικούς καί τούς συριακούς κώδικες τοῦ corpus τῶν ἔργων τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ ἡ 4η ἐπιστολή   ἕ π ε τ α ι - βλέπουμε στό ἐκδεδομένο ἀπό τόν Νικηφόρο Θεοτόκη corpus τῶν Ἀσκητικῶν, ὅτι εἶναι τό τελευταῖο κείμενο - ἔπρεπε τοὐλάχιστον νά προβληματίσει τόν κ. Μ.Π. περί τῆς ἀποδόσεώς της στόν Ἀββᾶ Ἰσαάκ. Πάντως στό βιβλίο μας γιά τόν Ἀββᾶ Ἰσαάκ ἀναφέρουμε περίπτωση ἀποδόσεως ἀπό τή χειρόγραφη παράδοση στόν Φιλόξενο καί ἑνός σημαντικοῦ ἔργου τοῦ νεστοριανοῦ Ἰωσήφ Hazzaya, τό ὁποῖο τελικά οἱ ἐρευνητές, ἀφήνοντας κατά μέρος τή χειρόγραφη παράδοση τό ἀπέδωσαν στόν ἀληθινό συγγραφέα του[6]. Φαίνεται ὅτι οἱ ἐρευνητές δέν τό ἔχουν πάρει ἀκόμα ἀπόφαση νά δώσουν καί στόν ἅγιο Ἰσαάκ ὅ, τι τοῦ ἀνήκει.  

Ὁ ἐπιμελητής τῆς ἐκδόσεως γιά νά στηρίξει τήν ἀπόδοση τῆς 4ης  Ἐπιστολῆς στόν μονοφυσίτη Φιλόξενο ἐπικαλεῖται δύο συριακά χειρόγραφα πού ἀποδίδουν   τήν ἐν λόγῳ Ἐπιστολή στόν Φιλόξενο τόν Vat syr 125 καί τόν Sin syr 24. Μετά ἀπό προσεκτική καί ἐπίμονη μελέτη τῶν σσ. 63-65, ὅπου γίνεται λόγος γιά τά χειρόγραφα αὐτά, διακρίνω μία σύγχυση στίς ἐκτιμήσεις τοῦ κ. Πιράρ. Ἐμπιστεύεται τόν πρῶτο κώδικα       (τόν Vat syr 125) ἐνῷ ἀναγνωρίζει ὅτι «ὑπέστη ἐπεξεργασίες» ὅτι ὑπάρχουν «ἀποσιωπητικά, χωρία συντετμημένα  ἤ ἐξοβελισθέντα, καί ἄλλα πού προστίθενται, καθώς καί ἡ προσθήκη τοῦ ὀνόματος τοῦ Ὤριγένη στόν κατάλογο τῶν αἱρετικῶν».   Γράφει κατόπιν ὅτι στούς δύο προαναφερθέντες κώδικες «ἡ ἐπιστολή ἀπευθύνεται ἀπό τόν <ἅγιο mar Aksenaya [ δηλ. τόν Φιλόξενο] στόν ἅγιο Patriq…» καί ὅτι «ὁ Sin. syr 24 δηλώνει  ὅτι πρόκειται γιά κείμενο πού τιτλοφορεῖται <Ἐκ νέου  ἐνώπιον ἐρωτήματος τεθέντος ἐν ἐπιστολῇ πρός τόν Mar Sem ΄on ὑπό ἐγκλείστου τινός...> καί ὁ κ. Πιράρ προσθέτει ὅτι «τό ὄνομα τοῦ Mar Sem’ on  ἐπαναλαμβάνεται στό τέλος τῆς Έπιστολῆς : «τέλος ἔργου τοῦ mar Sem’on»(σ. 64). Ὡς ἐδῶ δέν μπορῶ νά καταλάβω ποιός εἶναι κατά τόν κ. Πιράρ ὁ συγγραφέας τῆς Ἐπιστολῆς, τήν ὁποία ἡ ἑλληνική χειρόγραφη παράδοση δἐχεται ὡς ἐπιστολή τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ. Εἶναι ὁ Φιλόξενος ἤ ὁ Mar Sem’on ;

Ἡ σύγχυση ἐπιτείνεται ἀπό τή συνέχεια τῶν λόγων τοῦ κ. Πιράρ. Γράφει : «Ὅσο γιά τόν κώδικα Vat syr 125 εἶναι σαφές ὅτι χείρ μεταγενεστέρα ἀπέξεσε τό ὄνομα τοῦ συγγραφέα τῆς ἐπιστολῆς καί το ἀντικατέστησε μέ ἐκεῖνο τοῦ Φιλοξένου· ἀπέξεσε ἐπίσης τό ὄνομα τοῦ παραλήπτη γιά νά προσθέσει < Patriq τῆς Urha> . Τό ἴδιο ἰσχύει γιά τό τέλος ὅπου τό ὄνομα τοῦ συγγραφέα ἀπεξέσθη καί ἀντικαταστάθη ἀπό ἐκεῖνο τοῦ Φιλοξένου.  Ἡ μεγάλη συγγένεια μεταξύ τῶν δύο χειρογράφων μᾶς ἐπιτρέπει νά ὑποθέσωμε ὅτι τό ὄνομα πού δύο φορές ἀπαλείφεται στόν Vat syr 125 ἦταν ἐκεῖνο τοῦ ­mar Sem’on. Δικαίως ὁ Gregory Kesel ὑποστηρίζει ὅτι ἡ μνεία τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ στόν Sin syr 24  <μᾶς παρέχει στέρεα τεκμήρια πού συνηγοροῦν ὑπέρ τῆς ὑποθέσεως ὅτι οἱ μεταφραστές τοῦ corpus  τοῦ ἀββᾶ Ἰσαάκ στά ἑλληνικά ...ἐπέλεξαν νά μετατρέψουν τόν Συμεών ἀπό συγγραφέα σέ παραλήπτη τῆς Ἐπιστολῆς>»(σ. 65).    

       Πράγματι δέν μπόρεσα νά ἀντιληφθῶ - ὅπως καί ἄλλοι δύο προσεκτικοί ἀναγνῶστες, στούς ὁποίους ἔδωσα τό κείμενο τῶν σελ. 63-65 - ποιός εἶναι ὁ συγγραφέας τῆς 4ης ἐπιστολῆς κατά τόν κ. Μ.Π. Ὁ mar Aksenaya (δηλ. ὁ Φιλόξενος), ὅπως γράφει στή σελ. 64  ἤ  κάποιος ἄγνωστος mar Sem’ on ὅπως γράφει στή σ. 65;  Ἀφοῦ «ἀπεξέσθη» τό ὄνομα τοῦ πραγματικοῦ συγγραφἐα καί ἀντικατεστάθη ἀπό ἐκεῖνο τοῦ Φιλοξένου, πῶς εἶναι δυνατόν νά  ἀνήκει στόν τελευταῖο ἡ ἐπιστολή αὐτή; Ἐν τέλει μόνο ὁ ἅγιος Ἰσαάκ φαίνεται πώς δέν ἔχει δικαίωμα στήν Ἐπιστολή του!  

Τελειώνοντας τήν τρίτη (ΙΙΙ) ἑνότητα τῆς κριτικῆς μου πρέπει νά πῶ ὅτι τά 5 αὐτά κείμενα, «ἐξορίσθηκαν» ἐκ μέρους τοῦ κ. Μ.Π. ἀπό τό ἑνιαῖο σύνολο (corpus) τῶν ἔργων τοῦ Ἁγίου καί τοποθετήθηκαν ὡς ἔργα ἀλλότρια σέ εἰδικό Παράρτημα, ἴσως ἀναμένοντας τήν ἀποκατάστασή τους.

IV) Πλήν τῶν ἀνωτέρω ὁ κ. Μ.Π.  ἐμμέσως-μιᾶς καί τά κείμενα αὐτά δέν ἅπτονται τῆς συγκεκριμένης ἐργασίας του- πλήν σαφῶς ἀποδέχεται ἀναντίρρητα τή γνησιότητα τῆς λεγομένης Β’ Συλλογῆς (Second Part) τῶν ἔργων τοῦ Ἰσαάκ τῆς Νινευΐ (σ. 66, ὑποσ.2).  Πρόκειται γιά 41 Λόγους πού ἀνακάλυψε ὁ ἄγγλος συρολόγος S. Brock to 1983  σέ βιβλιοθήκη τῆς Ὀξφόρδης ὑπό τό ὄνομα τοῦ Ἰσαάκ τῆς Νινευΐ, τά ὁποία μεταφράστηκαν στά ἑλληνικά καί ἐκδόθηκαν ἀπό τήνἹ. Μονή Προφήτου Ἠλία Θήρας. Ὅπως δείξαμε στό βιβλίο μας, τό περιεχόμενο τῶν Λόγων αὐτῶν δέν ἔχει καμμία σχέση μέ τό περιεχόμενο τῶν γνωστῶν σέ μᾶς γνησίων ἔργων τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ. Κι αὐτό διότι α) ἔχουν ἔντονη τήν ὀσμή τῶν νεστοριανῶν δογμάτων β) εἶναι διάχυτη σ’αὐτά ἡ κακοδοξία περί ἀποκαταστάσεως τῶν πάντων γ) ὑπάρχει μιά τριαδολογική σύγχυση μέσα στά κείμενα αὐτά καί δ) πολλά ἀπό τά γραφόμενα εἶναι ἀσυνάρτητα καί ἀντιφατικά[7].

Γιά τήν κάθε μία ἀπό τίς ἐκτροπές ἀπό τήν ὀρθόδοξη πίστη πού ἐντοπίσαμε στά κείμενα τῆς Β΄Συλλογῆς τῶν μή γνησίων κατά τήν ἐκτίμησή μας λόγων,  παρουσιάζουμε καί ἕνα παράδειγμα ἐκ τοῦ βιβλίου μας.

α) Νεστοριανισμός : «Δέν διστάζουμε νά ἀποκαλοῦμε τήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Κυρίου μας - καί εἶναι ὄντως ἀληθινός ἄνθρωπος - «Θεό» καί «Δημιουργό» καί «Κύριο»...Εἶπε ἀκόμα καί στούς Ἀγγέλους νά τόν λατρεύουν...Παραχώρησε σ’Αὐτόν νά λατρεύεται ἀδιάκριτα μαζί μέ Ἐκεῖνον, μέ μιά ἑνιαία πράξη λατρείας γιά τόν Ἄνθρωπο πού ἔγινε Κύριος καί γιά τήν Θεότητα ἐξ ἴσου, ἐνῷ οἱ δύο φύσεις διατηροῦν τά ἰδιώματά τους, χωρίς νά ὑπάρχει καμμιά διαφορά στήν τιμή πού τούς ἀποδίδεται»[8]      

Βλέπουμε στό παραπάνω ἀπόσπασμα δύο χωριστά πρόσωπα «Ἐκεῖνον» καί «Αὐτόν» τόν «Ἄνθρωπο» καί τήν Θεότητα». Φανερή νεστοριανή πλάνη.

β) Ἀποκατάσταση τῶν πάντων-Ὠριγενισμός : «Εἶναι ξεκάθαρο πώς ὁ Θεός δέν ἐγκαταλείπει τούς πεπτωκότες, καί πώς δέν θά ἀφήσει τούς δαίμονες νά παραμείνουν στή δαιμονική τους κατάσταση, οὔτε τούς ἁμαρτωλούς στίς ἁμαρτίες τους.  Ἀντιθέτως θά τούς ὁδηγήσει...σ’αὐτή τήν κατάσταση τῆς τέλειας ἀγάπης...τήν ὁποία κατέχουν ἤδη οἱ ἅγιοι ἄγγελοι...Ἴσως νά φθάσουν σέ μιά τελειότητα ἀκόμη μεγαλύτερη καί ἀπό αὐτήν τῆς παρούσας ὕπαρξης τῶν ἀγγέλων»[9].

Ὄχι μόνο οἱ κολασμένοι ἄνθρωποι ἀλλά καί οἱ δαίμονες θά ἀποκατασταθοῦν καί θά γίνουν τελειότεροι καί ἀπό τούς ἀγγέλους! Φαίνεται ὅτι ὁ συγγραφέας τοῦ Second Part ξεπέρασε καί τόν Ὠριγένη.

γ) Τριαδολογική  σύγχυση : «Δοξάζω τήν ἁγία Φύση σου Κύριε. Γιατί κατέστησες τήν  φύση μου...τόπο κατοικίας Σου καί ἅγιο Ναό τῆς Θεότητάς Σου. Ναό γιά Ἐκεῖνον πού κρατᾶ τό σκῆπτρο τῆς Βασιλείας Σου...τόν Ἰησοῦ Χριστό, τόν Μονογενῆ τοῦ κόλπου Σου»[10]

Μελετώντας προσεκτικά τό ἀνωτέρω ἀπόσπασμα ἀδυνατεῖ κάποιος νά καταλάβει σέ Ποιόν ἀπευθύνεται ἡ προσευχή αὐτή. Στόν Υἱό; στόν Πατέρα; στήν Τριαδική Θεότητα; Ἡ σύγχυση ἐδῶ εἶναι ὁλοφάνερη.

δ) Ἀσυνάρτητα κεφάλαια : (Ἀπό τά «Γνωστικά κεφάλαια») : «Δές τό φῶς, τό ὁποῖο ἀφοῦ πρῶτα μέ τήν ἁρμονική του καθαρότητα καί τό κάλλος του ἔθεσε σέ κίνηση τά πρῶτα τάγματα, καί δοξολογεῖται ἀπό τά πρῶτα γεννήματά του, τό ἴδιο αὐτό φῶς σκοτίσθηκε καί στερήθηκε τή φωτεινότητά του, ὅταν ἔφθασε στούς δεύτερους ἀδελφούς, μέ τίς πολυάριθμες ἐπιμέρους διαιρέσεις τους, συνεχίζοντας νά δοξολογεῖται ἀπό τήν πρώτη θεωρία.  Αὐτό τό ἴδιο φῶς θά γίνει στό τέρμα τῆς πορείας τοῦ κόσμου τούτου, τό ἔνδυμα Ἐκείνου, πού εἶναι σκοπός τῆς ὅλης κτίσης»[11].

Μελετώντας προσεκτικά ὅλο τό ἀνωτέρω ἀπόσπασμα δέν μπορεῖ κανείς νά ἀνακαλύψει ποιό εἶναι τό «φῶς», γιά τό ὁποῖο μιλάει ὁ συγγραφέας.  Δέν μπορεῖ νά εἶναι οὔτε ὁ Θεός, ἀφοῦ πιό κάτω λέει ὅτι «τό ἴδιο αὐτό φῶς σκοτίσθηκε», οὔτε ὁ Ἑωσφόρος, ἀφοῦ «συνεχίζει νά δοξολογεῖται» καί ἀφοῦ θά γίνει «τό ἔνδυμα Ἐκείνου». 

Ἀπό αὐτό καί ἀπό πολλά ἄλλα κεφάλαια μπορεῖ νά συμπεράνει κάποιος ἤ ὅτι ὁ συγγραφέας τῆς Β΄ Συλλογῆς βρίσκεται ἐν πλήρει νοητικῇ καί θεολογικῇ συγχύσει ἤ ὅτι οἱ ἐρευνητές-μεταφραστές σέ χιλιετῆ ἀπόσταση ἀπό το χρόνο συγγραφῆς τῶν κειμένων αὐτῶν δέν καταλαβαίνουν καθόλου τό νόημα τῶν γραφομένων.  Στή δεύτερη περίπτωση τίθενται ὑπό ἀμφισβήτηση πολλές ἀπό τίς κρίσεις καί παρατηρήσεις τῶν εἰδικῶν συρολόγων σχετικά μέ τήν ἔρευνα τῶν συριακῶν χειρογράφων καί θά ἔπρεπε νά ζητηθοῦν περισσότερες ἀποδείξεις, ἐξηγήσεις καί διασαφήσεις γιά τά ὡς τώρα συμπεράσματά τους, τά ὁποῖα οἱ ἐν λόγῳ ἐπιστήμονες διά τῆς αὐθεντίας τους ἐπιβάλλουν σέ ὁλόκληρη τή θεολογική ἐπιστήμη.

Στή συνάφεια αὐτή θά ἤθελα νά πῶ ὅτι θεωρῶ ὡς ἀδυναμία τῆς εἰσαγωγῆς τοῦ βιβλίου τό γεγονός ὅτι σ’αὐτήν, ἐνῷ ὑπάρχει πληθώρα βιβλιογραφίας καί κατατοπιστικῶν ὑποσημειώσεων δέν παρατίθενται  ἀντίθετες γνῶμες ὄχι ὡς πρός τά ἀνωτέρω θιγέντα ζητήματα, ἀλλά καί γενικότερα. Νομίζω δέ ὅτι ἡ ἐπιστημονική, μέ ἐπιχειρήματα ἀντιπαράθεση φωτίζει πολλά ζητήματα καί προάγει τἠν ἐπιστήμη.

Καί μιά τελευταία παρατήρηση γιά τή θεολογική ἐπιστήμη.  Στή δική μας ὀρθόδοξη θεολογική ἐπιστήμη ὑπάρχει κάποια εἰδοποιός διαφορά ἀπό τή δυτική θεολογική ἐπιστήμη ὡς πρός τή μέθοδο πού ἀκολουθεῖ; Ὁ ὀρθόδοξος θεολόγος ἐρευνητής ἔχει κάποια βάση πλήν τοῦ ὀρθοῦ λόγου;  Τό ἐρώτημα ἠχεῖ ὡς ρητορικό, ἀλλά πρέπει σήμερα ἴσως  καί τά αὐτονόητα νά ἐπισημαίνονται εἰδικά ὅταν διαβάζεις ἀπό διασήμους ὀρθοδόξους θεολόγους ὅτι ὁρισμένα χωρία τῆς Κ.Δ. π.χ. τά ἀναφερόμενα στήν αἰωνιότητα τῆς κολάσεως «ἀποδίδονται στόν Ἰησοῦ».  Γι’αὐτό ἡ αὐθεντία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἡ διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων καί ἡ καθόλου Παράδοσις καί συνείδησις τῆς Ἐκκλησίας νομίζουμε πρέπει νά τίθεται ὡς θεμέλιο ἄσειστο στή συνείδηση τοῦ ὀρθοδόξου θεολόγου, ὥστε τά θεολογικά του συμπεράσματα, νά μήν ἐκτρέπονται σέ δῆθεν ἀνεξάρτητα προϊόντα ἐπιστημονικῆς ἔρευνας καί στήν πραγματικότητα σέ ἀντορθόδοξες τοποθετήσεις.



[1] ΑΒΒΑ ΙΣΑΑΚ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ, Λόγοι Ἀσκητικοί, κριτική ἔκδοσι, Μάρκελλος Πιράρ, Ἱερά μονή Ἱβήρων ἍγιονὌρος 2012

[2] Ἀββᾶς Ἰσαάκ ὁ Σῦρος, ὁ ἀδικημένος Ἅγιος, ’Εκδόσεις «ΤΗΝΟΣ», Ἀθῆναι 2010

[3] Ὁ Μητροπολίτης Περγάμου Ἰωάννης γράφει ὅτι οἱ περί ἀποκαταστάσεως τῶν πάντων ἀπόψεις πού ὑπάρχουν στή λεγομένη Β΄Συλλογή τῶν Λόγων «τοῦ Ἰσαάκ τῆς Νινευΐ» καί ἐξεδόθησαν άπό τόν S. Brock. «δέν  ἀπαντοῦν στήν ἔκδοση τῶν Ἀσκητικῶν τοῦ Ἰσαάκ ἀπό τόν Νικηφόρο Θεοτόκη» ὁ ὁποῖος «τοποθετεῖ τόν Ἰσαάκ στόν 6ο μ.Χ. αἰώνα δίνοντας ἔτσι λαβή γιά τή διάκριση μεταξύ τοῦ Ἰσαάκ τοῦ 7ου αἰώνα(ὁ ὁποῖος...φαίνεται ὅτι ἀνῆκε στούς Νεστοριανούς τῆς περιοχῆς τοῦ Περσικοῦ κόλπου) καί τοῦ γνωστοῦ σέ Ὀρθοδόξους Πατέρες (Πέτρο Δαμασκηνό, Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, Γρηγόριο Σιναΐτη κ. ἄ.) ὅσιο Ἰσαάκ τόν Σύρο ἤ Ἰσαάκ τῆς Νινευΐ»( ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΖΗΖΙΟΥΛΑ, Ἐσχατολογία καί ὕπαρξη ἐν περιοδικό ΣΥΝΑΞΗ τευχ. 121 Ἰαν-Μαρτ. 2012 σ. 59). Ἐπίσης  ὁ καθ. Β. Γιαννόπουλος ἐνῷ θεωρεῖ νεστοριανό τόν ἀββᾶ Ἰσαάκ δέχεται τήν πιθανότητα ὑπάρξεως δύο Ἰσαάκ : «Ὁ Ἰσαάκ τό πιθανότερο εἶναι ὅτι ἔζησε στά τέλη τοῦ Ε΄ καί τό πρῶτο μισό τοῦ Στ΄ αἰώνα.  Ἄν ὑπῆρξε καί Ἰσαάκ ὁ Νινευΐτης τοῦ β μισοῦ τοῦ Ζ΄αἰώνα, τότε θά πρέπει νά μιλᾶμε γιά δύο Ἰσαάκ»(ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ  Ἰσαάκ ὁ Σῦρος καί ἡ τελειότητα τῶν τελείων ἐν  Ἐπιστημονική Ἐπετηρίς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς, τόμος ΜΔ΄ Ἀθῆναι 2009 σ. 148).  Τέλος, ὅπως μοῦ μετέφεραν, πιστεύω κατ΄ἀκρίβειαν, ὁ συρολόγος Seb. Brock σέ κατ΄ἰδίαν συζήτηση μετά τήν ὁμιλία του γιά τούς ἀνατολικοσύρους συγγραφεῖς πού ἔκαμε κατόπιν προσκλήσεως τοῦ ἱδρύματος «Ἄρτος Ζωῆς» ὁμολόγησε ὅτι τό ζήτημα περί ὑπάρξεως δύο Ἰσαάκ παραμένει ἀνοικτό.

[4] Ἐνδεικτικά A.J. WENSINCK, Mystic Treatises by Isaac of Nineveh, Introduction xiv/ BEULAY, OCD, R. Collection des letters de Jean de Dalyatha, 1978, σ. 41-42 /  ΙΛΑΡΙΩΝ ΑΛΦΕΓΙΕΦ, Ὁ πνευματικός του κόσμος σ. 41

[5] Ἰδε καί Πρωτ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΥ, ἀββᾶς Ἰσαάκ ὁ ἀδικημένος ἅγιος σ. 112  καί MARY HANSBURY, The letters of John Dalyatha, Gorgias press 2006 σ. 88 ὑποσημ. 1.   

[6]ΙΩΑΝΝΟΥ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΥ μνημ. ἔργ. σ. 98-99

[7] Ὅλο τό ζητήματα τῶν κειμένων τῆς λεγομένης Β΄Συλλογῆς (Second Part) πραγματευόμαστε στό βιβλίο μας ΑΒΒΑΣ ΙΣΑΑΚ...στίς σσ. 117-217.

[9] Ὡς ἄνω σ. 158

[10] Ὡς ἄνω σ. 193

[11] Ὡς ἄνω σ. 210