Ἐπιστροφή ἀπό τήν ἄλλη ζωή – Μαρτυρία.
Διηγεῖται ἡ Οὐστγιούζινα Κλαύδιγια Νικίτισνα.
"Ἤμουν ἄθεη καί ἔβριζα πολύ καί φοβερά τό Θεό. Ζοῦσα μέσα στή ντροπή καί τήν πορνεία καί ἤμουν νεκρή στή γῆ. Ὅμως ὁ ἐλεήμων Θεός δέν ἄφησε νά χαθῶ, ἀλλά μέ ὁδήγησε στή μετάνοια. Στά 1961 ἀρρώστησα ἀπό καρκίνο καί ἤμουν ἄρρωστη τρία χρόνια. Δέν ἔμενα ξαπλωμένη, παρά ἐργαζόμουνα καί ἔκανα θεραπεία σέ γιατρούς, ἐλπίζοντας νά βρῶ θεραπεία. Τούς τελευταίους ἕξη μῆνες εἶχα τελείως ἀδυνατίσει, τόσο πού οὔτε νερό δέν μποροῦσα νά πιῶ. Μόλις τό ἔπινα, ἀμέσως τό ἔκανα ἐμετό. Τότε μέ πῆγαν στό νοσοκομεῖο καί ἐπειδή ἤμουν πολύ ἐνεργητική κάλεσαν ἕνα καθηγητή ἀπό τή Μόσχα καί ἀποφάσισαν νά μέ χειρουργήσουν.
Μόλις μου ἄνοιξαν τήν κοιλιά, ἀμέσως πέθανα. Ἡ ψυχή μου βγῆκε ἀπό τό σῶμα καί στέκονταν ἀνάμεσα σέ δύο γιατρούς καί ἐγώ μέ μεγάλο φόβο καί τρόμο κοίταζα τήν ἀρρώστια μου. Ὁλόκληρο τό στομάχι μου καί τά ἔντερά μου ἦταν προσβεβλημένα ἀπό καρκίνο. Στεκόμουνα καί σκεπτόμουνα γιατί εἴμαστε δύο; Δέν εἶχα ἰδέα ὅτι ὑπάρχει ψυχή.
Οἱ κομμουνιστές μᾶς φούσκωναν καί μᾶς δίδασκαν ὅτι ἡ ψυχή καί ὁ Θεός δέν ὑπάρχουν, ὅτι αὐτό εἶναι μόνο ἐπινόηση τῶν παπάδων γιά νά ξεγελάσουν τό λαό καί νά...τόν κρατοῦν σέ φόβο γιά κάτι πού δέν ὑπάρχει.
Βλέπω τόν ἑαυτό μου πού στέκεται καί τόν βλέπω πάλι πάνω στό χειρουργεῖο. Μοῦ ἔβγαλαν ἔξω ὅλα τά ἐντόσθια καί ἀναζητοῦσαν τόν δωδεκαδάκτυλο. Ἀλλά ἐκεῖ ὑπῆρχε μόνον πύον, τά πάντα ἦταν κατεστραμμένα καί χαλασμένα, τίποτε δέν ἦταν ὑγιές. Οἱ γιατροί τότε εἶπαν: «αὐτή δέν ἔχει μέ τί νά ζήσει».
Ὅλα τά ἔβλεπα μέ μεγάλο φόβο καί τρόμο καί πάλι σκεπτόμουνα: «Πῶς καί ἀπό ποῦ εἴμαστε δύο;. Στέκομαι καί ταυτόχρονα εἶμαι ξαπλωμένη; "Οἱ γιατροί τότε ἐπέστρεψαν τά ἐντόσθιά μου ὅπως-ὅπως καί εἶπαν ὅτι τό σῶμα μου πρέπει νά δοθεῖ στούς νέους εἰδικευόμενους γιατρούς γιά διδασκαλία καί τό μετέφεραν στό νεκροστάσιο καί ἐγώ πήγαινα κοντά τους καί ὅλο καί παραξενευόμουνα καί σκεφτόμουνα πώς καί ἀπό ποῦ εἴμαστε δύο. Ἐκεῖ μέ ἄφησαν ξαπλωμένη γυμνή, καλυμμένη ὡς τό ὕψος τοῦ στήθους μέ ἕνα σεντόνι.
Μετά ἀπ' αὐτό βλέπω ὅτι ἦλθε ὁ ἀδελφός μου καί ἔφερε τό μικρό μου γιό. Ἦταν ἔξι χρονῶν καί ὀνομάζονταν Ἀντρούσκα (Ἀντρέι). Ὁ γιός μου πλησίασε τό σῶμα μου καί μέ φίλησε στό κεφάλι . Ἄρχισε νά κλαίει καί νά λέει: «Μαμά, μαμά, γιατί πέθανες; Εἶμαι ἀκόμη μικρός, πῶς θά ζήσω χωρίς ἐσένα; Πατέρα δέν ἔχω καί σύ πέθανες! Ἐγώ τότε τόν ἀγκαλίασα καί τόν φίλησα, ἀλλά αὐτό δέν τό αἰσθάνθηκε οὔτε τό εἶδε οὔτε μέ πρόσεξε, ἀλλά κοίταγε τό νεκρό μου σῶμα. Ἔβλεπα ἐπίσης πώς ἔκλεγε ὁ ἀδελφός μου.
Μετά ἄπ αὐτό, ἐγώ μέ μίας βρέθηκα στό σπίτι μου. Ἦλθε ἡ πεθερά μου ἀπό τόν πρῶτο μου γάμο, ἡ μητέρα μου καί ἡ ἀδελφή μου. Τόν πρῶτο μου σύζυγο τόν ἐγκατέλειψα γιατί πίστευε στό Θεό. Τότε ἄρχισε ἡ διανομή τῶν πραγμάτων μου. Ἐγώ ζοῦσα πλούσια καί μέ πολυτέλεια καί ὅλα αὐτά τά ἀπόκτησα μέ ἀδικία καί μέ πορνεία. Ἡ ἀδελφή μου ἄρχισε νά ἀφαιρεῖ τά πιό ὡραία ἀπό τά πράγματά μου, ἐνῶ ἡ πεθερά ζητοῦσε νά ἀφήσει καί κάτι στό γιό μου. Ἡ ἀδελφή μου δέν ἄφηνε τίποτε, ἀλλά ἐπιπλέον ἄρχισε νά ἐμπαίζει τήν πεθερά λέγοντας: «αὐτό τό παιδί δέν εἶναι ἀπό τόν γιό σου καί σύ δέν τοῦ εἶσαι τίποτε». Μετά ἀπ' αὐτό αὐτές βγῆκαν καί ἔκλεισαν τό σπίτι. Ἡ ἀδελφή μου πῆρε μαζί της καί ἕνα μεγάλο μπόγο μέ πράγματα. Ἐνῶ αὐτές μάλωναν γιά τά πράγματά μου εἶδα γύρω μας νά χορεύουν καί νά χαίρονται διάβολοι.
Ξαφνικά βρέθηκα στόν ἀέρα καί βλέπω σάν νά πετῶ μέ ἀεροπλάνο. Αἰσθάνομαι ὅτι κάποιος μέ συγκρατεῖ καί ὅτι ὑψώνομαι ὅλο καί πιό πολύ. Βρέθηκα πάνω ἀπό τήν πόλη ΜΠΑΡΝΑΟΥΛ. Μετά βλέπω ὅτι ἡ πόλη χάθηκε . Ἔγινε σκοτάδι. Μετά ἀπ' αὐτό ἄρχισε πάλι νά ἔρχεται φῶς καί στό τέλος φώτισε τελείως καί τό φῶς ἦταν πάρα πολύ ἰσχυρό πού δέν μποροῦσα νά τό κοιτάξω. Μέ τοποθέτησαν σέ μαύρη πλάκα ἐνάμιση μέτρου. Ἔβλεπα δένδρα μέ πολύ χοντρούς κορμούς καί πανέμορφο ποικιλόχρωμο φύλλωμα. Ἀνάμεσα στά δένδρα ὑπῆρχαν σπίτια καί μάλιστα ὅλα καινούργια, ἀλλά δέν εἶδα ποιοί ζοῦσαν σ αὐτά. Στήν κοιλάδα αὐτή εἶδα πλούσιο πράσινο χορτάρι καί σκέφτηκα: ποῦ βρίσκομαι ἐγώ τώρα; Ἄν βρίσκομαι στή γῆ τότε γιατί δέν ὑπάρχουν ἐδῶ ἐπιχειρήσεις, ἐργοστάσια οὔτε ἄλλα κτίρια, γιατί δέν ὑπάρχουν δρόμοι οὔτε συγκοινωνία; Τί μέρος εἶναι ἐτοῦτο ἐδῶ χωρίς ἀνθρώπους καί ποιός τέλος πάντων ζεῖ ἐδῶ;
Λίγο πιό πέρα εἶδα νά περπατάει μία ὡραία ὑψηλή γυναίκα μέ βασιλικά φορέματα κάτω ἀπό τά ὁποία φαίνονταν τά δάκτυλα τῶν ποδιῶν. Περπατοῦσε τόσο ἀνάλαφρα πού ἀπό τά πόδια δέν λύγιζε οὔτε τό χορτάρι. Κοντά τῆς πήγαινε ἕνας νεαρός πού εἶχε ὕψος ὡς τούς ὤμους της. Εἶχε κρυμμένο τό πρόσωπό του μέ τά χέρια του καί γιά κάτι ἔκλαιγε πολύ καί πικρά καί παρακαλοῦσε, ἀλλά γιά ποιό λόγο δέν μποροῦσα νά ἀκούσω. Σκέφτηκα ὅτι εἶναι ὁ γιός της καί μέσα μου διαμαρτυρήθηκα γιατί δέν τόν λυπᾶται καί δέν τοῦ ἐκπληρώνει τό αἴτημα. Αὐτός ἔκλαιγε καί θρηνοῦσε καί ἐκείνη δέν τοῦ ἐκπλήρωνε τήν αἴτηση.
(Σημείωση: Ἀπό ὅλα φαίνεται ὅτι αὐτός ὁ νεαρός ἦταν ἄγγελος φύλακας αὐτῆς τῆς νεκρῆς γυναίκας. Φαίνεται ἐπίσης πόσο ἐνδιαφέρονται οἱ ἅγιοι ἄγγελοι γιά μας καί τίς ψυχές μας, ἀλλά ἐμεῖς δέν τό βλέπουμε. Παραπέρα φαίνεται καί αὐτῶν τό αἴτημα εἶναι ἀνεκπλήρωτο, ἄν ὁ θάνατος μᾶς βρεῖ ἁμαρτωλούς καί ἀμετανόητους).
Ὅταν αὐτοί μέ πλησίασαν, ὁ νεαρός ἔπεσε μπροστά στά πόδια της καί ἄρχισε νά τήν παρακαλεῖ ἐντονότερα καί νά ὀδύρεται καί νά τῆς ζητεῖ κάτι. Ἐκείνη κάτι τοῦ ἀπάντησε, ἀλλά δέν μπόρεσα νά καταλάβω τί. (Σημείωση: Εἶχα τήν εὐκαιρία καί ἀπό ἄλλες πηγές νά γνωρίσω πώς καί πόσο πικρά κλαίει ὁ ἄγ. Ἄγγελος φύλακας ὅταν αὐτός πού τοῦ δόθηκε γιά φύλαξη δέν ὑπακούει στήν ἁγία Ἐκκλησία καί στήν ἁγία πίστη, χάνοντας τήν ψυχή του γιά πάντα).
Ὅταν αὐτοί μέ πλησίασαν ἤθελα νά τή ρωτήσω: «ποῦ βρίσκομαι;» Τή στιγμή ἐκείνη ἡ γυναίκα αὐτή σταύρωσε τά χέρια στό στῆθος, ὕψωσε τά μάτια πρός τόν οὐρανό καί εἶπε : «Κύριε, ποῦ θά πάει αὐτή ἔτσι;». Ἐγώ τότε ἔτρεμα καί μόλις τώρα κατάλαβα ὅτι εἶχα πεθάνει, ὅτι ἡ ψυχή μου βρίσκονταν στόν οὐρανό καί τό σῶμα ἔμεινε στή γῆ. Τότε ἄρχισα νά κλαίω καί νά ὀδύρομαι καί ἀκούω φωνή πού λέει: «ἐπιστρέψτε τήν στή γῆ γιά τίς ἀγαθοεργίες τοῦ πατέρα της». Ἄλλη φωνή ἀπάντησε: «βαρέθηκα τήν ἁμαρτωλή καί διεφθαρμένη ζωή της. Ἐγώ ἤθελα νά τήν ἐξαφανίσω ἀπό προσώπου γής χωρίς μετάνοια, ἀλλά μέ παρακάλεσε γι' αὐτήν ὁ πατέρας της. Δεῖξε τῆς τό μέρος γιά τό ὁποῖο ἄξιζε».
Ἀμέσως βρέθηκα στόν Ἅδη. Τότε ἄρχισαν νά ἕρπουν μέχρις ἐμένα φοβερά πυρακτωμένα φίδια μέ μακριές γλῶσσες πού ξερνοῦσαν φωτιά καί ἄλλες ἀποκρουστικές βρωμιές. Ἡ βρῶμα ἦταν ἀβάσταχτη. Αὐτά τά φίδια τυλίχθηκαν γύρω μου καί ταυτόχρονα ἀπό κάπου παρουσιάστηκαν σκουλήκια χοντρά ἴσαμε τό δάκτυλο μέ οὐρές πού κατέληγαν σέ βελόνες καί ἄγκιστρα. Αὐτά ἔμπαιναν σέ ὅλα τά ἀνοικτά μου μέρη, στά αὐτιά, στά μάτια, στή μύτη, κ.λ.π. καί ἔτσι μέ βασάνιζαν καί ἐγώ κραύγαζα ὄχι μέ τήν φωνή μου. Ἀλλά ἐκεῖ δέν ὑπῆρχε ἀπό πουθενά οὔτε βοήθεια οὔτε ἔλεος ἀπό κανένα. Ἐκεῖ εἶδα πώς παρουσιάστηκε ἡ γυναίκα πού πέθανε ἀπό ἄμβλωση καί ἄρχισε νά παρακαλεῖ τόν Κύριο γιά ἔλεος. ΑΥΤΟΣ τῆς ἀπάντησε: «ἐσύ στήν γῆ δέν μέ ἀναγνώριζες, σκότωνες τά παιδιά στήν κοιλιά σου καί ἐπί πλέον ἔλεγες στούς ἀνθρώπους: δέν πρέπει νά γεννᾶτε παιδιά, τά παιδιά εἶναι περιττά». Σέ μένα δέν ὑπάρχουν, δέν ὑπάρχουν περιττά. Σέ μένα ὑπάρχουν τά πάντα καί γιά ὅλους ἀρκετά.
Σέ μένα ὁ Κύριος εἶπε: «Ἐγώ σου ἔδωσα τήν ἀρρώστια γιά νά μετανοήσεις, ἀλλά ἐσύ μέ ἔβριζες ὡς τό τέλος τῆς ζωῆς καί δέν Μέ ἀναγνώριζες καί γιά τόν λόγο αὐτό καί ἐγώ δέν σέ ἀναγνωρίζω! Πῶς στή γῆ ἔζησες χωρίς τόν Κύριο Θεό, ἔτσι καί ἐδῶ θά ζήσεις!».
Ξαφνικά ὅλα μεταστράφηκαν καί ἐγώ κάπου πέταξα. Ἡ βρῶμα χάθηκε, χάθηκε καί ὁ δυνατός ὀδυρμός καί ἐγώ ξαφνικά εἶδα τήν ἐκκλησία μου πού ἐνέπαιζα. Ἄνοιξε ἡ πύλη καί ἀπό αὐτή βγῆκε ἱερέας ντυμένος στά ἄσπρα. Αὐτός στέκονταν μέ σκυμμένο τό κεφάλι καί κάποια φωνή μέ ρωτάει: «ποιός εἶναι αὐτός;». Ἐγώ ἀπάντησα: «ὁ ἱερέας μας». «Ἐσύ ἔλεγες ὅτι εἶναι χαραμοφάης, αὐτός δέν εἶναι χαραμοφάης, ἀλλά πραγματικός ποιμένας, δέν εἶναι μισθοφόρος. Γνώριζε πώς ἄν καί εἶναι κατά τό βαθμό μικρός, συνηθισμένος ἱερέας, ὑπηρετεῖ Ἐμένα, μάθε ἀκόμη καί τοῦτο: ἄν δέν σού διαβάσει αὐτός τήν εὐχή τῆς ἐξομολόγησης, ἐγώ δέν θά σέ συγχωρήσω»! Τότε ἄρχισα νά παρακαλῶ: «Κύριε, γύρισε μέ στή γῆ, ἔχω ἕνα μικρό γιό». Ὁ Κύριος εἶπε: «ξέρω ὅτι ἔχεις μικρό γιό, εἶναι κρίμα γί αὐτόν». «Κρίμα», ἀπάντησα ἐγώ. Τότε Ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε: «Ἐγώ σᾶς λυποῦμαι ὅλους καί τρεῖς φορές σᾶς λυποῦμαι. Ὅλους σας περιμένω πότε θά ξυπνήσετε ἀπό τό ἁμαρτωλό ὄνειρο, νά μετανοήσετε καί νά ἔλθετε στόν ἑαυτό σας;».
Ἐδῶ τώρα ἐμφανίστηκε ἐκ νέου ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, πού νωρίτερα τήν ἀποκαλοῦσα γυναίκα καί πῆρα τό θάρρος νά τή ρωτήσω: «Ὑπάρχει ἐδῶ σέ σᾶς παράδεισος;». Ἀντί γιά ἀπάντηση μετά ἄπ αὐτές τίς λέξεις, ξαναβρέθηκα στήν κόλαση στόν Ἅδη. Τώρα ἦταν χειρότερα ἀπό ὅτι τήν προηγούμενη φορᾶ. Ἔτρεξαν ὁλόγυρά μου οἱ δαίμονες μέ καταλόγους καί μοῦ ἔδειχναν τά ἁμαρτήματά μου καί φώναζαν: «ἐσύ μᾶς ὑπηρέτησες ὅταν ἤσουν στή γῆ»! Ἄρχισα νά διαβάζω τά ἁμαρτήματά μου, ὅλα μου τά ἔργα μου πού ἦταν γραμμένα μέ μεγάλα γράμματα καί ἐνοίωσα φοβερό φόβο. Ἀπό τά στόματά τους ἔβγαινε φωτιά. Οἱ δαίμονες μέ κτυποῦσαν στό κεφάλι. Πάνω μου ἔπεφταν καί κολλοῦσαν πυρακτωμένες σπίθες ἀπό φωτιά καί μέ ἔκαιγαν. Γύρω μου ἀκούονταν φοβερός θρῆνος καί κοπετός πολλῶν ἀνθρώπων.
Ὅταν τό πῦρ δυνάμωνε ἔβλεπα τά πάντα γύρω μου. Οἱ ψυχές εἶχαν φοβερή ὄψη, ἦταν σακατεμένες μέ τεντωμένους λαιμούς καί πρησμένα μάτια. Μοῦ ἔλεγαν ὅτι εἶσαι συντρόφισσα (φαίνεται ὅτι ἦταν κομμουνίστριες) καί εἶσαι ὑποχρεωμένη νά ζήσεις μαζί μας. Ὅπως ἐσύ ἔτσι καί ἐμεῖς ὅταν εἴμαστε στή γῆ δέν ἀναγνωρίζαμε τό Θεό, τόν βρίζαμε καί κάναμε κάθε κακό, τήν πορνεία, τήν ὑπερηφάνεια καί ἄλλα καί ποτέ δέν μετανοήσαμε. Ὅσοι ἁμάρτησαν, ἀλλά μετανίωσαν, πήγαιναν στή ἐκκλησία, προσεύχονταν στό Θεό, ἐλεοῦσαν τούς φτωχούς καί βοηθοῦσαν ὅσους βρίσκονταν σέ ἀνάγκη καί κακοτυχία, αὐτοί εἶναι ἐκεῖ πάνω. (Σημείωση: δηλαδή στό παράδεισο, τόν ὁποῖο αὐτοί ἐδῶ δέν ἤθελαν οὔτε νά μνημονεύσουν).
Ἐγώ φοβήθηκα φοβερά ἀπό αὐτά τά λόγια, μοῦ φαίνονταν ὅτι ἤδη βρισκόμουνα ἐδῶ στόν Ἅδη ὁλόκληρη ζωή καί αὐτοί μου λένε ὅτι θά ζήσω μαζί τους αἰώνια. Μετά ἀπό αὐτό ἐμφανίστηκε ἐκ νέου ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ καί ἔγινε φῶς, οἱ δαίμονες τράπηκαν σέ φυγή καί οἱ ψυχές πού βασανίζονται στήν κόλαση ἄρχισαν νά φωνάζουν καί νά τήν ἱκετεύουν γιά ἔλεος: «Οὐράνια βασίλισσα, μή μᾶς ἀφήνεις ἐδῶ» φώναζαν. «Καιγόμαστε Μητέρα τοῦ Θεοῦ καί δέν ὑπάρχει οὔτε σταγόνα νερό»! Ἐκείνη ἔκλαιγε καί μέσα ἀπό τό κλάμα ἔλεγε: «Ὅσο ζούσατε στή γῆ δέ μέ ἀναγνωρίζατε καί δέ μετανοούσατε γιά τίς ἁμαρτίες σας στόν Γιό Μου καί Θεό σας καί Ἐγώ τώρα δέν μπορῶ νά σᾶς βοηθήσω, δέν μπορῶ νά παραβῶ τήν ἐπιθυμία τοῦ Γιοῦ μου καί Ἐκεῖνος δέν μπορεῖ τήν ἐπιθυμία τοῦ Πατέρα του! Βοηθῶ μόνο αὐτούς γιά τούς ὁποίους παρακαλοῦν οἱ συγγενεῖς καί γιά τούς ὁποίους προσεύχεται ἡ ἁγία ἐκκλησία». Μετά ἄπ αὐτό ἐμεῖς ἀρχίσαμε νά ὑψωνόμαστε καί ἀπό κάτω ἀναδίδονταν δυνατή κραυγή φωνῶν: «Μητέρα τοῦ Θεοῦ μή μᾶς ἀφήνεις».
Ξανά ὑπῆρχε σκοτάδι καί ἐγώ βρέθηκα στήν ἴδια πλάκα. Σταυρώνοντας τά χέρια στό στῆθος ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ ὕψωσε τά μάτια στόν οὐρανό καί ἄρχισε νά προσεύχεται λέγοντας: «τί νά κάνω μ αὐτήν, ποῦ νά τήν βάλω; Μία φωνή ἀπάντησε : «ἀφῆστε τήν ἀπό τά μαλλιά στή γῆ». «Μά αὐτή εἶναι κουρεμένη». Ἡ φωνή εἶπε πάλι: «Πιάστε τήν ἀπό τά μαλλιά». Τότε ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἔφυγε ἥσυχα, ἡ πόρτα τῆς μισάνοιξε ἔτσι πού πίσω ἀπ' αὐτήν δέν ἔβλεπα τίποτε. Κατόπιν ἐπέστρεψε κρατώντας τά μαλλιά μου στά χέρια της καί ἀπό κάπου ἐμφανίστηκαν 12 ἅμαξες χωρίς τροχούς, κινοῦνταν σιγά καί ἐγώ τίς ἀκολουθοῦσα. Ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ μου ἔδωσε τά μαλλιά, ἀλλά ἐγώ δέν ἀντιλήφθηκα ὅτι μέ ἄγγιξε. Ἄκουσα μόνο ὅταν εἶπε ὅτι ἡ δωδέκατη ἅμαξα δέν ἔχει πάτο. Φοβόμουν νά καθίσω σ' αὐτήν, ἀλλά ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ μέ ἔσπρωξε στή γῆ ἀπ' αὐτή.
Μετά ἄπ αὐτό ἐγώ συνῆλθα καί ἐνσυνείδητα στεκόμουν καί κοίταζα. Ἦταν μιάμιση ἡ ὥρα τό ἀπόγευμα. Μετά ἀπό κεῖνο τό φῶς πού εἶδα ἐκεῖ ὅλα στή γῆ μου φαίνονταν ἄσχημα καί δέν μοῦ ἄρεσε πού ἤμουν στή γῆ, ἀλλά τί νά κάνω. Τώρα εἶπα μόνη μου στήν ψυχή μου: «πήγαινε στό σῶμα»! Τότε βρέθηκα πάλι στό νοσοκομεῖο καί πήγαμε στό ψυγεῖο πού φύλαγαν τά πτώματα. Αὐτό ἦταν κλειστό, ἀλλά ἐγώ μπῆκα μέσα χωρίς κώλυμα καί εἶδα τό νεκρό μου σῶμα: Τό κεφάλι μου ἦταν γυρισμένο λίγο πρός τά πλάγια, ἐνῶ ἡ μέση μου πιέζονταν ἀπό νεκρούς. Μόλις ἡ ψυχή μου μπῆκε στό σῶμα, ἀμέσως αἰσθάνθηκα ἰσχυρό ψύχος. Κάπως ἀπελευθέρωσα τήν πιεσμένη μέση μου, διπλώθηκα καί ἕσφιξα τά γόνατα μέ τά χέρια. Τή στιγμή ἐκείνη ἔβαλαν μέσα τό νεκρό σῶμα κάποιου ἀνθρώπου καί ὅταν ἄναψαν τό φῶς μέ εἶδαν σκυμμένη, ἐνῶ ἐκεῖνοι συνήθως βάζουν ὅλους τους νεκρούς μέ τό πρόσωπο πρός τά πάνω. Βλέποντας μέ ἔτσι οἱ νοσοκόμοι φοβήθηκαν καί ἀπό τό φόβο διασκορπίστηκαν. Ἐπέστρεψαν μέ δύο γιατρούς, πού ἀμέσως διέταξαν νά ζεσταθεῖ τό μυαλό μου μέ λάμπες. Στό σῶμα μου ὑπῆρχαν ὀκτώ τομές (μάθαιναν πάνω σ αὐτό): τρεῖς στό στῆθος καί οἱ ὑπόλοιπες στήν κοιλιά. Δύο ὧρες μετά τό ζέσταμα τοῦ κεφαλιοῦ ἄνοιξα τά μάτια καί μόλις μετά ἀπό 12 μέρες μίλησα.
Τό πρωί μου ἔφεραν πρωινό τηγανίτες μέ βούτυρο καί καφέ (ἦταν μέρα νηστείας), ἀλλά δέν ἤθελα νά φάω καί τούς εἶπα ὅτι δέ θά φάω. Οἱ νοσοκόμοι ἔφυγαν πάλι καί ὅλοι στό νοσοκομεῖο ἄρχισαν νά μέ προσέχουν. Ἦλθαν οἱ γιατροί καί μέ ρώτησαν γιατί δέν θέλω νά φάω. Τούς ἀπάντησα: «καθίστε καί θά σᾶς διηγηθῶ τί εἶδε ἡ ψυχή μου. Ὅποιος δέν νηστεύει τίς μέρες τῆς νηστείας, αὐτός θά φάει βρωμερᾶ καί σιχαμερά πράγματα. Γί αὐτό σήμερα δέ θά φάω ὅπως καί σ ὅλες τίς νηστεῖες δέ θά ἀρτυθῶ». Οἱ γιατροί ἀπό τήν ἔκπληξη, τή μία κοκκίνιζαν τήν ἄλλη κιτρίνιζαν καί οἱ ἀσθενεῖς μέ ἄκουγαν προσεκτικά. Κατόπιν συγκεντρώθηκαν πολλοί γιατροί καί ἐγώ τούς εἶπα ὅτι τίποτε πλέον δέν μέ πονάει. Τότε ἄρχισε νά ἔρχεται σέ μένα κόσμος καί μάλιστα πολύς καί ἐγώ σέ ὅλους διηγιόμουνα καί ἔδειχνα τίς πληγές. Ἡ ἀστυνομία ἄρχισε νά διώχνει τόν κόσμο καί μένα μέ μετέφεραν σέ ἄλλο νοσοκομεῖο. Ἐκεῖ ἀνάρρωσα τελείως καί παρακάλεσα τούς γιατρούς νά μέ γιατρέψουν ὅσο τό δυνατό νωρίτερα τίς τομές πού μου ἔκαναν μαθαίνοντας πάνω μου. Τότε μέ ἔβαλαν πάλι στό χειρουργικό τραπέζι καί ὅταν οἱ γιατροί ἄνοιξαν τήν κοιλιά μου εἶπαν : «Γιατί χειρουργήσανε τελείως ὑγιῆ ἄνθρωπο;». Ἐγώ τότε τούς ρώτησα: «Ποιά εἶναι ἡ ἀρρώστια μου;» Αὐτοί μου ἀπάντησαν : «Τά ἐντόσθιά σας εἶναι ὑγιῆ καί καθαρά ὅπως τοῦ παιδιοῦ».
Τούς εἶπα ὅτι τά μάτια μου ἦταν δεμένα κατά τή διάρκεια τῆς ἐγχείρησης, ἄλλ ὅτι, πάρ ὅλα αὐτά, εἶδα τό ἐσωτερικό μου στόν καθρέπτη τοῦ ταβανιοῦ. Ἦλθαν καί οἱ γιατροί πού ἔκαναν τήν ἐγχείρηση καί ὅταν πλησίασαν εἶπαν: «Ποῦ εἶναι ἡ ἀρρώστια της; τά ἐντόσθιά της ἦταν ὅλα διαλυμένα καί προσβεβλημένα ἀπό τόν καρκίνο καί τώρα εἶναι τελείως ὑγιῆ». Τούς ἀπάντησα: ὁ ΚΥΡΙΟΣ ὁ ΘΕΟΣ φανέρωσε τό ἔλεός του πάνω σέ μένα τήν ἁμαρτωλή, γιά νά ζήσω ἀκόμη καί μαρτυρήσω στούς ἄλλους ὅ,τι εἶδα καί ὅ,τι μου συνέβη. ΕΚΕΙΝΟΣ, ὁ ΚΥΡΙΟΣ ὁ ΘΕΟΣ πῆρε ὅτι κατεστραμμένο ἦταν μέσα μου καί μοῦ ἔδωσε ὑγιῆ, σέ ὅλους θά τό διηγοῦμαι, ὥσπου νά πεθάνω. Κατόπιν εἶπα στό γιατρό: «Βλέπεις πῶς γελαστήκατε;» καί ἐκεῖνος ἀπάντησε ὅτι «τίποτε δέν ἦταν ὑγιές μέσα σου». «Τί νομίζετε τώρα;» τόν ρώτησα ἐγώ. Ἀπάντησε: «σέ ἀναγέννησε ὁ ΥΠΕΡΤΑΤΟΣ!» Τότε τοῦ ἀπάντησα: «Ἄν πιστεύετε σ' αὐτόν κάντε τόν σταυρό σας καί παντρευτεῖτε στήν ἐκκλησία». Ὁ γιατρός κοκκίνισε γιατί ἦταν Ἑβραῖος. Πρόσθεσα ἀκόμη: γίνου ἀρεστός στόν Κύριο τό ΘΕΟ.
Κατόπιν ἄφησα τό νοσοκομεῖο, κάλεσα τόν ἱερέα πού νωρίτερα ἐνέπαιζα καί τοῦ ἔκανα ἐπιθέσεις, ἀποκαλώντας τόν χαραμοφάη. Τοῦ διηγήθηκα ὅλα ὅσα μου συνέβησαν, ἐξομολογήθηκα καί μετάλαβα τῶν ἁγίων του Χριστοῦ μυστηρίων. Τόν κάλεσα καί εὐλόγησε τό σπίτι μου, γιατί ὡς τώρα σ αὐτό βασίλευε ἡ ἁμαρτία, ἡ μικρότητα, τό μεθύσι, ὁ ἐμπαιγμός καί ἡ μάχη.
Τώρα ἐγώ ἡ ἁμαρτωλή ΚΛΑΥΔΙΑ πού εἶμαι 40 χρονῶν μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καί τῆς Οὐράνιας Βασίλισσας, ζῶ χριστιανικά. Πηγαίνω τακτικά στή ἐκκλησία, στό ναό τοῦ Θεοῦ καί ὁ Κύριος μέ βοηθάει. Ἀπό ὅλες τίς μεριές τοῦ κόσμου μέ ἐπισκέπτονται ἄνθρωποι καί ἐγώ διηγοῦμαι σέ ὅλους ὅσα μου συνέβησαν, εἶδα καί ἄκουσα. Μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ τούς δέχομαι ὅλους, διηγοῦμαι σέ ὅλους τί ἤμουν πρίν, τί μου συνέβη τώρα καί γιά ποιό λόγο εἶμαι τώρα πιστή.
Ἄς εἶναι δοξασμένος ὁ Κύριος ὁ Θεός! Ὅλους τους συμβουλεύω νά προσέχουν πώς ζοῦν, γιατί πράγματι ὑπάρχει ἄλλος κόσμος καί ἄλλη ζωή καί ὅτι ὁ καθένας θά δώσει λόγο γιά τά γήινα ἔργα του καί ὅτι ἀνάλογα μ' αὐτά θά ἔχει πλήρως δίκαια ἀνταμοιβή ἤ τιμωρία καί μάλιστα αἰώνια. Νά ζῆτε ὅλοι χριστιανικά καί κατά ΘΕΟΝ. ΑΜΗΝ".