Προσπάθεια θεσμικῆς εἰσβολῆς τῆς Ψυχοθεραπείας στήν ἐκκλησιαστική ζωή.

PsychotherapeiaΠρόκειται γιά μιά κάπως παλιά ἱστορία ...

Στίς 14 Ἀπριλίου 1999 ἐστάλη ἀπό τήν Ἀρχιεπισκοπή Ἀθηνῶν ἡ Ἐγκύκλιος 2677  τῆς Ἱερᾶς Συνόδου πού ἔφερε ἡμερομηνία 26 Μαρτίου 1999 καί ἀπευθυνόταν στόν «Ἱερό Κλῆρον καί τόν εὐσεβή λαόν τοῦ Θεοῦ».  Ἡ ἀνάγνωσή της ἔπρεπε νά γίνει τήν Κυριακή 6 Ἰουνίου 1999.  Πρίν φθάσει ἡ ἡμερομηνία αὐτή, ἐστάλη στίς 20 Μαΐου 1999 ἄλλη Ἐγκύκλιος μέ τόν  ἴ δ ι ο ἀριθμό (2677) καί τήν ἴ δ ι α  ἡμερομηνία ἐκδόσεώς της (26 Μαρτίου 1999) καί τή σημείωση «Ἀνακοινοποίησις εἰς τό ὀρθόν».  Παράλληλα δόθηκε ἐντολή νά μή διαβασθεῖ ἡ προγενέστερη Ἐγκύκλιος, ἀλλά ἡ τελευταία.

Τό θέμα καί τῶν δύο Ἐγκυκλίων ἦταν τό ἴδιο : ἀφοροῦσε στά αὐξημένα ψυχικά νοσήματα καί προβλήματα πού μάστιζαν καί μαστίζουν τήν ἑλληνική κοινωνία. Ὅμως ἡ προβληματική, οἱ τοποθετήσεις, ἡ ὀπτική, οἱ ὑποδείξεις καί οἱ προτεινόμενες λύσεις τῆς μιᾶς, ἦσαν ριζικά διαφορετικές ἀπό τήν ἄλλη. Ἴσως κάποιος εἶχε παρέμβει στό μεσοδιάστημα τῶν δύο Ἐγκυκλίων καί ἔπεισε τόν ἀρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο νά «διορθώσει» τό περιεχόμενο τῆς πρώτης Ἐγκυκλίου.

Μιά ὁμάδα κληρικῶν-πνευματικῶν θεωρώντας τό περιεχόμενο τῆς δεύτερης Ἐγκυκλίου ἀσύμβατο μέ τήν ὀρθόδοξη παράδοση, ἀποφάσισε νά συντάξει καί νά ἀποστείλει στήν Ἱερά Σύνοδο ἕνα Ὑ π ό μ ν η μ α  μέ τίς παρατηρήσεις της πάνω στό περιεχόμενο τῆς Ἐγκυκλίου. Τελικῶς τό συνταχθέν Ὑπόμνημα δέν κατέστη δυνατό νά σταλεῖ στή Σύνοδο.

Τώρα τελευταῖα τό κείμενο τοῦ Ὑπομνήματος ἔπεσε στά χέρια μας.  Ἀναζητήσαμε καί βρήκαμε, σύμφωνα μέ ὅσα γράφονται σ΄ αὐτό,   τίς δύο Ἐγκυκλίους καί καταλάβαμε τί εἶχε συμβεῖ.  Ἐπειδή τό πρόβλημα τῆς ἐπέμβασης καί ἀνάμιξης τῶν ψυχιάτρων-ψυχοθεραπευτῶν στήν ἐκκλησιαστική ζωή διογκώνεται, ἀποφασίσαμε νά δημοσιεύσουμε τό κείμενο αὐτό. Ἄν καί μακροσκελές προσφέρει πολλά στοιχεῖα καί ἴσως φανεῖ χρήσιμο ἤ καί ὠφέλιμο στούς ἀναγνῶστες τοῦ ΟΡΘΡΟΥ.

Ἐνδιαφέρον παρουσιάζει καί τό ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ πού παρατίθεται στό τέλος τοῦ Ὑπομνήματος.


 ΥΠΟΜΝΗΜΑ

Πρός τήν Ἱεράν Σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Ἰασίου 1  Ἀθήνας

Μακαριώτατε,

Σεβαστοί Πατέρες καί Ποιμενάρχες μας

Μέ τόν προσήκοντα σεβασμό καί μέ υἱϊκή ἐμπιστοσύνη, ἀλλά καί μέ αἴσθηση τῆς ποιμαντικῆς μας εὐθύνης ἀπευθυνόμεθα πρός Ὑμᾶς γιά νά ἐκθέσουμε τόν προβληματισμό μας σχετικά μέ τήν ὑπ’ ἀριθ. 2677 Ἐγκύκλιό Σας τῆς 26-3-99, ἡ ὁποία ἀφοροῦσε στήν πρόνοια καί τή μεταχείριση τῶν «ψυχικῶς πασχόντων» ἀδελφῶν μας.  Πράγματι, ὅπως διαπιστώνουμε κι ἐμεῖς στήν καθημερινή μας διακονία, εἶναι ἰδιαιτέρως αὐξημένα τά λεγόμενα ψυχικά νοσήματα.  Ὡς ἐκ τούτου πολλές ἀπό τίς προτάσεις καί ἐπισημάνσεις τῆς Ἐγκυκλίου Σας εἶναι σημαντικές καί ἀξιοπρόσεκτες ὅπως π.χ. ἡ προτροπή Σας πρός τούς χριστιανούς «νά περιβάλλουν» τούς  ψυχικῶς πάσχοντας «μέ πολλή ἀγάπη καί νά τούς ἀντιμετωπίζουν, ὅπως κάθε ἄλλο συνάνθρωπο πού φέρει κάποια φυσική ἀδυναμία, χωρίς διάκριση ἤ προκατάληψη».

Ὅμως διαπιστώσαμε ὅτι ὁρισμένες θέσεις τῆς Ἐγκυκλίου, κατά τήν προσπάθειά Σας νά ἀνταποκριθεῖτε στίς σύγχρονες προκλήσεις, δημιουργοῦν κάποια σοβαρά ἐρωτηματικά καί προβλήματα, ἀφ’ἑνός μέν ὁριοθετήσεως τῆς παρεχομένης ὑπό τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πνευματικῆς ἰάσεως καί θεραπείας, ἀφ’ἑτέρου δέ ἀναφορικά μέ τά ὑπό τῆς Ὀρθοδόξου νηπτικῆς Παραδόσεως τεθέντα ὅρια τῆς ἐξομολογητικῆς καί λοιπῆς ἱερατικῆς διακονίας.

Ἐτσι ὑπό τό στοιχεῖο γ) ἡ Ἐγκύκλιος παραινεῖ «τούς πνευματικούς τῆς Ἐκκλησίας νά παραπέμπουν ἐγκαίρως στούς εἰδικούς τούς ἀδελφούς μας πού χρειάζονται ψυχιατρική βοήθεια κάι νά συνεργάζονται μαζί τους, τούς δέ ἐπιστήμονες (ψυχιάτρους, ψυχολόγους, ψυχοθεραπευτές, κοινωνικούς λειτουργούς) νά συνεργάζωνται μέ τούς κληρικούς».  Αὐτή τήν παραίνεση ἡ Ἐγκύκλιος τήν στηρίζει σέ ἄλλο σημεῖο της, στό ὁποῖο γράφει ὅτι «οἱ ἀνά τόν κόσμον ἐπιστήμονες...ἔχουν πραγματοποιήσει μεγάλες προόδους στή θεραπεία» τῶν ψυχικῶν νόσων.  Εἰρήσθω ἐν παρόδῳ ὅτι καμμιά τέτοια προτροπή δέν καταγραφόταν στήν προγενεστέρα μορφή τῆς Ἐγκυκλίου, ἡ ὁποία ὅμως κατόπιν ἐντολῆς Σας δέν ἀνεγνώσθη στούς πιστούς.  Ἀντιθέτως ὑπό τό στοιχεῖο γ) ἐκρίνετο αὐστηρά «ἡ ἄκριτη ἐφαρμογή τῶν ψυχαναλυτικῶν ἐκείνων συστημάτων» τά ὁποῖα μέ τίς πρακτικές τους «πού ἐμφανίζονται ὡς θεραπευτικές ἀλλά ἀπέχουν  πολύ ἀπό τίς ἀληθινές προϋποθέσεις γιά τήν οἰκοδόμηση τῆς ψυχικῆς ὑγείας...ἐξομοιώνουν» τόν ἄνθρωπο  «μέ τά κτήνη».

Ἐπανερχόμενοι στήν ἰσχύουσα Ἐγκύκλιο διερωτώμεθα ἄν ἡ Ἐκκλησία δικαιοῦται νά ρίχνει γέφυρες τέτοιας συνεργασίας μέ τή χοάνη τόσων ψυχο-επαγελμάτων.  Ἔχουμε εὐθύνη γιά τούς ἀνθρώπους πού μᾶς ἐμπιστεύθηκε ὁ Χριστός, καί γιά τῶν ὁποίων τίς ψυχές θά μᾶς ζητηθεῖ λόγος («τό αἷμα αὐτῶν ἐκ τῶν χειρῶν σου ἐκζητήσω» Ἰεζ. 3, 18-21).  Μέ ποιά λογική λοιπόν θά τούς παραπέμπουμε στούς «εἰδικούς», οἱ πιό πολλοί ἀπό τούς ὁποίους, ὅσον ἀφορᾶ στήν ἐν Χριστῷ πίστη καί ζωή «οὐκ ἔγνωσαν δεξιάν αὐτῶν ἤ ἀριστεράν αὐτῶν» (Ἰωνᾶς 4, 11) ἤ ἔχουν ἀναμείξει τόν Χριστό μέ τόν Φρόϋντ καί μεταφέρουν τίς συγκεχυμένες ἰδεοληψίες τους στούς πελάτες τους;  Δέν ἀρνούμεθα τή βοήθεια τῆς νευρο-ψυχιατρικῆς ἐπιστήμης στή διάγνωση τῶν λεγομένων βαρέων ψυχικῶν νοσημάτων, στή διά φαρμάκων παρεχομένη βοήθεια πρός τούς ταλαιπωρουμένους ἀδελφούς μας ὥστε νά ἀνακουφίζονται, νά εἶναι «σέ κάποιο λογαριασμό», νά μποροῦν ἐνδεχομένως νά ἐργασθοῦν.  Ὅσον ἀφορᾶ ὅμως στή λεγομένη  «ψυχοθεραπεία»  καί στήν ποικίλη συμβουλευτική τῶν εἰδικῶν ψυχολόγων, οἱ ἐκ τῆς ποιμαντικῆς μας ἐμπειρίας καί τῆς διδασκαλίας τῶν Ἁγίων Πατέρων ἐπιφυλάξεις μας φθάνουν μέχρι πλήρους ἀμφισβητήσεώς της.  Καί αὐτό γιά τούς κάτωθι λόγους :

α ) Τό «μέγα τραῦμα, ὁ ἄνθρωπος», ἡ ἀνθρωπίνη φύσις ἰάθη διά τοῦ Χριστοῦ ( «τῷ μώλωπι αὐτοῦ ἡμεῖς ἰάθημεν». Ἡσ. 53, 5).  Μ ό ν ο  διά τῆς μετ΄Αὐτοῦ κοινωνίας, διά τῆς ἀκτίστου Χάριτος προσφερομένης ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, συνεργούσης τῆς προαιρέσεώς μας, μποροῦμε νά θεραπεύσουμε τήν ψυχή μας, νά τήν ἀπαλλάξουμε ἀπό τό σκότος τῶν παθῶν καί νά τήν ἀποκαταστήσουμε στό «ἀρχαῖο κάλλος», στήν ἐλευθερία τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ (Ρωμ. 8, 11).  Αὐτό κατόρθωσαν μέ τελειότητα οἱ Ἅγιοι, πρός αὐτό τείνουν ὅλοι οἱ Χριστιανοί.  Ἐδῶ ὁ «ἐπιστημονικός μόχθος» τῆς Ψυχιατρικῆς καί τῶν συναφῶν κλάδων ἀποκαλύπτεται ἀνίσχυρος.

Στήν ἔνσταση ὅτι ἡ Ψυχιατρική καί ἡ Ψυχανάλυση-Ψυχοθεραπεία δέν ἀσχολοῦνται μέ τήν ψυχή ὑπό τήν χριστιανική ἔννοια, ἀλλά μέ τόν «ψυχισμό» καί τίς διαταραχές του, φρονοῦμε ὅτι ἡ Ψυχιατρική, φ α ρ μ α     κ ε υ τ ι κ ά  μπορεῖ νά παρεμβαίνει διακριτικά καί μέ ἀκριβῆ γνώση τῶν ἐπιστημονικῶν της ὁρίων γιά νά βοηθήσει στήν ἀποκατάσταση ἐ μ φ α     ν ῶ ν  καί ἐπικινδύνων διαταραχῶν λειτουργίας τῆς σκέψεως, τῆς βουλήσεως καί τοῦ συναισθήματος κ.λ.π. , πού σχετίζονται μέ τόν ἐγκέφαλο καί τό νευρικό σύστημα.  Ὅσον ἀφορᾶ ὅμως στήν ἀπόπειρα παροχῆς βοηθείας-θεραπείας διά τῆς «ψυχοθεραπευτικῆς» ὁδοῦ  ἐγείρονται τά ἑξῆς σοβαρά ἐρωτήματα : Πῶς μποροῦν νά βοηθήσουν τόν ἄρρωστο ψυχισμό - ἄρρωστο πάντα κατά τή γνώμη τους- τῶν «ψυχοθεραπευομένων»,  πολλῷ μᾶλλον νά τόν θεραπεύσουν, ἐφ’ὅσον οἱ πλεῖστοι ἐξ αὐτῶν δέν δέχονται τήν ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία;  Ὡς γνωστόν δέν δέχονται ὅτι ἡ ψυχή εἶναι «οὐσία ζῶσα, ἁπλῆ, ἀσώματος...λογική καί νοερά» καί ὅτι αὐτήν κατ΄ἐξοχήν ὀνομάζουν οἱ Πατέρες «θείαν εἰκόνα» διότι τό «κατ΄ εἰκόνα τό νοερόν δηλοῖ καί αὐτεξούσιον»[1].  Δέν δέχονται ὅτι χωρίζεται ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα μέ τόν θάνατο, ὅτι ζεῖ καί κοινωνεῖ μετά τοῦ Θεοῦ προγευομένη τῶν ἀνεκλαλήτων δωρεῶν Του ἤ ὅτι χωρισμένη ἀπό Αὐτόν δοκιμάζει τήν κόλαση.  Οἱ ἐν λόγῳ «ψυχοθεραπευτές» ἀγνοοῦν τήν μεταπτωτική κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου καί τήν διά τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος ἀναγέννησή του, τήν ὕπαρξη καί τίς ἐνέργειες τοῦ Διαβόλου, καθώς καί τό μερίδιο εὐθύνης τῆς δαιμονικῆς ἐπηρείας στήν ταλαιπωρία τῶν ψυχικῶς πασχόντων. Ἀντιθέτως ἐκλαμβάνουν τόν πεπτωκότα ἄνθρωπο «σύν τοῖς πάθεσι αὐτοῦ καί ταῖς ἐπιθυμίαις»(Γαλ. 5, 24) ὡς πρότυπο τοῦ καθ’ αὐτό ὑγιοῦς καί λόγῳ τῶν φροϋδικῶν τους προκαταλήψεων σπεύδουν νά ὠθήσουν τούς «ἀναλυομένους» στἠν ἱκανοποίηση τῶν οἱωνδήποτε ἐπιθυμιῶν τους, ἀθετώντας τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ καί «ἐξομοιώνοντας τους μέ τά κτήνη», στερώντας τους τήν εὐκαιρία τῆς ἐν Χριστῷ ἀσκήσεως καί ὑπομονῆς.  Οἱ συμβουλές αὐτές τῶν ψυχοθεραπευτῶν,  ἀντί νά ὁδηγήσουν σέ ψυχική ἰσορροπία ὁδηγοῦν, ὅπως τό γνωρίζουμε ἀπό τήν ἐξομολογητική μας ἐμπειρία, στήν πλήρη ἀποδιοργάνωση τοῦ ψυχικοῦ τους κόσμου.

Ὅσον ἀφορᾶ στούς χριστιανούς ψυχοθεραπευτές οἱ περισσότεροι αὐτῶν πιστεύουν ὅτι ἡ ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία εἶναι ἐλλιπής, ὅτι δέν ὑπάρχει «ἐπεξεργασμένη διδασκαλία τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου», ὅτι «πολλά σημεῖα ἀπομένουν γιά ἐπεξεργασία στό ἀνθρωπολογικό, ψυχολογικό καί βιωματικό ἐπίπεδο», «ὅτι μπορεῖ νά ἀναπτυχθεῖ ἕνας πολύ δημιουργικός διάλογος...μεταξύ ὀρθόδοξης χριστιανικῆς θεολογίας καί ψυχανάλυσης»[2] καί ὅτι ὑπάρχει «ἀναγκαιότητα...συνθέσεως» Ψυχοθεραπευτικῆς-Θεολογίας «στό θεωρητικό-ἀνθρωπολογικό ἐπίπεδο»[3].

Πῶς λοιπόν θά δεχθοῦμε νά παραπέμψουμε τούς χριστιανούς γιά νά θεραπεύσουν ψυχικές διαταραχές πού ἔχουν «ὡς αἰτία τραυματικά γεγονότα τῆς ζωῆς» ἤ «ἐμπειρίες νοσηρῶν σχέσεων στά πλαίσια τῆς οἰκογένειας καί τῆς κοινωνίας», ὅπως προτρέπει ἡ Ἐγκύκλιος, σέ τέτοιους ψυχοθεραπευτές πού ἀρνοῦνται ἤ καί χλευάζουν τήν περί Θεοῦ καί ἀνθρώπου θεανθρώπινη διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας ἤ τεχνηέντως τήν ἀναμειγνύουν μέ τίς ἰδεοληψίες τοῦ ἀθέου Φρόϋντ ἤ τῆς ψυχικά διαταραγμένης Klein, ἐπιδιώκοντας τήν «πρόσληψη» καί ἐνσωμάτωση ὅρων καί ἰδεῶν τῆς Ψυχαναλύσεως στήν ὀρθόδοξη νηπτική παράδοση;

γ) Παρά ταῦτα οἱ παντός εἴδους ψυχοθεραπευτές καί οἱ ὑποστηρικτές τους ἰσχυρίζονται ὅτι ἀνεξαρτήτως κοσμοθεωριακῆς τοποθετήσεως τοῦ ψυχαναλυτοῦ ἤ τοῦ ἀναλυομένου «ὁ ἐπιστημονικός μόχθος» τῆς Ψυχολογίας μπορεῖ νά προσφέρει βοήθεια στούς ἀναλυομένους.  Ἡ ψυχή ὅμως, ὅπως κι ἄν ἐννοηθεῖ, οὖσα «πολυδύναμον πρᾶγμα»[4] δέν εἶναι δυνατόν νά ἐξιχνιασθεῖ σέ βάθος μέ ἀνθρώπινα μέσα.  Μόνον ὁ Θεός «ἄβυσσον καί καρδίαν ἐξίχνευσεν» (Σοφ. Σειράχ 42, 18). «Βαθεῖα ἡ καρδία παρά πάντα καί ἄνθρωπος ἐστίν καί τίς γνώσεται αὐτόν; (Ἰερ 17,9).  «Σύ ἐπίστασαι τάς καρδίας  μονώτατος» (Β΄Παραλειπ. 6, 30) μᾶς διδάσκει ἡ Ἁγία Γραφή.  Τό βάθος λοιπόν τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως μόνον ὁ Θεός γνωρίζει καί οἱ Ἅγιοι στό μέτρο πού τούς τό ἀποκαλύπτει ὁ Θεός, διότι ὄντες πνευματικοί πάντα ἀνακρίνουν ὑπ΄ οὐδενός δέ ἀνακρίνονται (Α΄ Κορ. 2, 15). Τέτοιοι  ἦσαν καί οἱ προσφάτως κοιμηθέντες πνευματικοί ἡμῶν Πατέρες καί διδάσκαλοι, δῶρα ὄντως Θεοῦ, Γέροντες Ἰάκωβος, Παΐσιος καί Πορφύριος.  Ἀπό τήν ἄλλη οἱ ἐξομολόγοι-πνευματικοί ἐξετάζουν τό βάθος τῆς ψυχῆς τῶν εἰς αὐτούς προσερχομένων σύμφωνα μέ τίς ὀρθόδοξε ςπροδιαγραφές, ἐπικαλούμενοι τό φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐφ΄ὅσον πρόκειται γιά Μυστήριο τῆς Ἒκκλησίας καί ὄχι γιά ἁπλό διάλογο καί μέ ἀπόλυτο σεβασμό στό ἀνθρώπινο πρόσωπο, μέ χριστοδιακριτικότητα καί ἐλευθερία.  Εἶναι χαρακτηριστικά ὅσα γράφει ἐπ΄αὐτοῦ ὁ Γέρων Σωφρόνιος : «Καί κατ΄ αὐτήν εἰσέτι τήν ὥραν τῆς συνομιλίας μετά τῶν ἀνθρώπων προσεπάθουν νά κρατῶ τήν «ἀκοήν» τοῦ νοός μου ἐν τῇ καρδίᾳ, ὅπως συλλάβω τό Θεῖον νεῦμα, πολλάκις δέ καί τούς λόγους τούς ὁποίους ὤφειλον νά εἴπω»[5] .

Αὐτό λοιπόν τό μυστήριο τοῦ «ἔσω ἀνθρώπου»  προσπαθοῦν νά ἐξιχνιάσουν καί νά θεραπεύσουν οἱ ψυχοθεραπευτές[6] χρησιμοποιώντας τό φροϋδικό μοντέλο ἤ τά παράγωγά του, δηλ. μιά ζοφώδη καί  συγκεχυμένη ἀντίληψη περί τοῦ βάθους τῆς ψυχῆς.  Ὁ «πατέρας» τῆς Ψυχανάλυσης S. FREUD γράφει: «ἐργάζομαι στήν ὑπόθεση ὅτι ὁ ψυχισμός μας θεμελιώθηκε διά στρωματοποιήσεως : τό ὑλικό πού ὑπάρχει μέ τή μορφή μνημονικῶν ἰχνῶν ὑφίσταται ἀπό καιροῦ εἰς καιρόν κάτω ἀπό νέες συνθῆκες μιά ἀναδιοργάνωση, μιά ἐπανεγγραφή»[7]. Τί δηλοῦν οἱ ὅροι «στρωματοποίηση», «μνημονικά ἴχνη», «ἐπανεγγραφή», καθώς καί οἱ ὅροι «ἀσυνείδητο», «προσυνείδητο» καί «ὑποσυνείδητο», παρά τήν ἄβυσσο τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς, τήν ὁποία ὁ Φρόϋντ καί οἱ σύν αὐτῷ ὡς «ψυχικοί ἄνθρωποι» «οὐ δύνανται γνῶναι»(Α΄ Κορ. 2,14).  Αὐτή ἡ σύγχυση τῶν ψυχοθεραπευτῶν ἀπεικονίζεται πανοραμικά στίς πάνω ἀπό 300 σχολές ψυχοθεραπείας πού ἀντιστοιχοῦν στήν ἰδεολογία τῶν ἱδρυτῶν τους.  Ὄχι μόνο, κατά δική τους ὁμολογία, δέν μποροῦν νά ὁρίσουν τίς ἔννοιες, τίς ὁποῖες χρησιμοποιοῦν κατά κόρον, ὅπως π.χ. τήν ἔννοια τῆς «ἐπιθετικότητας» ἤ τοῦ «ναρκισσισμοῦ»[8], ἀλλά οὔτε τί σημαίνει «ψυχή» καί «Ψυχολογία».  «Τῆς Ψυχολογίας ὑπάρχουν τόσοι ὁρισμοί ὅσοι καί ψυχολόγοι...κάθε ψυχολογική θεωρία μᾶς δίνει μιά εἰκόνα τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου πού ἐλάχιστα συγγενεύει μέ τήν εἰκόνα μιᾶς ἄλλης θεωρίας» μέ ἀποτέλεσμα οἱ ἀπολυτοποιήσεις τους «νά καταντοῦν παραμορφωτικά πρίσματα τῆς εἰκόνας τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου»[9].

δ) Ἡ ψυχοθεραπεία ἑδραζομένη στίς παραπάνω συγκεχυμένες ἀντιλήψεις περί ψυχισμοῦ εἶναι μιά αὐθαίρετη διαδικασία τάχα «βοηθείας» τοῦ ἀνθρώπου.  Συνήθως εἶναι μιά ἐξοντωτική μέθοδος διερευνήσεως τοῦ ψυχικοῦ βάθους.  Κατά τή διάρκεια τῆς ἡμίωρης συνήθως( μπορεῖ καί 45λεπτης) ψυχαναλυτικῆς-ψυχοθεραπευτικῆς διαδικασίας («ψυχαναλυτική –ψυχοθεραπευτική συνεδρία») γίνεται προσπάθεια μέ διάφορα τεχνάσματα νά ἀναδυθεῖ στήν ἐπιφάνεια ὅτι κρύβεται στόν «πυθμένα»τῆς ψυχῆς.  Τέτοια τεχνάσματα εἶναι ἡ μέθοδος τὼν «ἐλεύθερων συνειρμῶν», τῆς ἑρμηνείας τῶν ὀνείρων, πράγμα ἀντίθετο πρός τή Γραφική καί Πατερική διδασκαλία[10], ἡ ἑρμηνεία ζωγραφικῶν σχεδίων τῶν «ἀναλυομένων», τά ὁποῖα ὑποτίθεται ὅτι προβάλλουν στοιχεῖα τοῦ ἀσυνειδήτου τους![11] Ὅλες οἱ τραυματικές ἐμπειρίες ἀπό τήν οἰκογενειακή ζωή, οἱ ποικίλες προσωπικές, συζυγικές ἐπαγγελματικές ἀποτυχίες κ.λ.π. ἀποκαλύπτονται στόν ψυχαναλυτή, ὁ ὁποῖος στό ἱστορικό τοῦ «ἀναλυομένου»ἐντάσσει τήν ἑρμηνεία του κι ἔτσι δημιουργεῖ τή λεγομένη «κατασκευή», τήν ὁποία προσπαθεῖ νά «περάσει» ὡς ἀλήθεια στόν «ἀναλυόμενο».   Ὅμως ὁ ψυχαναλυτής δέν εἶναι καί τόσο βέβαιος γιά τήν «κατασκευή» αὐτή.  «Ἡ ψυχαναλυτική διαδικασία ἐνέχει πάντα τό στοιχεῖο τῆς ἀνακατασκευῆς τῶν ἀρχικῶν ὑποθέσεων μέσω νέων στοιχείων πού προκύπτουν στήν ἀνάλυση»[12].  Ἔχουμε λοιπόν νά κάνουμε μέ μιά αὐθαίρετη κατασκευή περίπου σάν τίς αὐθαίρετες, ἐκτός σχεδίου, οἰκοδομές.  Μέ τή διαφορά ὅτι οἱ αὐθαίρετες οἰκοδομές ἀνατρέπουν τήν περιβαλλοντική καί οἰκιστική ἰσορροπία, ἐνῷ τά ψυχαναλυτικά κατασκευάσματα ὄχι μόνο δέν βοηθοῦν τήν ἀνθρώπινη ψυχή, ἀλλά κατακερματίζουν τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη καί ἀνατρέπουν τήν ἤδη εὔθραυστη ἰσορροπία της.  «Μισή ὥρα τήν ἑβδομάδα πήγαινα γιά ψυχανάλυση καί τίς ὑπόλοιπες μέρες προσπαθοῦσα νά μαζέψω τά κομμάτια μου», ἐξομολογήθηκε μιά «ἀναλυομένη».  Ὑποτίθεται ὅτι μέ τή συνειδητοποίηση τῶν δυσκολιῶν τῆς ψυχῆς πού προέρχονται ἀπό τά βάθη τῆς ὑπάρξεως καί τίς κατάλληλες συμβουλές θά βοηθηθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἤ καί θά θεραπευθεῖ.  Αὐτό ὅμως, ὅπως ἤδη ἔγινε φανερό ἀπό τά λεγόμενα τῶν ψυχοθεραπευτῶν, εἶναι ἀδύνατον διότι  «ἄνθρωπος ὄψεται εἰς πρόσωπον, ὁ δέ Θεός εἰς καρδίαν»(Α΄Βας. 16, 7).  Ἀφοῦ δέν μπορεῖ νά δεῖ τήν καρδιά, πολλῷ μᾶλλον δέν μπορεῖ νά τήν θεραπεύσει ἤ ἔστω νά τήν βοηθήσει.  Εἶναι ἐπίσης ἐνδιαφέρον νά δεῖ κανείς μέ βάση ποιά ἰδεολογία γίνεται ἡ «διάγνωση»  τῶν διαφόρων διαταραχῶν.  Ὡς παράδειγμα παρουσιάζουμε τά ψυχαναλυτικά «ἐργαλεῖα»  πού χρησιμοποιεῖ ὁ ψυχίατρος-ψυχοθεραπευτής Δ. Κυριαζῆς στά «ψυχαναλυτικά του σχόλια» στή «Γένεση»  καί τήν «Παραβολή τοῦ Ἀσώτου», πού δημοσιεύθηκαν στό ὑπό τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας ἐκδοθέν βιβλίο «Θεολογία καί Ψυχιατρική σέ διάλογο».  Στή μέν «ἐκμυθευμένη βιβλική διήγηση τῆς Γένεσης» ἀνακαλύπτει «μητρική ἐξάρτηση (sic) τοῦ Ἀδάμ ἀπό τήν Εὔα»[13].  Λέει ὅτι «ὁ Ὄφις μπορεῖ νά κατανοηθεῖ ἐδῶ ὄχι ἁπλᾶ σάν σύμβολο τοῦ φαλλοῦ[!], σύμβολο τῆς ἐπιθυμίας...»[14] , στή δέ παραβολή τοῦ Ἀσώτου ἀνακαλύπτει ὅτι «τά δύο ἀδέλφια...εἶναι μπλεγμένα στό δίχτυ ἑνός οἰδιποδείου συμπλέγματος μέ τό πατέρα καί μεταξύ τους»[15] καταλήγοντας ὅτι «οἱ ἄνθρωποι, ἄνδρες καί γυναῖκες, πατέρες, μητέρες καί παιδιά εἴμεθα μπλεγμένοι...στή δυαδική ναρκισσιστική –φαλλική προβληματική ἤ καί στήν κατάσταση τοῦ οἰδιποδείου συμπλέγματος καί ὄχι μόνο,  ὅπως μᾶς διδάσκει ἡ ψυχανάλυση»[16].  Καί ὁ μέν  κ.  Κυριαζῆς  εἶναι δέσμιος τῶν φροϋδικῶν του ἰδεολογημάτων, ἀλλά ἐμεῖς, ὡς ὑπεύθυνοι ποιμένες, γιατί θά πρέπει νά στεγάζουμε σέ χώρους ἐκκλησιαστικούς ἡμερίδες μέ τέτοιες εἰσηγήσεις καί νά ἐκδίδουμε ἀπό τόν ἐπίσημο ἐκκλησιαστικό,  ἐκδοτικό μας φορέα τέτοια βιβλία, πού μᾶς ζημιώνουν πνευματικά;

ε) Στούς χριστιανούς καί μάλιστα στούς ἀστηρίκτους, μέ τή διαρκῆ προπαγάνδα (ὄχι μόνο ἀπό τά Μ.Μ.Ε., ἀλλά καί ἀπό τούς ἐκκλ. Σταθμούς, τά διάφορα βιβλία, πολλές φορές καί ἀπό τίς Σχολές Γονέων) καλλιεργεῖται σύγχυση μεταξύ ἐξομολογήσεως καί ψυχοθεραπείας.  Ὁ προαναφερθείς ψυχίατρος γράφει ὅτι «εἶναι δύσκολο νά ἔλθει κανείς στόν ἑαυτό του χωρίς ἐξωτερική βοήθεια».  Ἀπαιτεῖται ἡ συνεργασία μέ ἕναν «ὁδηγό», ἕναν ψυχοθεραπευτή, ἕναν γέροντα»[17].  Τή σύγχυση ἐπιτείνουν οἱ ἱερεῖς – ψυχοθεραπευτές, οἱ ὁποῖοι ἐπιδιώκουν νά μεταφέρουν τά χαρακτηριστικά τῶν ψυχοθεραπευτῶν στούς ἱερεῖς : «Μέ τό δεδομένο τῶν ὁμοιοτήτων τῆς ψυχοθεραπείας μέ τήν ποιμαντική πρακτική» εἶναι «ἀνάγκη νά χαρακτηρίζονται οἱ κληρικοί καί ἀπό μητρικές[!] ἰδιότητες       (ἐκτός ἀπό τίς πατρικές) κυρίως νά ἐμπεριέχουν τόν ἄλλο μέ τρόπο θεραπευτικό»[18].

Εἶναι, φρονοῦμε, σαφές ὅτι μερικές λεκτικές καί ἐξωτερικές ὁμοιότητες δέν μποροῦν νά γεφυρώσουν τό «μέγα χάσμα», τό ὁποῖο «ἐστήρικται» μεταξύ Ἐξομολογήσεως καί ψυχοθεραπείας.  Εἶναι ἀδιανόητο, ἡ ὑπό τῶν Ἁγίων Πατέρων πράξει καί θεωρίᾳ δεδιδαγμένη καί ὑπό τῶν ἱερέων ἀσκουμένη «πνευματική πατρότης» στά πλαίσια τῆς ἐξομολογήσεως καί τῆς ἐν γένει ποιμαντικῆς, νά χρήζει συμπληρώσεως ἀπό μιά ἀκαθόριστη «μητρότητα», τήν ὁποία, κατά τούς «Ἰσραηλινούς ψυχοθεραπευτές» ἔχουν ἀνάγκη οἱ «ἀναλυόμενοι»! Σύγκριση ἤ συνεξέταση τῶν δύο μεγεθῶν εἶναι ἀνίερη καί ἀπαράδεκτη.

Ἀπό τή μιά πλευρά ἔχουμε τήν ὑπό τοῦ Χριστοῦ δωρηθεῖσα Χάρη καί ἐξουσία  στούς ἱερεῖς νά συγχωροῦν καί νά θεραπεύουν τίς ψυχές τῶν χριστιανῶν κι ἀπό τήν ἄλλη μιά ἀνθρωποκεντρική συμβουλευτική-«ποιμαντική»(pastoral care) στηριγμένη σέ ποικίλα ἰδεολογικά πλαίσια μέ ἀσαφεῖς τοποθετήσεις, δυνατότητες, στόχους καί μεθόδους.

Εἶναι, Σεβαστοί μας Πατέρες,  λυπηρό, ἱερεῖς νά ἐξομοιώνουν τήν ἄκτιστη δωρεά τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο μέ τά ἀνύπαρκτα ἀποτελέσματα τῆς ψυχοθεραπείας, ἡ ὁποία δῆθεν ἀπαλλάσσει ἀπό τή φθορά τόν ἄνθρωπο, τοῦ προσφέρει ἐλευθερία καί ἐπιφέρει ἀλλαγές ὀντολογικῆς τάξεως :

«Ἄν καί ὅταν τά ψήγματα ἐλευθερίας τοῦ προσώπου ὁδηγήσουν τά βήματά του στήν ἐξομολόγηση ἤ στήν ψυχοθεραπεία, καί ἄν τό πρόσωπο συνεργήσει στή θεραπεία του στά δύο αὐτά πλαίσια (πράγμα καθόλου αὐτονόητο) ἡ ὕπαρξη ἐξέρχεται ἀπό τή νομοτέλεια τῆς φθορᾶς καί ἀπολαμβάνει περισσσότερη ἐλευθερία. Ἄν θέλη, μπορεῖ νά τήν στρέψει πρός τόν Θεό, ἐξ οὗ  καί ὁ σωστικός χαρακτήρας τῆς ἐξομολογήσεως. Ἄν δέν θέλη, μπορεῖ ἁπλῶς νά χαρῆ τήν ἐλευθερία της, τό ὕψιστο στοιχεῖο τοῦ «κατ΄εἰκόνα», γεγονός ὄχι λιγότερο χαρμόσυνο.  Νά γιατί μέσα στούς χαμηλόφωνους ἤ ἀγωνιώδεις τόνους τῆς ψυχοθεραπευτικῆς συνεδρίας συντελεῖται ὄχι ἄμεσα λυτρωτικοῦ χαρακτῆρα, ὅπως ἡ ἐξομολόγηση, ἀλλά πάντως μέ συνέπειες ὀντολογικῆς τάξεως»[19].

Ὑπάρχουν ὅμως καί χειρότερα.  Στήν ἡμερίδα «Θεολογία καί Ψυχιατρική σέ διάλογο», πού πραγματοποιήθηκε στό πνευματικό κέντρο τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Λειβαδιᾶς ἔγινε μιά ἀνεπίτρεπτη προσπάθεια διαχωρισμοῦ, διασπάσεως τοῦ Ἱεροῦ Μυστηρίου τῆς Ἐξομολογήσεως σέ διαδικασία ἐξαγορεύσεως τῶν ἁμαρτιῶν καί ἀφέσεως ἀπό τή μιά καί σέ διαδικασία ἐξαγορεύσεως λογισμῶν καί ποιμαντικῆς συμβουλευτικῆς ἀπό τήν ἄλλη.  Κατά τήν ἄποψη τῶν ὁμιλητῶν «ἡ ἐξομολόγηση δέν εἶναι κατ’ἀνάγκην θεραπευτική διαδικασία.  Ὅταν (ἡ ἐξομολόγηση)  διεκδικήσει αὐτό τό ρόλο τότε μπορεῖ ἀκριβῶς νά κάνει αὐτή τή ζημιά.  Ὅταν ἕνας πνευματικός θελήσει νά κάνει τόν θεραπευτή, μπορεῖ νά κάνει ζημιά!...Δουλεύει σέ φαρμακεῖο χωρίς νά εἶναι φαρμακοποιός». Πρέπει νά ἔχει τό «χάρισμα τοῦ ποιμαντικοῦ συμβούλου» ἀλλιῶς «τά πράγματα δυσχεραίνονται»[20].

Εἶναι βέβαια αὐτές οἱ θεωρητικές κατασκευές σαφῶς ἀντίθετες μέ τήν ἀποκρυσταλλωμένη ἐμπειρία καί πρακτική τῆς Ἐξομολογήσεως, ἡ ὁποία ἐπιπόλαια κατηγορεῖται ὡς «ἀνελεύθερη» καί «δικανική», χρήζουσα τάχα «θεολογικῆς διερευνήσεως» καί ἀποκαταστάσεως τοῦ ἐκκλησιολογικοῦ της χαρακτῆρα[21].(Μήπως καί ἐδῶ εἶναι πρόθυμη νά «βοηθήσει» ἡ ψυχανάλυση;).  Εἶναι ἀσφαλῶς γνωστά εἰς Ὑμᾶς ὅσα θά παραθέσουμε, ἀλλά νοιώθουμε τήν ἀνάγκη νά καταθέσουμε τήν ἱερατική μας μαρτυρία διά τῶν λόγων τῶν ἁγίων Πατέρων :

«Σπεύσεις δέ διά παντός τοῦ βίου πνευματικόν πατέρα ἔχειν καί ἐξαγγέλλειν αὐτῷ  π ᾶ ν  ἁ μ ά ρ τ η μ α  καί π ά ν τ α   λ ο γ ι σ μ ό ν καί λαμβάνειν παρ’αὐτοῦ τήν ἰ α τ ρ ε ί α ν   καί τήν ἄ φ ε σ ι ν.   Αὐτῷ γάρ ἐδόθη λύειν καί δεσμεῖν ψυχάς...Διά  τοῦτο  καί       σ υ μ β ο ύ λ ε υ σ α ι  καί ὑπάκουσον διά τέλους τοῖς ἐν πνεύματι πατράσιν»[22].   

  « ... ὀφείλεις ἀναδέχεσθαι τούς  λ ο γ ι σ μ ο ύ ς  πάντων τῶν ἐπί ἐξομολογήσει τῶν ἰδίων ἁμαρτημάτων προσερχομένων σοι, καί ἀνακρίνειν αὐτούς καί τά βάθη τῶν καρδιῶν αὐτῶν, ἐρευνᾶν τά διανοήματα καί τά πράξεις καταμανθάνειν. ἐφ ᾦ, τάς μέν ἀρχάς καί αἰτίας ὡς οἷον τε ἀναστέλλειν καί ἀνασπᾶν, τά δέ τέλη καί ἐνεργήματα τούτων εὐθύνειν κανονικῶς καί πρός τάς ἕξεις καί διαθέσεις τῶν προσερχομένων καί τά φάρμακα τούτοις ἐπιτιθέναι καί γίνεσθαι τοῖς πᾶσι τά πάντα, ἵνα πάντας κερδήσῃς, νῦν μέν ἐλέγχων, νῦν δέ ἐπιτιμῶν καί παρακαλῶν καί παντί τρόπῳ τήν σωτηρίαν τούτων πραγματευόμενος[23].

Ἡ καταλυτική αὐτή μαρτυρία τῶν Ἁγίων Πατέρων νομίζουμε φιμώνει τά «ἀπύλωτα στόματα» τῶν ἐναντία φρονούντων, ἀποδεικνύει περίτρανα τίς, Χάριτι Χριστοῦ, ἀπέραντες ἀληθεῖς δυνατότητες θεραπείας τῆς ψυχῆς πού ἔχει τό Μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως, τήν τελειότητα καί πληρότητα τῶν θεανθρωπίνων μεθόδων της καί τό ἀδιάσπαστο ἐξαγορεύσεως ἁμαρτιῶν καί λογισμῶν, συμβουλευτικῆς, ἀφέσεως καί θεραπείας.

Ἐπεκτείνοντας, ἁγιώτατοι Πατέρες, τόν προβληματισμό μας ἐπί τῶν ἐνδεχομένων συνεπειῶν τῆς ὑπ’ ἀριθ. 2677 Ἐγκυκλίου, παρατηρήσαμε ὅτι μαζί μέ τόν τεχνητό διαχωρισμό Πνευματικοῦ-Ποιμαντικοῦ συμβούλου ἐκ μέρους τῶν ἱερέων-ψυχοθεραπευτῶν, καλλιεργεῖται διαρκῶς ἡ ἐντύπωση τῆς ἀνεπαρκείας τῶν ἱερέων-ἐφημερίων, ὑποτιμᾶται ἡ διακονία τους, ἡ πολλές φορές ἀθόρυβη πλήν αἱμάσσουσα ἐργατικότητά τους, ἡ ὁποία ἐκτείνεται ἀπό τήν ἔκδοση ἀδείας Γάμων καί πιστοποιητικῶν, «βαρετῶν»μέν ἀλλά ἀπαραιτήτων, μέχρι τῆς ἀνεγέρσεως Ναῶν καί ἀπό τήν ἀναγνωση εὐχῶν καί τρισαγίων μέχρι τήν τέλεση τῶν Μυστηρίων, τῆς Θείας Λειτουργίας καί τήν διακονία τοῦ λόγου.  Παντοῦ γράφουν οἱ ἐν λόγῳ ἱερεῖς-ψυχίατροι γιά τόν ἐπαγγελματισμό τῶν ἐφημερίων, τήν ἀγνωσία τους, τήν τυπολατρεία τους, τήν ἔλλειψη ποιμαντικοῦ ἐνδιαφέροντος, τήν κενοδοξία, τή φιλοχρηματία καί τόν συχνά νοσηρό ψυχισμό τους.  Παραθέτουμε σχετικά ἀποσπάσματα :

«Οἱ πιό ἐργατικοί κληρικοί...κάθονται πίσω ἀπό γραφεῖα, διαβάζουν ὑπηρεσιακή ἀλληλογραφία, συντάσσουν ἔγγραφα...»[24]. «Ὁ κληρικός συνήθως κατέχεται ἀπό ἕνα σύμπλεγμα κατωτερότητας, θεωρεῖ τόν ἑαυτό του σάν κάποιο πού βρίσκεται στό χαμηλώτερο σκαλοπάτι τῆς καθιερωμένης ἐπαγγελματικῆς ἱεραρχίας»[25].  Εἶναι ἕνας «ἐπαγγελματίας προσευχητής....Ἐξυπακούεται ὅτι (οἱ κληρικοί) δέν προσεύχονται ὅταν κάνουν τά πέντε εὐχέλαια, τούς δέκα γάμους, τίς δέκα βαπτίσεις, τούς εἴκοσι ἁγιασμούς, τά πενήντα τρισάγια στό νεκροταφεῖο πηδώντας ἀπό τάφο σέ τάφο....Σ΄ αὐτή τήν περίπτωση ὁ κληρικός κάνει τά ἐξωτερικά τῆς προσευχῆς, ὅπως οἱ ἱερόδουλες κάνουν τά ἐξωτερικά τοῦ ἔρωτα...»[26]. «Ἡ εἰκόνα πού διατηροῦν οἱ νέοι ἄνθρωποι γιά τήν Ἐκκλησία εἶναι βασικά μουσειακή ...οἱ ἄνθρωποι αἰσθάνονται πρός τούς κληρικούς ὅ,τι καί πρός τά νεκροταφεῖα.  Εἶναι ἱερά, προκαλοῦν φόβο καί βρίσκονται ἔξω ἀπό τή ζωή»[27]. «Χειροτονοῦμε περιφερόμενα ἀνέκδοτα γιά νά ποιμάνουν ψυχές»[28].

Στό βιβλίο «Ποιμένας καί θεραπευτής», τό ὁποῖο δόθηκε πρός μελέτη καί ἐξέταση στούς σπουδαστές τῆς Ἀνωτέρας Ἐκκλ. Σχολῆς γιά τό μάθημα τῆς Ποιμαντικῆς καί ὑπό τό κεφάλαιο « Ἡ ἱερατική διακονία τοῦ ὀρθοδόξου κληρικοῦ», ἀναφέρονται ὡς «εἴδη θρησκευτικῆς διακονίας» ὁ σαμάνος, ὁ μάγος, ὁ ἐξορκιστής, ὁ μάντης μέ τήν παρατήρηση ὅτι αὐτά τά «εἴδη...ἀποτελοῦν γιά τόν κληρικό μιά ἱστορική καί πολιτισμική κληρονομιά τῆς ἱερατικῆς του ταυτότητας.  Πρέπει ὅμως νά βροῦν τίς αὐθεντικές τους διαστάσεις μέσα στήν καινή πραγματικότητα τῆς ἐν Χριστῷ ἀποκεκαλυμμένης ἀλήθειας»[29]. Διερωτᾶται κανείς τί μπορεῖ νά ἀξιοποιήσει ὁ ὀρθόδοξος κληρικός ἀπό αὐτήν τήν δυσώδη «κληρονομιά» τῶν μάγων κλπ. πού ὑπηρετοῦσαν τόν Σατανᾶ καί κρατοῦσαν στό σκοτάδι τῆς δουλείας τούς ἀνθρώπους, ποιά σχέση, ἔστω καί τήν παραμικρή, μπορεῖ νά ἔχει ἡ «τράπεζα τοῦ Κυρίου», τήν ὁποία διακονεῖ ὁ ὀρθόδοξος ἱερεύς, μέ τήν «τράπεζα τῶν δαιμονίων» (Α΄Κορ. 10, 21) πού ὑπηρετοῦν οἱ μάγοι καί οἱ μάντεις;

Ἐννοεῖται ἐπίσης, κατά τούς ἐν λόγῳ συγγραφεῖς, ὅτι οἱ περισσότεροι κληρικοί εἶναι ἀνεπαρκεῖς ὡς πρός τήν ποιμαντική τους συμβουλευτική.  Στό βιβλίο «Ἀναζητώντας τό πρόσωπο» παρουσιάζονται τέσσερα περιστατικά «ἀναλυομένων», τούς ὁποίους οἱ πνευματικοί ἔβλαψαν ἀφάνταστα[30], ἐνῷ στήν προαναφερθεῖσα ἡμερίδα μιά γυναῖκα ἀφήνεται σκόπιμα νά φανερώσει τήν ἀνεπάρκεια τοῦ ἐξομολόγου καί τῆς ἐξομολογήσεως σέ ἀντίθεση μέ τήν οὐσιαστική βοήθεια τῶν ψυχοθεραπευτῶν : « Ἔβγαινα ἀπό τήν ἐξομολόγηση, ἀλλά συνέχιζα νά νιώθω τό ἴδιο ψυχοπλάκωμα, τήν ἴδια δύσπνοια, τό ἴδιο ἄγχος...ὅσο νά περάσει ἡ ἑβδομάδα ἔπρεπε νά ξανατρέχω στόν παπᾶ, νά ξαναπῶ τά ἴδια, ξανά πάρε ἄφεσι παιδί μου καί φύγε, κ.ο.κ.  Πολύ ἀργότερα, ὅταν πιά μπῆκα σέ ψυχοθεραπεῖες διαφόρων εἰδῶν καί ἰδιοτήτων, ἔφτασα σ΄ ἕνα σημεῖο ἤ μέ φτάσανε, ὥστε ἄρχισα νά ψάχνω μέσα μου, ὥσπου ἀνακάλυψα ὅτι στήν ψυχή μου ὑπῆρχε ἕνα μίσος ἀβυσσαλέο ἐνάντια στή μάνα μου... Τό Θεό τόν ἔβλεπα σάν ἕνα σαδιστή, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ἔχει δώσει τίς μεγάλες ἐπιθυμίες γιά ἀγάπη, γιά ἔρωτα, γιά σεξουαλικότητα, ἀπό τήν ἄλλη σοῦ ἔλεγε ὄχι, ἀπαγορεύεται, αὐτό δέν θά τό κάνεις!....Καταθέτω αὐτή τήν προσωπική ἐμπειρία, γιά νά πῶ ἐπίσης ὅτι ὕστερα ἀπό πολλά χρόνια θεραπείας ἀγαπῶ τή μάνα μου»[31].

Ἡ πότε εὐθέως καί πότε πλαγίως, ἐντέχνως καλλιεργουμένη ἄποψη περί ἀνεπαρκείας τῶν ἱερέων-πνευματικῶν καί τοῦ Μυστηρίου τῆς ἐξομολογήσεως ὁδηγεῖ συνειδητά, καμμιά φορά καί ἀνεπίγνωστα στίς ἑξῆς τοποθετήσεις καί τίς συνακόλουθες τους μεθοδεύσεις :    

1)Κρίνονται ἀπαραίτητοι γιά τή ζωή τῶν χριστιανῶν οἱ «εἰδικοί» ἐπί ὅλων τῶν θεμάτων σύμβουλοι.  Ἔτσι στόν κληρικό στόν ὁποῖο «ἐλλείπουν τά ἀπαραίτητα <ἐργαλεῖα>, ἄν δέν μπορεῖ νά ὑποβάλη τόν ἑαυτό του στήν ἀσκητική τοῦ συγκεκριμένου προσώπου, ὀφείλει «τουλάχιστον νά ζητήση τή βοήθεια εἰδικοῦ»[32], χωρίς παρά ταῦτα νά ὑπάρχει κάποια ἐμφανής διαταραχή.  «Γιά τά συζυγικά προβλήματα ἕνας καλλίτερος τρόπος εἶναι νά μιλήσει κανείς στό γιατρό του ἤ σέ κάποιο πνευματικό. Ὡστόσο πολύ συχνά ὅλοι αὐτοί εἶναι ἀπασχολημένοι καί τίς περισσότερες φορές δέν ἔχουν τίς ἀπαραίτητες γνώσεις καί πεῖρα γιά νά ἀντιμετωπίσουν συζυγικά προβλήματα.  Τό καλλίτερο εἶναι νά μιλήσει γιά τίς συζυγικές του δυσκολίες σέ κάποιον πού ἔχει ειδικευθεῖ γιά νά ἀντιμετωπίζει τέτοιου εἴδους δυσκολίες»[33]. «Ὅλοι σχεδόν οἱ γονεῖς θά μποροῦσαν νά χρησιμοποιήσουν τή βοήθεια κάποιου ἔμπειρου εἰδικοῦ γιά νά ἀντιμετωπίσουν μέ περισσότερη ἐπιτυχία τά παιδιά τους»[34]. Ὅπως γίνεται ἀντιληπτό, ὅλη ἡ ζωή τῶν χριστιανῶν σέ ὅλες τίς ἐκφάνσεις καί δυσκολίες της βγαίνει ἔξω ἀπό τήν ποιμαντική τῆς Ἐκκλησίας μας, παραδίδεται στό γεῶδες φρόνημα καί στίς ποικίλες «τεχνικές» τῶν ψυχολόγων-ψυχοθεραπευτῶν.  Ὁ ἱερεύς γίνεται ἕνας βοηθός τῶν «ἔμπειρων», ἕνας διεκπεραιωτής πρός τούς σπουδασμένους «εἰδικούς».  Μπορεῖ ὅμως νά ἀναβαθμισθεῖ ἄν δεχθεῖ ὅτι

2) πρέπει ὡς ἱερεύς νά ὑποστεῖ ἐκπαίδευση ψυχολογικῆς τάξεως. Ἤδη καλοῦνται οἱ ἱερεῖς ἐπίμονα νά συμμετάσχουν σέ σεμινάριο «Ψυχικῆς ὑγείας ὑπό τήν αἰγίδα τῆς Ἑλληνικῆς Ψυχιατρικῆς Ἑταιρίας» στό Ἐνοριακό Κέντρο Ἁγίου Χαραλάμπους  Ἰλισίων.  Αὐτό κυρίως ζητεῖται γιά «νά εἶναι σέ θέση νά ἐπιτύχουν τήν εὐκταία συνεργασία μέ τούς εἰδικούς καί νά ἀποκτήσουν ψυχοθεραπευτικές δεξιότητες»[35].       

3) Οἱ ἱερεῖς καθώς καί θεολόγοι, παιδαγωγοί κ.λ.π.  θά πρέπει νά ἐνταχθοῦν «σέ προγράμματα ψυχαναλυτικοῦ τύπου θεραπείας (ἀτομικῆς, ὁμαδικῆς κ.λ.π.) ἀπό κατάλληλα ἐκπαιδευμένους θεραπευτές...Αὐτό θά βοηθοῦσε τούς ἐνδιαφερομένους νά ἐμβαθύνουν σέ θέματα προσωπικῆς ψυχολογικῆς αὐτογνωσίας καί θεραπείας, ἐνῷ θά ἦταν δυνατόν ἀκόμη καί νά διευκολύνουν τόν πνευματικό τους ἀγῶνα πρός τήν οἰκείωση τῶν δωρεῶν τοῦ πνεύματος, παράλληλα δέ θά τούς ὅπλιζε ἐκπαιδευτικά γιά μιά περισσότερο ἀποτελεσματική δράση στό συμβουλευτικό καί ποιμαντικό τους ἔργο»[36].  Σ΄αὐτό τό κείμενο εἶναι ἐμφανής ὁ βαρλααμικός πειρασμός.  Ἡ «ψυχο-γνώση», ἡ ἐμπειρία τῆς ψυχαναλύσεως βοηθοῦν καί θεραπεύουν τήν ψυχή, δίνουν αὐτογνωσία!  Ὀρθά τονίζει ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ἱερόθεος ὅτι «οἱ ψυχοθεραπευτές εἶναι διάδοχοι τοῦ Βαρλαάμ...ὅτι ἄν ζοῦσαν στήν ἐποχή τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ...θά θεωροῦσαν» τόν Ἅγιο «ἀνίκανο νά προσλάβει στή διδασκαλία του τήν ἐπιστήμη τῆς ψυχαναλύσεως...ἀλλά καί ὁ Ἅγιος...χρησιμοποιώντας τήν μέθοδο τῆς ὀρθοδόξου εὐσεβείας, πού εἶναι ἡ κάθαρση, ὁ φωτισμός καί ἡ θέωση θά τούς θεωροῦσε αἱρετικούς»[37]. Χρήσιμη γιά τούς κληρικούς κρίνει καί ἄλλος κληρικός-ψυχοθεραπευτής τήν ψυχανάλυση : «Διερωτᾶται κανείς μήπως θά ἦταν σκόπιμη ἡ ἐνθάρρυνση κάποιων ὑποψηφίων ἤ κληρικῶν νά δεχθοῦν ψυχοθεραπεία, ἔστω καί ἐν ἀπουσίᾳ συγκεκριμένου προβλήματος»(!)[38]

Σ΄αὐτή τή συνάφεια θά θέλαμε νά Σᾶς ἐπισημάνουμε ὅτι στήν ἡμερίδα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Λειβαδιᾶς, ὅπως φαίνεται ἀπό τά ἐκδεδομένα Πρακτικά[39], μιά ἀπό τίς «Ὁμάδες Ἐργασίας» μετετράπη σέ γκροῦπ ὁμαδικῆς ψυχαναλύσεως, ὅπου καθένας τεχνηέντως παρωθεῖτο νά πεῖ δημοσίως ὅ,τι εἶχε στήν καρδιά του, στό δέ τέλος ἔγινε ἀπό τόν ὑπέυθυνο μιά φροϋδική ἀξιολόγηση τῆς ἀναλύσεως.

δ) Σύμφωνα μέ τούς σχεδιασμούς ὁρισμένων ἱερέων-ψυχοθεραπευτῶν «προκειμένου νά ἀπολαύσουμε ἐφαρμοσμένη θεολογία πρίν πεθάνουμε[40] «θεσπίζεται ὑποχρεωτική γνωμοδότηση συμβουλίου ἀπό κληρικούς καί ψυχολόγους-ψυχιάτρους γιά τήν καταλληλότητα ὑποψηφίου κληρικοῦ.  Ἡ γνωμοδότηση θά ἐκδίδεται 2 ξεχωριστές φορές πού θά ἀπέχουν μεταξύ τους 3 χρόνια καί δέν θά ἔχουν δεσμευτικό χαρακτήρα»[41].

ε)  Ἡ προπαγανδιζομένη ἀνεπάρκεια τῶν ἱερέων, κατ΄οὐσίαν τῆς Χάριτος, ἡ ὁποία ἔχει ἀνάγκη τήν ψυχολογία, τείνει νά περιλάβει καί τήν ἁγιωτάτη μας Ἐκκλησία.  Σέ ἱερατική σύναξη τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Θηβῶν καί Λεβαδείας, ὁ εἰσηγητής, ὁ ὁποῖος στό βιογραφικό του καί συγκεκριμένα στά ἐπιστημονικά του ἐνδιαφέροντα περιλαμβάνει «τό ἐνδιαφέρον του γιά τήν ψυχολογία τοῦ κληρικοῦ καί τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ὀργανισμοῦ»  (sic) [42], εἶπε ὅτι «δέν εἶναι ὑπερβολή ἄν ἰσχυριστοῦμε πώς ἡ Ἐκκλησία μας περνᾷ ἰσχυρή κρίση ταυτότητος»[43], ένῷ ἀλλοῦ ἔγραψε «ὅτι ἡ Ἑλλαδική Ἐκκλησία παρέχει εἰκόνα καταθλίψεως μέ τήν αὐστηρά ψυχοδυναμική ἔννοια»[44], ὅτι πάσχει ἀπό «καταιγιστική ποιμαντική ἀνικανότητα»[45].

στ) Μετά ἀπό αὐτή τήν ψυχαναλυτική μεταχείριση τῆς Ἐκκλησίας, ὁ δρόμος εἶναι ἀνοιχτός γιά μιά μαζική ψυχολογοποίηση ὅλων τῶν μορφῶν ἐκφράσεως, μέσων καί δομῶν της.  Ἔτσι «ἡ πατερική πνευματική παρακαταθήκη πρέπει πρῶτα νά βιωθεῖ, νά κατανοηθεῖ σωστά καί στή συνέχεια νά ἐπαναδιατυπωθεῖ μέ σύγχρονους ὅρους»[46].  Μέ δεδομένο ὅτι οἱ κληρικοί τείνουν νά «πνευματικοποιοῦν τά ψυχολογικά γεγονότα...χρησιμοποιώντας θεολογικές ἔννοιες» κρίνεται ἀναγκαῖο «τό ζήτημα τῶν σχέσεων μεταξύ ψυχολογικῆς γλώσσας καί θεολογικῆς γλώσσας νά τεθεῖ πρός διερεύνησιν»[47], ἐνῷ ἀλλοῦ διατυπώνεται ὁ ἰσχυρισμός ὅτι «ἡ θετικότητα, ἡ ἀκριβολογία καί ὁ ρεαλισμός τῆς ψυχιατρικῆς γλώσσας μποροῦν νά συμβάλουν στήν ἀποκάθαρση τῶν ἀσαφειῶν πού μαστίζουν τό θεολογικό μας λόγο»[48].  Ἕνα τέτοιο δεῖγμα ψυχιατρο-θεολογικῆς γραφῆς μᾶς δόθηκε μέ τό κείμενο «Ἡ ἐλπίδα τῆς χριστουγεννιάτικης ἀπελπισίας», δημοσιευμένο στό περιοδικό ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ. Πανταχοῦ ἀποῦσα ἡ ὑπέροχη θεολογία καί ἡ ἀκριβολόγος ὅσο καί εὐφρόσυνη γλῶσσα τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἀλλά πανταχοῦ παροῦσα ἡ νοσηρή ψυχαναλυτική γλῶσσα,  «ἡ ὑπομανιακή εὐθυμία», «κατάθλιψη», «τό ψυχολογικό ὑπόβαθρο τῶν φαινομένων»,  «ἡ ἀμυντική  βουλιμική  διάθεση τοῦ καταθλιπτικοῦ ἀτόμου», ἀκόμα καί τό «συλλογικό ἀσυνείδητο»[49].  Πρόκειται γιά μιά γλῶσσα, ἡ ὁποία ἤ ἀπευθύνεται σέ ψυχασθενεῖς ἤ ἑτοιμάζει ψυχασθενεῖς.

Ἀπό τήν ἀνατομική κλίνη τῶν ψυχαναλυτῶν δέν ἐξαιρεῖται οὔτε ἡ λατρεία μας. Ἡ κατάνυξη, ὅπως βιώνεται στή λατρεία, ἐξετάζεται καί ἀναλύεται ψυχολογικά, δεδομένου ὅτι ὑπάρχει «μιά ποικιλία τοῦ σχετικοῦ βιώματος». Γι’ αὐτό οἱ «εἰδικοί» ὁμιλοῦν γιά «ψυχολογία τῆς Λατρείας»[50].

Μέχρι ἐδῶ, Σεβασμιώτατοι Πατέρες,  ἐκθέσαμε τίς ἐπιφυλάξεις μας γιά τή δυστυχῶς ἤδη ἐν σπουδῇ ἀρξαμένη συνεργασία πνευματικῶν –ψυχιάτρων, ψυχολόγων κλπ. καί γιά τίς εὐρύτερες συνέπειές της στήν ἐν γένει ἐκκλησιαστική ζωή.

Φρονοῦμε ταπεινά ὅτι ἄν δέν ἀνασταλοῦν οἱ δραστηριότητες τῶν «ψυχοθεραπευτῶν», ὑπάρχει κίνδυνος νά μετατραποῦν σέ κριτές, τιμητές τῆς «ψυχικῆς ὑγείας» κληρικῶν καί λαϊκῶν καί ρυθμιστές τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς ἴσως-ἴσως καί σέ δυνάστες κλήρου καί λαοῦ.  Σ΄αὐτό ὑποβοηθεῖ ἡ ἐλλιπής  καί ἀσαφής «διάκριση τῶν κλινικῶν ὀντοτήτων σέ ψυχώσεις, νευρώσεις, διαταραχές προσωπικότητος, διαταραγμένες ἀντιδράσεις κ.λ.π.  ἡ ὁποία «σχεδόν καθημερινῶς ἀποδεικνύεται σχηματική, αφοῦ οἱ κλινικές εἰκόνες συχνότατα τέμνονται καί ἀλληλοεπικαλύπτονται»[51].  Ἀκολουθώντας μέ συνέπεια αὐτή τή λογική, ἡ κρίσις περί τοῦ ποιός εἶναι «ψυχικά ὑγιής» ἐπαφίεται στούς «εἰδικούς». Ἄν-ὅ μή γένοιτο! - υἱοθετηθοῦν τά σχέδια καί τά προγράμματα τῶν ἱερέων-ψυχοθεραπευτῶν π.χ. ἡ γνωμοδοτική ἐπιτροπή ἱερέων καί ψυχολόγων γιά τούς πρός χειροτονίαν ὑποψηφίους, θεσμός ὁ ὁποῖος ἀκυρώνει τόν ἐκκλησιαστικό θεσμό τοῦ «συμμαρτυροῦντος» πνευματικοῦ, τότε θά μποροῦσαν νά ἀποκλεισθοῦν ἀπό τή χειροτονία πολλοί πιστοί μέ διάφορες ἐπιστημονικοφανεῖς, ψευδοϊατρικές δικαιολογίες.

Ἐπ΄ αὐτοῦ χρειάζεται νά εἴμεθα σαφεῖς : Κατά τούς ψυχοθεραπευτές «ἡ περίπτωση τοῦ φανατικοῦ εἶναι μία ἀπό...τίς διαταραχές» τοῦ ψυχισμοῦ[52].  Ποιός εἶναι ὅμως ὁ «φανατικός», ὁ «φουνταμενταλιστής» κατά τούς ἐν λόγῳ  ψυχοθεραπευτές;  Διαβάζουμε ἀπό τό βιβλίο πού ἐξετάστηκαν οἱ σπουδαστές τῆς Ἀνωτέρας Ἐκκλ. Σχολῆς : «...βλέπουμε στόν ἐκκλησιαστικό βίο νά παρουσιάζονται φαινόμενα θρησκευτικοῦ φανατισμοῦ καί φουνταμενταλιστικῶν ἀποκλίσεων.  Τέτοια φαινόμενα εἶναι ἡ συνεχής ἐνασχόληση μέ τόν ἀντίχριστο, ἤ τό «666», τή μαγεία καί τούς ἐχθρούς τῆς πίστης, καί γενικά τήν ἐπικράτηση μιᾶς δεισιδαίμονος καί μισαλλόδοξης θρησκευτικότητας...»[53]Ἀσφαλῶς ἀντιμετωπίζουμε καθημερινά διάφορα νοσηρά φαινόμενα, ἀλλά οἱ ἐν λόγῳ πατέρες κατατάσσουν στά φαινόμενα τῆς «μισαλλόδοξης θρησκευτικότητας»,  ὄχι μόνο ὅσους χριστιανούς ἀνησυχοῦν γιά τά «ἔσχατα» - πράγμα καθ’ὅλα νόμιμο στά πλαίσια τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως καί ὄχι ἀναγκαστικά νοσηρό - ἀλλά καί ὅσους ἀξιολογοῦν τούς κληρικούς «μέ κριτήριο τά πλέον ἀσήμαντα στοιχεῖα : μαλλιά, γένια, φάρδος στά μανίκια, ξύλινη ἱεροπρεπής γλώσσα» καί ὅσους ζητοῦν «τήν ἐπιστροφή στήν καθαρότητα» ἤ διακρίνονται γιά «ἐμμονή σέ σχήματα θρησκευτικά, σχεδόν ἀσύμβατα μέ τή σύγχρονη πραγματικότητα ἤ «γιά ἀνορθολογική καί ἀδιάκριτη ὑποταγή σέ κάθε παραδοσιακόμορφο σχῆμα...»[54].

Αὐτή ἡ ἐπιμελῶς κατασκευασμένη εὐρύτητα τῶν ὅρων «φανατισμός» καί «φουνταμενταλισμός» δύναται νά ἀποβεῖ τό καταλληλότερο «ἐργαλεῖο» γιά νά τίθενται ἐκποδών ὅλοι οἱ ἐμμένοντες στήν ὀρθόδοξη Πίστη καί Παράδοση ὑπόψήφιοι κληρικοί, νά περιορίζεται ἡ διακονία τῶν ὀρθά φρονούντων κληρικῶν καί λαϊκῶν.  Καί ἀπό τήν ἄλλη νά προωθοῦνται ὅσοι δέν ἀσχολοῦνται μέ «θεολογικές συζητήσεις»  «μέ τόν διάλογο ἰδεῶν καί ἀπόψεων πού συχνά λειτουργεῖ ἀμυντικά ὡς <κοινωνία>  τοῦ προσωπικοῦ ψεύδους ἑνός ἑκάστου», ἀλλά ὅσοι κοινωνοῦν μετά τῶν ἄλλων «μέ τήν ἀμεσότητα τοῦ συναισθήματος», δεδομένου ὅτι «οἱ ἔννοιες, οἱ σκέψεις, οἱ ἰδέες μᾶς διαιροῦν, ἐνῷ τά συναισθήματα μᾶς ταπεινώνουν»[55].

 

Μακαριώτατε,

Σεβασμιώτατοι Πατέρες,

Συγκεφαλαιώνουμε καί συμπληρώνουμε τίς τοποθετήσεις μας καταθέτοντας πρός Ὑμᾶς τά συμπεράσματά μας :

1) Οὐδείς ἀρνεῖται ἤ «φοβᾶται» τίς ὑπηρεσίες τῆς νευρο-ψυχιατρικῆς ἐπιστήμης, ἀσκουμένης μετά προσοχῆς καί σεβασμοῦ πρός τόν ἄνθρωπο. Μπορεῖ νά βοηθήσει στή διάγνωση τῶν βαρέων ψυχικῶν νοσημάτων (σχιζοφρένεια, μανιοκατάθλιψη, παράνοια κ.λ.π.) καί νά ἀνακουφίσει τά συμπτώματα διά τῶν φαρμάκων καί ἄλλων κ α θ α ρ ά  ἰατρικῶν μεθόδων, πού ἀφοροῦν στόν ἐγκέφαλο καί τό νευρικό σύστημα.

2) Ἀποκρούομε καί ἀντιπαρατασσόμεθα στή λεγόμενη «ψυχοθεραπεία», ἡ ὁποία, ὡς πολύμορφη Λερναία Ὕδρα, μέ τίς ποικίλες ἀλληλοαναιρούμενες καί συχνά διεστραμμένες θεωρίες της, καθώς καί τίς αὐθαίρετες, ἀντιεπιστημονικές καί ἐξοντωτικές μεθόδους της ὄχι μόνο δέν θεραπεύει τήν ψυχή ἤ τόν λεγόμενο «ψυχισμό», ἀλλά τόν ἀποσυνθέτει καί πολλές φορές τόν φέρει στήν ἀπελπισία.

3) Μᾶς εἶναι ἀδύνατον νά δεχθοῦμε σύγκριση, ἔστω καί τήν παραμικρή, Ἐξομολογήσεως καί «ψυχοθεραπείας».  Ἡ διά τοῦ Ἱεροῦ Μυστηρίου τῆς Ἐξομολογήσεως παρεχομένη Ἄκτιστος Χάρις καί ἡ κατ΄ ἀναλογία τῆς Μετανοίας προσφερομένη ἴασις ὁλοκλήρου τοῦ ψυχικοῦ κόσμου τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι παντάπασι ἀσύμβατες μέ τήν ψευδώνυμο γνώση τοῦ Φρόϋντ καί τῶν ἐπιγόνων του.  Ἡ «ἐπιστημοπληξία», ἡ ὁποία μαστίζει τόν θεολογικό χῶρο, κάνει τούς λάτρεις της νά λησμονοῦν ἀφ΄ ἑνός μέν τά ὅρια καί τίς πεπερασμένες δυνατότητες τῆς ἐπιστήμης, αφ’ἑτέρου δέ τό ἐπιτυχῶς λεχθέν «Μιά ἀχτίδα Χάριτος ὑπέρκειται χιλίων ἐπιστημῶν» (π. Γεώργιος Μεταλληνός), εἰδικώτατα στόν εὐαίσθητο χῶρο τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς.

4) Ἡ  «ψυχοθεραπεία», πλήν τῆς ὀντολογικῆς της ἀδυναμίας, ἀφοῦ ἀπουσιάζει ἡ Χάρις, καί στό ἠθικό πεδίο ἀκόμη, δέν μπορεῖ νά βοηθήσει τόν ἄνθρωπο διότι δέν τοῦ ζητεῖ νά μετανοήσει.  Δέν τοῦ ζητεῖ νά συντρίψει τόν παλαιό ἄνθρωπο καί νά ἀναλάβει τήν εὐθύνη τῶν πράξεών του, πράγμα ἀπαραίτητο γιά τή θεραπεία του, ἀλλά τοῦ ζητεῖ νά σκέπτεται «διαφορετικά».  Μέσῳ τῆς λεγομένης διαδικασίας τῆς «ἀπενοχοποιήσεως» ὁ ψυχοθεραπευτής προσπαθεῖ νά ἀπαλλάξει τόν «ἀναλυόμενο» ἀπό τίς ἐνοχές του μεταθέτοντας αὐτές συνήθως στούς ἄλλους καί τίς ἐξωτερικές συνθῆκες.  Ἀντιθέτως διά τῆς ἐν μετανοίᾳ ἐξαγορεύσεως ὁ ἐξομολογούμενος ἀναλαμβάνει τό βάρος τῶν ἁμαρτιῶν καί τῶν λαθῶν του καί προστρέχων στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ θεραπεύει τά παντός εἴδους ψυχικά τραύματα καί τίς ψυχοσωματικές τους συνέπειες π.χ. ἄγχος, μελαγχολία, βουλιμία, ὅπως τό διαπιστώνουμε στήν ἐξομολογητική μας πράξη.

Πιστεύουμε ὅτι οἱ ἐλλείψεις τοῦ ποιμαντικοῦ-ἐξομολογητικοῦ ἔργου δέν θεραπεύονται μέ τή μαθητεία στήν ψυχολογι-ψυχαναλυτι-ψυχοθεραπευτική Βαβέλ,  ἀλλά μέ τή μαθητεία στήν Πατερική-Νηπτική Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας δηλ. μέ τή διαρκῆ ἀναφορά μας στό ἦθος καί τόν λόγο τῶν Ἁγίων Πατέρων.

Π Ρ Ο Τ Α Σ Ε Ι Σ

Οἱ ἱερεῖς-ψυχοθεραπευτές προσπαθοῦν νά ἀσκήσουν ἕνα εἶδος τρομοκρατίας σέ ὅσους ἀντιδροῦν στήν «ψυχολογοποίηση»τῆς πνευματικῆς ζωῆς.  Τούς κατηγοροῦν γιά «ψευδοαγγελισμό», ὅτι «δέν ἔχουν τήν παραμικρή διάθεση διακονίας καί μαρτυρίας», ὅτι ἐντάσσονται «σέ φαινόμενα φουνταμενταλισμοῦ, νεοφανῶν ἀντι-ιατρικῶν καί ἀντι-επιστημονικῶν θεολογικῶν ἀπόψεων»[56], ἐπίσης δέ ἐμμέσως γιά μονοθελητισμό[57] καί γιά «ἐπιθυμία καταστολῆς καί χειραγωγήσεως τοῦ ἀνθρώπου»[58].

Ἀδιαφορώντας γι΄αὐτές τίς ἀνυπόστατες κατηγορίες, προσφεύγουμε στή δική Σας ποιμαντική ὑπευθυνότητα καί εὐαισθησία προκειμένου νά θέσετε φραγμό στίς ἐργώδεις μεθοδεύσεις τοῦ «ψυχοθεραπευτικοῦ»χώρου, νά ἀναστείλετε τήν ψυχαναλυτική λύμη, ἡ ὁποία ἐξαπλώνεται καί ἀλλοιώνει τό φρόνημα, τό ἦθος καί τήν πίστη τοῦ λαοῦ μας, ἡ ὁποία ἀκυρώνει τήν ἐν ἡμῖν ἐλπίδα καί ἐμπλέκει τούς ἱερεῖς καί πνευματικούς στίς δαιδαλώδεις ἀτραπούς τῆς τάχα «ψυχοθεραπευτικῆς» διαδικασίας.

Σᾶς ζητοῦμε ταπεινά :

α) Μέ τόν αὐθεντικό, ἁγιοπνευματικό λόγο Σας, εἴτε διά τῆς γραφίδος εἴτε διά τοῦ κηρύγματος νά τονίσετε τή μοναδικότητα τῆς ὀρθοδόξου νηπτικῆς Παραδόσεως, τή σωτηριολογική ἀξία τῆς Ἐξομολογήσεως, ὁριοθετώντας τήν Ὀρθόδοξη Ἀλήθεια ἔναντι κάθε ἀντορθοδόξου ψευδο-ποιμαντικῆς καί ψευδο-ψυχοθεραπείας.

β) Νά μή μετακαλεῖτε ψυχολόγους, ψυχοθεραπευτές, ψυχιάτρους κ.λ.π. πρός ἐκπαίδευση τῶν κληρικῶν,  οἱ ὁποῖοι ὑπό χριστιανικό ἔνδυμα, πολλές φορές μεταδίδουν ἀλλότρια τῆς Πίστεώς μας φρονήματα.

γ) Νά μή στεγάζετε στούς ἐκκλησιαστικούς χώρους τίς δραστηριότητές τους. Ἀντιθέτως, φρονοῦμε, θά ἦταν καλλίτερο, κατά τά παραδοσιακά πρότυπα, νά καλεῖτε Πατέρες «ἐκ τῆς ἐρήμου» πρός νουθεσία καί φωτισμό τῶν πιστῶν κληρικῶν καί λαϊκῶν.

δ) Νά μή δέχεσθε ὑπό τό ὄνομα τῆς Μητροπόλεώς Σας ἤ τῆς «Ἀποστολικῆς Διακονίας» νά ἐκδίδονται ψυχο-βιβλία, τά ὁποία οὐσιαστικά παραπέμπουν τούς χριστιανούς σέ ἄλλους χώρους οὐμανιστικῆς «θεραπείας», «αὐτογνωσίας» καί «σωτηρίας».

ε) Νά ἐλέγχετε μετά ἀκριβείας τούς διδάσκοντας στίς Σχολές Γονέων, δεδομένου ὅτι ἀπό τή μέχρι τώρα πεῖρα μας, πολλοί ἐξ αὐτῶν δίνουν ἔμφαση στήν Ψυχολογία, στίς «ψυχοθεραπεῖες», ἄλλοι δέ ἐμφοροῦνται ἀπό αἱρετικές δοξασίες.

στ) Νά συνεχίσετε τίς διευκρινιστικές-διορθωτικές παρεμβάσεις Σας, ὅπως ἦταν ἡ περί μετανοίας σαφεστάτη τοποθέτησή Σας στό «Συνοδικό Διάγγελμα ἐπί τῇ συμπληρώσει δύο χιλιετιῶν Χριστιανικῆς ἱστορίας καί ἐκκλησιαστικοῦ βίου», κατά τήν ὁποία διεκηρύξατε ὅτι «ἡ χριστιανική μετάνοια δέν συνιστᾶ «ψυχοθεραπείαν», ὑποκειμενικήν, συναισθηματικήν καί συγκινισιακήν κατάστασιν καί ἔξαρσιν, ἀλλά ἐκκλησιαστικόν τρόπον ὑπάρξεως».

Σεβαστοί μας Ποιμενάρχες,

ἐπισυνάπτουμε στό πρός Ὑμᾶς Ὑπόμνημά μας ἕνα Διάγραμμα, τό ὁποῖο δείχνει πῶς μπορεῖ νά παγιδευθεῖ ὅλη ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας, ἄν δεχθοῦμε τήν ψυχολογική ἐπεξεργασία , τήν ὁποία μᾶς προτείνουν οἱ ἱερεῖς-ψυχοθεραπευτές καί αἰτούμεθα μαζί μέ τίς ἐνέργειές Σας καί τίς θεοπειθεῖς εὐχές Σας.

Μετά βαθυτάτου σεβασμοῦ

 (ὑπογραφές)

 Diagramma


[1] ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ,  Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, Ε.Π.Ε. τ. 1, σσ. 210-212

[2] Θεολογία καί Ψυχιατρική σέ διάλογο, ἔκδοσις Ἀποστολικῆς Διακονίας 1999(Πρακτικά Ἡμερίδας πού ἔγινε στόν Ἅγιο Γεώργιο Λειβαδιᾶς) σ.;

[3] ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΘΕΡΜΟΥ, Ἐντυπώσεις καί σχόλια ἀπό ἕνα συνέδριο, περιοδ. ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ, Νοέμβ. 1999, σ. 25

[4] ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Ὑπέρ τῶς ἱερῶς ἡσυχαζόντων 1,2, Ε.Π.Ε. Τ. 2 σελ. 124

[5] ΑΡΧΙΜ. ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ, Περί Προσευχῆς, σ. 212

[6] ΚΥΡΙΑΖΗ, Προλεγόμενα σέ μιά θεραπεία ψυχῆς, ἐν  «Θεολογία καί Ψυχιατρκή σέ διάλογο», σ. 23

[7] FREUD (Γράμμα στόν  W. Fliess) στό ψυχαναλυτικό περιοδικό Ἐκ τῶν ὑστέρων (ὀπισθόφυλλο) τεῦχος 1

[8] ΑΔΑΜΑΝΤΙΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΔΗ, Ἡ ἀνθρώπινη ἐπιθετικότητα, σσ. 67, 84

[9] ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΟΡΝΑΡΑΚΗ, στό περιοδ. ΣΥΝΑΞΗ τευχ. 25 σ. 19

[10]«ὡς δρασσὀμενος σκιᾶς καί διώκων ἄνεμον οὕτως ὁ ἐπε΄χων ἐνυπνίοις...πολλούς γάρ ἐπλάνησεν τά ἐνύπνια»(Σοφία Σειράχ 34, 2-7)

[11] ΘΕΡΜΟΥ,  Ἡ ἱερατική κλίση...σ. 104, ὑποσ. 2

[12] ΘΑΝΟΣ ΛΙΠΟΒΑΤΣ, Ὁ ἄνδρας Μωϋσῆς καί ὁ μονοθεϊσμός. Ἡ προβληματική κατασκευή τοῦ ἔργου τοῦ Φρόϋντ, ἐν περιοδ. Ἐκ τῶν ὑστέρων σ. 87

[13] Θεολογία καί Ψυχιατρική...σ. 32

[14] Ὡς ἄνω σ. 33

[15] Ὡς ἄνω σ. 39

[16] Ὡς ἄνω σ. 52

[17] Ὡς ἄνω σ. 53

[18] ΘΕΡΜΟΥ, Πρός μία θεολογική κατανόηση τῆς ψυχοπαθολογίας καί τῆς θεραπείας ἐν Θεολογία καί Ψυχιατρική..σσ. 123-124.

[19] Ἔνθα ἀνωτ. σσ. 123-124

[20] Θεολογία καί ψυχιατρική σέ διάλογο σσ. 169-170

[21] ΘΕΡΜΟΣ, Τίνα με λέγουσιν οἱ θεσμοί εἶναι, στό Συλλογικό Τόμο, 2000 χρόνια μετά, σ. 298

[22]ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Δεκάλογος τῆς κατά Χριστόν Νομοθεσίας, Ε.Π.Ε. τ. 8 σ. 496

[23]Τύπος Ἐνταλτηρίου Γράμματος (γιά τόν Πνευματικό),  ΠΗΔΑΛΙΟΝ σ. 758

[24]ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΦΑΡΟΣ,  Παπαδοσύνης μορφή καί παραμόρφωση σ. 16

[25] Ὡς ἄνω σσ. 121-122

[26] Ὡς ἄνω σ. 142-143

[27] ΘΕΡΜΟΣ, Ποιμαίνοντες μετ΄ ἐπιστήμης, σ. 65

[28] ΘΕΡΜΟΣ, στό περιοδ.  God &  Religion τευχ. 0 σ. 84

[29] ΑΥΓΟΥΣΤΙΔΗΣ, Ποιμένας καί θεραπευτής σσ. 28-30

[30] ΘΕΡΜΟΣ,  Ἀναζητώντας τό πρόσωπο, σσ. 46-48

[31] Θεολογία καί Ψυχιατρική...σσ. 218-219

[32] ΘΕΡΜΟΣ, Ἀναζητώντας τό πρόσωπο, σ.49

[33] ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΦΑΡΟΣ-ΣΤΑΥΡΟΣ ΚΟΦΙΝΑΣ, Συζυγία σ. 324

[34] Ὡς ἄνω σ. 332

[35] ΘΕΡΜΟΣ, Ἐντυπώσεις στό περιοδ. ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ  τευχ. 11 Νοεμ. 1999, σ.25

[36] Δ. ΚΥΡΙΑΖΗ ἐν Θεολογία καί Ψυχιατρική, σ. 79

[37]ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ, Συζητήσεις γιά τήν ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία Γ΄ ἔκδ. σσ. 96-97.

[38] ΘΕΡΜΟΣ, Ἡ ἱερατική κλίση, σ. 278 ὑποσ. 2

[39] Θεολογία καί Ψυχιατρική σσ. 202-260

[40]ΘΕΡΜΟΣ, Τίνα με λέγουσιν στό Συλλογικό τόμο 2000 χρόνια μετά, σ. 294.  Ὁ π. Βασίλειος, ἐντεταγμένος στήν κίνηση γιά τή λεγόμενη «Λειτουργική ἀνανέωση», στό ἐν λόγῳ κείμενο ζητᾶ κατάργηση τοῦ σάκκου καί τῆς μίτρας τῶν ἀρχιερέων, ἀλλαγή τῶν ὀφφικίων, «ἀποκατάσταση» τοῦ Μυστηρίου τῆς ἐξομολογήσεως, τροποποίηση τοῦ Εὐχελαίου, τῶν προβαπτισματικῶν εὐχῶν κ.λ.π.

[41] Ὡς ἄνω σ. 296

[42] Ὡς ἄνω σ. 300

[43] ΘΕΡΜΟΣ,  Ποιμαίνοντες μετ΄ἐπιστήμης, σ. 62

[44] Ὡς ἄνω σ. 93

[45] Ὡς ἄνω σ. 28

[46] ΑΥΓΟΥΣΤΙΔΗ, Ἡ ἐπιθετικότητα, σ. 99

[47]ΘΕΡΜΟΣ, Ἡ ἱερατική κλίση, σ. 249 καί ὑποσ. 2

[48] ΘΕΡΜΟΣ, Ποιμαίνοντες, σ. 27

[49] ΑΥΓΟΥΣΤΙΔΗ, περιοδ. ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ τευχ. 12 Δεκ. 1999 σσ.  14-15

[50] Περιοδ. ΣΥΝΑΞΗ, τευχ. 72 σσ. 42-43, 50

[51] ΘΕΡΜΟΣ, Ποιμαίνοντες 24

[52]  ΘΕΡΜΟΣ Ὡς ἄνω σελ. 25

[53]  ΑΥΓΟΥΣΤΙΔΗΣ, Ὁ ποιμένας καί θεραπευτής, σ. 50

[54] Ὡς ἄνω σσ. 50-52

[55]  ΘΕΡΜΟΣ, Ἀναζητώντας, σσ. 68-69

[56] ΑΥΓΟΥΣΤΙΔΗΣ, Ὁ ποιμένας σ. 24

[57] ΘΕΡΜΟΣ, Πρός μία θεολογική κατανόηση, σ. 119

[58] ΘΕΡΜΟΣ, Ἐντυπώσεις ἐν ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ,τευχ. Νοεμ. σ. 25