Ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης καί ἡ ἀναδυόμενη Νέα Ἐκκλησιολογία: Μία Ὀρθόδοξη Ἀνάλυση Συμβολὴ προβληματισμοῦ στὸ ἐτήσιο μνημόσυνο τῆς «Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου» τῆς Κρήτης

PHirsPGotsop1ΟΡΘΡΟΣ  δημοσιεύει δύο σημαντικά κείμενα σχετικά μέ τή Σύνοδο τῆς Κρήτης.  Εἶναι ἀπαραίτητο νά μελετηθοῦν ἀπό τούς Ὀρθοδόξους, ὥστε νά ἔχουν πλήρη καί ἀληθινή εἰκόνα γιά ὅσα ἐλέχθησαν καί ἐπράχθησαν ἐκεῖ.

Τό Α΄ Κείμενο (Ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης καί ἡ ἀναδυόμενη Νέα Ἐκκλησιολογία: Μία Ὀρθόδοξη Ἀνάλυση) εἶναι ὁμιλία τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου π. Πέτρου Heers πού πραγματοποιήθηκε ἐνώπιον ἐπισκόπων καί κληρικῶν τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς.  Σ΄ αὐτό τό κείμενο ἄσκησε κριτική ὁ κ. Εὐ. Σωτηρόπουλος.

Στήν κριτική αὐτή ἀπαντοῦν ὁ π. Ἀναστάσιος Γκοτσόπουλος καί ὁ π. Πέτρος Heers μέ τό Β΄Κείμενο (Συμβολὴ προβληματισμοῦ στὸ ἐτήσιο μνημόσυνο τῆς «Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου» τῆς Κρήτης).

Σημ: Τό Α΄Κείμενο δημοσιεύεται γιά πρώτη φορά στήν ἑλληνική γλῶσσα.


Ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης καί ἡ ἀναδυόμενη Νέα Ἐκκλησιολογία: Μία Ὀρθόδοξη Ἀνάλυση

 (Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου Πέτρου Heers, Καθηγητοῦ Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης στήν Ὀρθόδοξη Ἱερατική Σχολή Ἁγίας Τριάδος (Holy Trinity Orthodox Seminary), Jordanville, Νέα Ὑόρκη).

Ὁμιλία πού πραγματοποιήθηκε στό Ἱερατικό Ἡσυχαστήριο τῆς Ἱερᾶς Ἐπισκοπῆς Ἀνατολικῆς Ἀμερικῆς τῆς Ὑπερορίου Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (EasternAmericanDioceseoftheRussianOrthodoxChurchOutsideofRussia).

Γιά μία πλήρη φωτογραφική παρουσίαση τοῦ Ἡσυχαστηρίου , μεταβεῖτε στόν ἱστότοπο EasternAmericanDioceseofROCOR. Σύντομα πρόκειται νά ἀναρτηθοῦν ἠχητική καταγραφή  καί βίντεο-κάλυψη τῆς ὁμιλίας αὐτῆς. Γι’ αυτό παρακαλεῖσθε νά ἀνατρέχετε στόν ἱστότοπο Orthodoxethos.com.

HowellNewJersey, Τρίτη, 21 Μαρτίου, 2017

Σεβασμιώτατε Μητροπολῖτα κ. Ἱλαρίων,

Σεβασμιώτατε Μητροπολῖτα κ. Ἰωνᾶ,

Θεοφιλέστατε ἐπίσκοπε κ. Νικόλαε,

Θεοφιλέστατε ἐπίσκοπε κ. Εἰρηναῖε,

Σεβαστοί πατέρες καί ἀδελφοί ἐν Χριστῷ,

Ὁ Χριστός ἐν τῷ μέσῳ ἡμῶν!

Θεωρῶ τιμή μου νά βρίσκομαι σήμερα ἐδῶ ἐνώπιόν σας, γιά νά μιλήσω στούς Ἀρχιποιμένες καί Ποιμένες τοῦ λογικοῦ Ποιμνίου τοῦ Χριστοῦ καί εἰδικότερα στούς διαδόχους τοῦ σπουδαίου ἔργου πού ἐγκαινιάστηκε στή Ρωσική Διασπορά ἀπό μεγάλες ἱερές μορφές ὅπως ὁ ἅγιος Ἰωάννης Μαξίμοβιτς ὁ Θαυματουργός καί οἱ μητροπολῖτες Ἀντώνιος, Ἀναστάσιος, Φιλάρετος καί Βιτάλιος, ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἀβέρκιος, ὁ μητροπολίτης Λαῦρος καί ἄλλοι πολλοί ἀξιοσέβαστοι πατέρες, ὄχι μόνο τῆς Ὑπερορίου Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ὄντως τῆς Καθολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

Ἡ μαρτυρία πού ἔδωσαν οἱ Πατέρες τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τῆς Διασπορᾶς, σέ σχέση μέ τήν Ἱερά Παράδοση, τό μοναστικό καί ἀσκητικό ἰδεῶδες καί ἰδιαίτερα τήν ἐκκλησιολογία τῆς Ἐκκλησίας, ἐξακολουθεῖ νά ἐμπνέει καί νά καθοδηγεῖ τούς Ὀρθοδόξους σέ ὅλο τόν κόσμο.

Σήμερα, ἐνῷ ἡ Κιβωτός τῆς Ἐκκλησίας κλυδωνίζεται στόν ἀπόηχο τῆς αὐτοαποκαλούμενης «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου» τῆς Κρήτης, ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό τή δική τους ἀκρίβεια βίου καί πίστεως – ἤ μᾶλλον, ἔχουμε πολύ μεγάλη ἀνάγκη νά τούς ἀκολουθήσουμε καί νά τούς μιμηθοῦμε ὡς πρός αὐτά.

Στόν περιορισμένο χρόνο πού μοῦ ἔχει δοθεῖ σήμερα, ἐλπίζω νά καταφέρω νά ξεδιπλώσω μπροστά σας, συνοπτικά, ἀλλά ξεκάθαρα, τά ἀξιοπρόσεκτα καί ἀξιοσημείωτα ἐκεῖνα γεγονότα πού ἔλαβαν χώρα στήν Κρήτη τόν Ἰούνιο τοῦ περασμένου ἔτους, ὥστε μέ τήν ἐνημέρωση αὐτή νά μπορεῖτε νά ἐνεργήσετε σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Συγκεκριμένα, θά ἐξετάσω συνοπτικά καί κριτικά τίς ἀκόλουθες τρεῖς ὄψεις τῆς «Συνόδου» καί τίς συνέπειες αὐτῆς:

  1. Διοργάνωση καί Πραγματοποίηση
  2. Κείμενα
  3. Ἔκβαση καί Ἐπιπτώσεις

Εἰδικότερα, θά ἑστιάσουμε στίς ὄψεις τῆς ἐπίμαχης διοργάνωσης στήν Κρήτη, οἱ ὁποῖες συνιστοῦν ἀπόκλιση ἀπό τήν Ἱερά Παράδοση καί τήν Ἁγία Πίστη τῆς Ἐκκλησίας καί ὡς ἐκ τούτου χρήζουν ἀπαντήσεως ἐκ μέρους τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας.

Προτοῦ ξεκινήσω αὐτή τήν ἀνάλυση, εἶναι ἀπαραίτητο νά τονίσω τά παρακάτω σημεῖα, προκειμένου νά ἀφαιρέσω ἀπό τήν εἰκόνα τό παραπλανητικό στοιχεῖο στήν ὅλη συζήτηση περί Κρήτης καί τή σημασία της. Ὑποστηρικτές, συμπαθοῦντες, ἀλλά καί  ἀδιάφοροι σχετικά μέ τήν διοργάνωση τῆς Κρήτης, ἀντιδροῦν στήν κριτική γι΄ αὐτήν μέ ποικίλους τρόπους. Λόγου χάριν, τούς ἀκούει κανείς νά λένε:

  • Ἡ ἐπιτυχία τῆς συνάντησης αὐτῆς ἦταν ἡ συνάντηση αὐτή καθαυτή!
  • Δέν ἦταν παρά μία ἀρχή καί θά ἀκολουθήσει βελτιωμένη συνέχεια!
  • Δέν διαφάνηκε καμία συνέπεια ἀπό τήν Κρήτη, ἑπομένως δέν χρειαζόταν τόσος θόρυβος!
  • Γιατί νά ἀσχολούμαστε τώρα μέ τήν Κρήτη;  Ἔχει πεθάνει καί μάλιστα ἔχει ἐνταφιαστεῖ! Τά ἑπόμενα χρόνια θά ἔχει ἤδη ξεχαστεῖ. (Καί ἄλλα τέτοια συναισθήματα ἐκφράζονται.)

Μποροῦμε ὅλοι νά δείξουμε κατανόηση στή «δύναμη τῆς θετικῆς σκέψης», ὡστόσο φοβᾶμαι ὅτι ὅλες αὐτές οἱ ὡραῖες σκέψεις χρησιμεύουν γιά νά παρακάμπτεται τό οὐσιῶδες ζήτημα: Τί εἶναι αὐτή ἡ «Σύνοδος»; Τί ἔχουμε νά ποῦμε γιά τίς ἀποφάσεις της και τόν ἀντίκτυπό τους; Δέν μπορεῖ κανείς νά πιστεύει σοβαρά ὅτι γιά περισσότερα ἀπό 50 χρόνια (ἤ κατ’ ἄλλους 100!) περιμέναμε μιά μεγάλη σύνοδο, βασικός σκοπός τῆς ὁποίας ἦταν… νά συμβεῖ! Ἀσφαλῶς, ὅ,τι συνέβη στήν Κρήτη θά ἔχει συνέπειες καί ἤδη ἔχει ἐπιπτώσεις γιά τήν Ἐκκλησία (κατά τόπους σημαντικές) καί θά ἀποτελέσει ἕνα προηγούμενο γιά τό μέλλον.

Πράγματι, αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού ἐκεῖνοι οἱ κληρικοί, οἱ ὁποῖοι παραβλέπουν τή «σύνοδο» ἤ ὑποτιμοῦν τή σημασία της, τό κάνουν εἰς βλάβη δική τους, ἀλλά καί  τοῦ ποιμνίου τους. Στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, οἱ σύνοδοι – ληστρικές ἤ οἰκουμενικές – εἴτε γίνονται δεκτές εἴτε ἀπορρίπτονται ἀπό τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Δέν περνᾶνε ἀπαρατήρητες οὔτε καί πρέπει νά ἀγνοοῦνται, ἰδίως μάλιστα ὅταν καινοτομοῦν καί εἰσάγουν ψευδο-διδασκαλίες στήν Ἐκκλησία. Ἀκριβῶς ὅπως μία πνευματική πτώση πρέπει νά τήν ἀκολουθήσει ἡ μετάνοια, καί ὄχι ἡ συγκάλυψη, ἔτσι καί τά σφάλματα τά ὁποῖα εἰσάγονται καί γίνονται δεκτά σε συνοδικό ἐπίπεδο πρέπει νά ἀπορριφθοῦν καί νά διορθωθοῦν [ἰδανικά σέ συνοδικό ἐπίπεδο ἐπίσης]. Δέν παραβλέπουμε τίς ἀσθένειες ὅταν αὐτές μολύνουν τό σῶμα μας. Πόσο μᾶλλον θά ἔπρεπε νά φροντίζουμε γιά τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ! Εἴμαστε ὅλοι συνυπεύθυνοι, ἀλλήλων τά βάρη βαστάζοντες.

1. Ὀργάνωση καί Ἐκτέλεση:

Ἄς ξεκινήσουμε ρίχνοντας μιά γρήγορη ματιά στή βασική στατιστική σύνθεση τῆς «Συνόδου»:

  • Συμμετέχουσες Ἐκκλησίες: 10 ἀπό τίς 14 Τοπικές Ἐκκλησίες (ποσοστό 71%)
  • Ἀντιπροσώπευση Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν: ποσοστό σχεδόν 30%.
  • Συμμετέχοντες Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι: 162 συμμετεῖχαν ἀπό τούς 350 πού εἶχαν προσκληθεῖ (46%)
  • Ἀντιπροσώπευση Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων: 162 ἐπί συνόλου 850 (19%)
  • Συνολικός Ἀριθμός ψηφισάντων Ἐπισκόπων: 10 ἀπό τούς 162 παρισταμένους ἐπισκόπους (6%), ἤ 10 ἀπό τούς 850 ἐπισκόπους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (1.1%).

Ἄν συγκρίνουμε τά παραπάνω μέ τίς ἀληθινά «ἅγιες καί Μεγάλες Συνόδους» τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖες ἀναγνωρίστηκαν κατόπιν ὡς «Οἰκουμενικές», ὑπάρχει τεράστια διαφορά, ἰδιαίτερα ὅσον ἀφορᾷ στά ἐμπόδια πού ἀντιμετώπιζαν οἱ ἱεράρχες τῶν πρώτων αἰώνων ὡς πρός τίς μετακινήσεις τους καί τήν ἐπικοινωνία. Παραδείγματος χάριν, ἡ Α’ Οἰκουμενική Σύνοδος εἶχε 325 θεοφόρους Πατέρες, ἡ Δ’ Οἰκουμενική 630 Πατέρες καί ἡ Ζ’ 350 πατέρες – ὅλοι αὐτοί συμμετεῖχαν μέ  δικαίωμα ψήφου.

Τί πῆγε λοιπόν νά δεῖ ὁ κόσμος στήν Κρήτη; Μία «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο»; Τί πῆγαν νά δοῦν; Μία ἐλεύθερη συνάθροιση Ὀρθοδόξων ἐπισκόπων ἀπ’ ὅλο τόν κόσμο;  Δεῖτε, οἱ περισσότεροι δέν προσκλήθηκαν καί σχεδόν σέ ὅλους ὅσοι προσῆλθαν δέν δόθηκε ἡ δυνατότητα ψήφου. Ἑπομένως τί πῆγαν νά δοῦν στήν Κρήτη ;  « Μία σύνοδο Προκαθημένων μέ τίς συνοδεῖες τους»[1].

Ἡ τελευταία αὐτή φράση – «μία σύνοδος Προκαθημένων μέ τίς συνοδεῖες τους»– εἶναι ἡ ἔκφραση πού χρησιμοποίησε ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ἱερόθεος γιά νά χαρακτηρίσει τη σύναξη αὐτή, τήν ὁποία παρακολούθησε καί στήν ὁποία ἀσκεῖ σφοδρή κριτική τώρα γιά τίς καινοτομίες, τίς ὁποῖες εἰσήγαγε ἐν σχέσει πρός τήν Πίστη μας. Ἡ τρανή εἰρωνεία, ἀλλά καί τραγωδία εἶναι πώς, παρ’ ὅλους τούς βαρύγδουπους ἰσχυρισμούς τῶν διοργανωτῶν ὅτι ἡ συνοδικότητα ἦταν πού εἶχε ὁδηγήσει σ’ αὐτή τή διοργάνωση καί ὅτι θά ἦταν φανερή στήν Κρήτη, στήν πραγματικότητα ἦταν μία νέα ἀνατολική ἔκφραση παπικοῦ πρωτείου [ - τῶν προκαθημένων – πού πῆρε κεντρική θέση ἐπί σκηνῆς[2].

Ἡ τραγική εἰρωνεία εἶναι πώς, ἐνῷ οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου πηγαινοέρχονταν στίς λεωφόρους τοῦ Διαδικτύου  ἐκθειάζοντας τή συνοδικότητα τῆς προσυνοδικῆς διαδικασίας καί τῆς ἐπικείμενης Συνόδου, οἱ Ἱερές Σύνοδοι τῶν ποικίλων Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν μόλις ἄρχιζαν νά ἐξετάζουν τό κατά πόσον ἦταν ὀρθόδοξα τά κείμενα τά ὁποῖα γίνονταν δεκτά ἀπό τούς Προκαθημένους τους, χωρίς τήν ἔγκρισή τους.  Αὐτό δείχνει ὅτι ἡ ἀποτυχία τῆς «Συνόδου τῶν Προκαθημένων μέ τίς συνοδεῖες τους» εἶχε ἤδη ἐξασφαλιστεῖ ἐκ τῶν προτέρων.

A. Προ-Συνοδικοί Οἰωνοί τῆς ἐπικείμενης καταστροφῆς

Πολλά ἔχουν γίνει κατά τήν μακρά συνοδική διαδικασία πού κατέληξε στή Συνάντηση τῆς Κρήτης. Χωρίς ἀμφιβολία, πολύς ἱδρώτας χύθηκε καί πολύ μελάνι ξοδεύτηκε γιά νά γίνει πραγματικότητα αὐτό τό γεγονός. Στή διάρκεια τῶν 55 χρόνων ἐνεργοῦς ὀργανωτικῆς προετοιμασίας γιά τή σύγκληση  αὐτῆς τῆς «Συνόδου», ἔλαβαν χώρα:

  • Ἕξι συναντήσεις τῆς «Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικῆς Ἐπιτροπῆς»
  • Τρεῖς συσκέψεις τῆς «Εἰδικῆς Διορθοδόξου Ἐπιτροπῆς»
  • Πέντε Προ-Συνοδικές Πανορθόδοξες Διασκέψεις
  • Τρεῖς συναντήσεις τῆς  Συνάξεως τῶν Προκαθημένων τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν
  • Δύο εἰδικές θεολογικές διασκέψεις γιά τήν κατάρτιση τῶν Κανόνων Λειτουργίας τῶν συνελεύσεων τῶν Ἐπισκόπων στή Διασπορά
  • Δύο ἀκαδημαϊκά συνέδρια ἐπί τοῦ θέματος ἑνός κοινοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἡμερολογίου, καί κοινοῦ ἑορτασμοῦ τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα μέ τούς ἑτεροδόξους καί ἄλλο ἕνα συνέδριο γιά σύγχρονα ζητήματα βιοηθικῆς.
  • Ἕνα ἀκόμη ἀκαδημαϊκό συνέδριο γιά τό ζήτημα τῆς Χειροτονίας τῶν Γυναικῶν στή Ρόδο, τό 1989.

Εἶναι τραγικό πραγματικά τό γεγονός, ὅτι μετά ἀπό τόσο ἐκτεταμένο ὁρίζοντα χρόνου καί προσπάθειας, τό ἀποτέλεσμα οὐσιαστικά δέν ἱκανοποιεῖ κανένα, οὔτε περιποιεῖ τιμή ἤ δόξα στούς διοργανωτές ἤ στήν ἴδια τήν Ἐκκλησία. Μήπως ὁ ἱεράρχης τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου πού χαρακτήρισε τή σύνοδο «φιάσκο», ἤ ὁ ἐκκλησιαστικός ἀνταποκριτής, ὁ ὁποῖος τήν ἀποκάλεσε «ἐπικεφαλίδα πού κατέληξε  ὑποσημείωση» εἶχαν ἄδικο;  {Εἶναι προφανές ὅτι στήν περίπτωση τῆς Κρήτης ἐκπληρώθηκε τό ἀρχαῖο ρητό «ὤδινεν ὄρος καί ἔτεκεν μῦν»}. Μακάρι νά ἦταν μόνον αὐτό καί ὄχι κάτι χειρότερο! Διότι τόσες ὠδῖνες τοκετοῦ γιά νά γεννηθεῖ μία τέτοια «σύνοδος», εἶναι ὄνειδος γιά ὅλη τήν Ἐκκλησία.

Πρέπει νά ἀναρωτηθεῖ κανείς: ποῦ ἦταν τό λάθος, ὥστε παρά τόν τόσο κόπο – μοναδικό στά συνοδικά χρονικά – νά καταλήξουμε σέ ἕνα τόσο τραγικό ἀποτέλεσμα;

Στήν Ἑλλάδα ἔχουμε μιά χαρακτηριστική ἔκφραση: «ἡ καλή μέρα ἀπό τό πρωΐ φαίνεται». Λοιπόν, τό ἀντίθετο ἐπίσης ἰσχύει στήν περίπτωση τῆς «μεγάλης Συνόδου». Ἤδη ἀπό νωρίς, στή συνοδική διαδικασία ἦταν φανερό ὅτι ἡ συνήθως ἡλιόλουστη Κρήτη δέν θά ἔλαμπε φεγγοβόλα γιά τήν Ὀρθοδοξία. Ὅπως τό ἔχω ἀναλύσει διεξοδικά ἀλλοῦ[3]οἱ ὁραματιστές τῆς Κρήτης σφράγισαν τή μοίρα τῆς Συνόδου τους ὥστε αὐτή νά μήν ἀκολουθήσει τά ἴχνη τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἀλλά νά ἀπορροφήσει τό «πνεῦμα» μιᾶς ἄλλης, ἀκόμη πιό «μεγάλης» καί πολύ προβληματικῆς συνόδου τῆς πιό πρόσφατης μνήμης μας: τῆς Β’ Βατικανῆς Συνόδου.

Οἱ δύο αὐτές σύνοδοι  ἔχουν κοινές ρίζες καί καταβολές, παρόμοια μεθοδολογία καί στόχους, ἀλλά ἐπίσης μοιράζονται καί μία τοὐλάχιστον ἐπιφανειακή ἀλλεργία στό δόγμα. Ἀμφότερες αὐτές οἱ συνδιασκέψεις ἰσχυρίστηκαν πώς εἶχαν σκοπό καί στόχο νά ἑδραιώσουν τή δέσμευση τῶν ἱεραρχιῶν τους στόν οἰκουμενισμό καί ἀμφότερες ἐπέτρεψαν οἱ συνοδικές ἀποφάσεις καί τά Κείμενά τους νά διαμορφωθοῦν ἀπό ἀκαδημαϊκούς θεολόγους. Ἀκόμη σημαντικότερο εἶναι πώς, καί οἱ δύο αὐτές συνάξεις, θεώρησαν ἀποδεκτή τήν εἰσαγωγή μιᾶς νέας «περιεκτικῆς» ἐκκλησιολογίας ξένης πρός τήν Πίστη τῆς Ἐκκλησίας εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν[4].

Ἕνα ἄλλο σημεῖο. τό ὁποῖο δυστυχῶς σφυρηλατεῖ τή συγγένεια ἀνάμεσα στίς δύο αὐτές συνόδους, εἶναι ἡ ἀπουσία ὁποιασδήποτε δαιμονολογίας. Εἶναι ἐνδεικτικό ὡς πρός τό φρόνημα καί τίς προτεραιότητες τῶν συντακτῶν τῶν συνοδικῶν κειμένων, ὅτι πουθενά σέ ὁποιοδήποτε ἀπό τά κείμενα δέν βρίσκει κανείς τούς παρακάτω ὅρους:

  • Διάβολος, δαίμονας, διαβολικός ἤ πονηρός [5]
  • Αἵρεση[6]αἱρετικός, σχίσμα ἤ σχισματικός.

Ἐν τούτοις, ἡ διάκριση τῶν μεθόδων τῶν πεπτωκότων πνευμάτων, ἤ ἀλλιῶς δαιμονολογία, ἀποτελεῖ προϋπόθεση γιά τή διαμόρφωση Χριστολογίας καί Ἐκκλησιολογίας[7]. Ὅπως γράφει ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης, εἰς τοῦτο ἐφανερώθη ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἵνα λύσῃ τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου (Α’ Ιωάν. 3:8). Ἡ ἀπουσία τῆς παραμικρῆς ἔστω ἀναφορᾶς στόν πονηρό ἤ στίς μεθοδεῖες του (αἵρεση, σχίσμα, κ.λ.π.), σέ ὁποιοδήποτε ἀπό τά συνοδικά Κείμενα, εἶναι ἐνδεικτική μιᾶς κοσμικῆς, ἐκκοσμικευμένης ἀντιλήψεως, μακράν τοῦ Πατερικοῦ φρονήματος.

Τέλος, ἡ «σύνοδος» τῆς Κρήτης ἀκολουθώντας τήν Β’ Βατικανή καί ὄχι τούς Ἁγίους Πατέρες, ὄχι μόνον δέν ἔκανε τήν παραμικρή μνεία στήν αἵρεση, ἀλλά περαιτέρω προσκάλεσε καί ἐκπροσώπους αἱρετικῶν ὁμολογιῶν νά παρακολουθήσουν τίς ἐργασίες της ὡς παρατηρητές, συμπεριλαμβανομένων ἐκείνων πού ἀναγνωρίζονται ὡς τέτοιοι (αἱρετικοί) ἀπό προηγούμενες Οἰκουμενικές Συνόδους. Ἡ πρακτική αὐτή ἄν καί δέν ἔχει προηγούμενο στήν ἱστορία τῶν συνόδων, εἶχε ἐφαρμοστεῖ στίς Βατικάνειες συνόδους, ἐπιβεβαιώνοντας γιά μία ἀκόμη φορά τό πνεῦμα καί τό φρόνημα πού δυστυχῶς ἐνέπνεε τούς διοργανωτές.

B. Ἡ «Συνοδική» κατάργηση τῆς Συνοδικότητος

Ἄς δοῦμε τώρα εἰδικότερα τή συνοδικότητα (ἤ τήν ἔλλειψη αυτῆς) τῆς προσυνοδικῆς περιόδου καί τῆς ἴδιας τῆς Συνόδου. Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας φανερώνεται καί διαμορφώνεται διά τῆς συνοδικότητος. Ὅπως ὁρίζει ὁ 34ος Ἀποστολικός Κανόνας: «Οὕτω γάρ ὁμόνοια ἔσται καί δοξασθήσεται ὁ Θεός, διά Κυρίου ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι...».  Ὅταν ὁ συνοδικός τρόπος χάνεται, τό πρῶτο καί ἄμεσο θῦμα, ἡ πρώτη καί ἄμεση ἀπώλεια, εἶναι ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Μία προσεκτική ἐξέταση τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης ἀπ’ αὐτή τήν ἄποψη ἀποκαλύπτει ὅτι, παραδόξως, αὐτό πού συνέβη ἐκεῖ εἶναι μιά «συνοδική» κατάργηση τῆς συνοδικότητας. Στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, μέ τήν ἐξαίρεση τῶν ληστρικῶν συνόδων, καμία ἄλλη σύνοδος δέν ἔδειξε τόση ἀποστροφή γι΄ αὐτό τό ἴδιο τό νόημα τῆς συνοδικότητος, ὅσο τό ἔκανε ἡ «σύνοδος» τῆς Κρήτης.

Ἐν πρώτοις, ὁ λαός τοῦ Θεοῦ, τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας (πού περιλαμβάνει τόν κλῆρο, τούς μοναχούς καί τούς λαϊκούς) περιφρονήθηκε ἐντελῶς κατά τήν προσυνοδική διαδικασία καί κατά τήν ἐκτέλεση τῆς «Συνόδου». Αὐτό δέν εἶναι μόνο μιά τεράστια ἀβλεψία. Ἀποτελεῖ ἕνα σοβαρό ἐκκλησιολογικό σφάλμα. Οἱ Ὀρθόδοξοι δήλωσαν στόν Πάπα τό 1848 ὅτι στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ «....οὔτε Πατριάρχαι οὔτε Σύνοδοι ἐδυνήθησαν ποτὲ εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς θρησκείας ἐστιν αὐτὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτὸς ὁ λαός[8]

Ὡστόσο, ὄχι μόνο τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας παρέμεινε στό σκοτάδι, ἀλλά καί μεγάλο μέρος τῆς Ἱεραρχίας. Ἡ πλειονότητα τῶν ἐπισκόπων, ἀκόμη καί οἱ σύνοδοι τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, δέν συμμετεῖχαν στήν προετοιμασία τῆς «Συνόδου», συμπεριλαμβανομένου καί τοῦ προσχεδίου τῶν Κειμένων. Ἀπ’ αὐτή τήν ἄποψη, θυμόμαστε τήν ἔμπονη κραυγή διαμαρτυρίας τοῦ Μητροπολίτου Ἱεροθέου Βλάχου μῆνες πρίν ἀπό τή «Σύνοδο», ὅτι τά προσυνοδικά Κείμενα «ἦταν ἄγνωστα στούς περισσότερους ἱεράρχες καί σέ μένα τόν ἴδιο. Ἔχουν κρατηθεῖ ἀπό τήν ἐπιτροπή καί δέν γνωρίζουμε τό περιεχόμενό τους»[9]

Δέν εἶναι ὑπερβολή νά δηλώσουμε ὅτι ἐδῶ ἰσχύει ἡ κρίση τῆς Ἑβδόμης Οἰκουμενικῆς Συνόδου σέ σχέση μέ τήν ψευδο-εικονομαχική σύνοδο τῆς Ἱερείας: « Τά θέματά τους εἰπώθηκαν σέ μιά γωνιά καί ὄχι ἐπί τοῦ ὄρους τῆς Ὀρθοδοξίας». Αὐτό συνέβη ἐπειδή ἐκεῖνοι πού ἦσαν ὑπεύθυνοι γιά τήν προετοιμασία τῶν Κειμένων γνώριζαν πολύ καλά τήν ἀντίθεση τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ στά προβληματικά κείμενα καί γιά τόν λόγο αὐτό ἀρνήθηκαν νά τά δημοσιεύσουν. Ὅπως φαίνεται ἀπό τά Πρακτικά τῆς 5ης καί τελευταίας Προ-Συνοδικῆς Διασκέψεως (Ὀκτώβριος 2015), ἦταν μόνον μετά τήν ἐπιμονή τοῦ Πατριάρχου Γεωργίας καί (ἀργότερα κατά τή Σύναξη τῶν Προκαθημένων τόν Ἰανουάριο τοῦ 2016 – πέντε μόλις μῆνες πρίν ἀπό τή «Σύνοδο»)  μετά τό αἴτημα τοῦ Πατριάρχου Μόσχας, πού τά κείμενα αὐτά τελικά κοινοποιήθηκαν στήν Ἐκκλησία. Ἔχοντας κανείς αὐτά ὑπ’ ὄψιν μπορεῖ νά κατανοήσει καλύτερα γιατί τέσσερα Πατριαρχεῖα κατέληξαν νά ἀποχωρήσουν τήν τελευταία στιγμή.

Ὁ Μητροπολίτης Μπάτσκας Εἰρηναῖος (Σερβική Ἐκκλησία) εἶπε τά ἑξῆς σχετικά μέ τήν κρίσιμη αὐτή τελευταία συνάντηση τῆς Προ-συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς πού ἔλαβε χώρα τόν Ὀκτώβριο τοῦ 2015:

«Ὅσον ἀφορᾶ στό κείμενο «Οἱ σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τόν ὑπόλοιπο Χριστιανικό κόσμο», σοβαρή ἀναθεώρηση καί διόρθωσή  του ἀποδείχθηκε δυστυχῶς ἀδύνατη ἐξ αἰτίας τῶν περισσοτέρων πού βρίσκονταν στήν συνάντηση....Παρά τήν ἀποδοκιμασία πολλῶν καί τή σφοδρή κριτική πού τοῦ ἀσκήθηκε, τό κείμενο-γιά λόγους πού δέν κοινοποιήθηκαν - δέν ἐπαναξιολογήθηκε σοβαρά.  Μᾶλλον ἀπεστάλη ὅπως ἦταν, οὐσιαστικά ἀνέπαφο, πρός τή Σύνοδο, ὅπου, λόγῳ  ἐλλείψεως χρόνου καί ὁμοφωνίας (consensus)ἔγιναν μόνο διακοσμητικές ἀλλαγές».[10]

Μία προσεκτική μελέτη τῶν Πρακτικῶν τῆς 5ης Προσυνοδικῆς, Πανορθοδόξου  Διασκέψεως (Ὀκτώβριος 2015), ἀποκαλύπτει ὅτι οἱ ἐργασίες διεξήχθησαν σέ κλῖμα πιέσεως καί βιασύνης καί τήν εὐθύνη γι’ αὐτήν τήν ἀπραξία τήν εἶχε ὁ πρόεδρος τῆς συναντήσεως, Μητροπολίτης Περγάμου Ἰωάννης, ὁ ὁποῖος ἐν τέλει ἀντικαταστάθηκε.

Εἶναι προφανές καί ἀποτελεῖ κοινή διαπίστωση ἀνάμεσα στούς κριτικούς τῆς «Συνόδου» ὅτι μία ἀπό τίς κύριες αἰτίες πού ἡ συνάντηση στήν Κρήτη ἐξελίχθηκε σέ «φιάσκο» ἦταν αὐτή ἡ ἀντισυνοδική, ἀνορθόδοξη μεθοδολογία καθώς καί ἡ προσυνοδική μυστικοπάθεια πού ἐπέβαλαν οἱ διοργανωτές.

Εἴπαμε νωρίτερα ὅτι οἱ ἱεραρχίες τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν κρατήθηκαν στό σκοτάδι σέ σχέση μέ τό περιεχόμενο τῶν προπαρασκευαστικῶν ἐργασιῶν καί τῶν κειμένων. Τοῦτο εἶναι προφανές ὅταν σκεφθεῖ κανείς ότι οἱ κανόνες προετοιμασίας τῆς Συνόδου ἀπαιτοῦσαν μόνο τίς ὑπογραφές δύο ἐκπροσώπων ἑκάστης Ἐκκλησίας, προκειμένου νά ἐγκριθοῦν τά συνοδικά κείμενα – ἤτοι χωρίς τήν ἔγκριση τῶν Ἱερῶν Συνόδων. Ἔτσι, τό ἀνορθόδοξο κείμενο γιά τούς ἑτεροδόξους θεωρήθηκε «ἐγκεκριμένο» ἀπό τίς Τοπικές Ἐκκλησίες μετά τή συνάντηση τοῦ Ὀκτωβρίου 2015, χωρίς νά ἀποσταλεῖ σ΄αὐτές, χωρίς νά συζητηθεῖ καί χωρίς νά ἐγκριθεῖ ἀπό τίς Ἱερές Συνόδους τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν. Μέ αὐτόν τόν τρόπο, τό κείμενο θεωρήθηκε δεκτό, δυνάμει τῶν ὑπογραφῶν δύο ἐκπροσώπων, καί δεσμευτικό γιά τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, καί μετά προωθήθηκε στή Σύνοδο.

Ποῦ εἶναι ὁ συνοδικός χαρακτήρας τῆς Ἐκκλησίας ἐδῶ στήν πράξη ;

Ἀλλά δέν εἶναι μόνο αὐτό.  Γιά νά τροποποιηθεῖ τό κείμενο ἤ ἀκόμη καί γιά νά ἀλλάξει μιά φράση του στήν Κρήτη, ἀπαιτεῖτο ἡ ἔγκριση ὅλων τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν.  Ἐάν ἔστω καί μία διαφωνοῦσε μέ τήν [προτεινόμενη] ἀλλαγή, παρέμενε ὡς εἶχε διότι ἐθεωρεῖτο ἤδη ἐγκεκριμένο [τό κείμενο] ἀπό ὅλες τίς Ἐκκλησίες στήν 5η Προσυνοδική Διάσκεψη!

Γιά μιά ἀκόμη φορά ἐδῶ μποροῦμε νά δοῦμε γιατί οἱ Ἐκκλησίες τῆς Βουλγαρίας καί τῆς Γεωργίας ἀρνήθηκαν νά παρευρεθοῦν στή Σύνοδο : Κατάλαβαν ὅτι οὐσιαστικές ἀλλαγές στά κείμενα θά ἦσαν ἀδύνατες.

Ἡ ἴδια διαδικασία ἀκολουθήθηκε μέ τόν Κανονισμό Λειτουργίας τῆς ἴδιας τῆς συνόδου. Τά κείμενα ἐγκρίθηκαν ἀπό τούς Προκαθημένους (μέ ἐξαίρεση τήν Ἐκκλησία τῆς Ἀντιοχείας) χωρίς συζήτηση ἤ ἔγκριση τῶν Ἱεραρχιῶν τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν.

Ἄν καί φαίνεται ἀπαράδεκτη καί ἀτυχής ἡ προσυνοδική διαδικασία, εἶναι μᾶλλον ἀβλαβής σέ σύγκριση μέ τό ἀποκορύφωμα τῆς περιφρονήσεως τῆς συνοδικότητος πού ἔγινε φανερή κατά τή διάρκεια τῆς ἴδιας τῆς Συνόδου.  Ἐκεῖ τό δικαίωμα καί τό καθῆκον πού ἁρμόζει σέ κάθε ἐπίσκοπο νά ψηφίζει ἐπί τῶν προτεινομένων κειμένων καταφρονήθηκε. Τό ἀρνήθηκαν στούς ἐπισκόπους καί τηρήθηκε μόνο γιά τόν κάθε Προκαθήμενο.  Ἀπίστευτο, πρωτοφανές καί τελείως ἀπαράδεκτο ἀπό κανονικῆς πλευρᾶς.

Ἡ εἰρωνεία εἶναι ὅτι πολλοί ἀπό τούς συμμετέχοντες ἐπισκόπους δήλωσαν μέ ἐνθουσιασμό ὅτι ὑπῆρχε μεγάλη ἐλευθερία καί ἦταν εὔκολο γιά τούς ἐπισκόπους νά λάβουν τόν λόγο.  Αὐτό εἶναι βέβαια σημαντικό, ἀλλά ξεκάθαρα, σέ σχέση μέ τό δικαίωμα ψήφου, δευτερεῦον σέ σπουδαιότητα.  Σημασία ἔχει ὄχι ποιός ὁμιλεῖ πρῶτος, ἀλλά ποιός ἔχει τόν τελευταῖο λόγο, δηλ. ποιός ἀποφασίζει.  Ἀκόμη καί ἄν ὅλοι οἱ 152 ἐπίσκοποι πού δέν ψήφισαν, διαφωνοῦσαν μέ μιά λέξη ἤ ἕνα ἀπόσπασμα ἤ ἀκόμη καί μέ ἕνα ὁλόκληρο κείμενο, λίγη σημασία θά εἶχε, γιατί μόνο οἱ ψῆφοι τῶν 10 Προκαθημένων  λαμβάνονταν ὑπ’ὄψιν.

Ὅπως εἶναι εὐρἐως γνωστό, σύμφωνα μέ τήν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία οἱ ἐπίσκοποι εἶναι ἴσοι.  Ὁ Προκαθήμενος δέν εἶναι πάνω ἀπό ὅλους τούς ἐπισκόπους. Μᾶλλον εἶναι «πρῶτος μεταξύ ἴσων». Mέσα σ’αὐτό τό πλαίσιο ἡ πρακτική τῆς Κρήτης νά ἀναγνωρίζει μόνο τήν ψῆφο τοῦ κάθε Προκαθημένου καί ὄχι τήν ψῆφο ὅλης τῆς ἱεραρχίας δέν ἀντιπροσωπεύει μιά ἔκπτωση ἀπό τή συνοδικότητα καί ὀλίσθηση πρός τόν παπισμό; Αὐτή ἡ «παπική» ἀναβάθμιση τῶν Προκαθημένων εἶναι ἐξαιρετικά ἐπικίνδυνη γιά ὁλόκληρη τήν Ἐκκλησία, διότι πέραν τῆς ἐννοίας τῆς καταργήσεως τῆς συνοδικότητος σἐ κάθε Τοπική Ἐκκλησία, αὐτή γρήγορα θά ὁδηγήσει στόν Πρῶτο τῶν Πρώτων, πού θά προαχθεῖ στήν  κατάσταση (status)  τοῦ Πάπα τῆς Ἀνατολῆς sine paribus (χωρίς ἴσους)  γιά νά χρησιμοποιήσουμε τόν ὅρο πού προτίμησε ὁ Μητροπολίτης Προύσης Ἐλπιδοφόρος.

Ἐπιτρέψτε μου νά παρουσιάσω τρία παραδείγματα τά ὁποῖα ἀποτυπώνουν ὅτι στήν Κρήτη συνέβη μιά «συνοδική κατάργηση τῆς συνοδικότητος».

Πρίν ἀπό τή «Σύνοδο» τῆς Κρήτης, ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὁμόφωνα συμφώνησε καί διατύπωσε τή θέση της ὅτι στά συνοδικά κείμενα οἱ ἑτερόδοξες κοινότητες δέν πρέπει νά ἀναφέρονται ὡς «Ἐκκλησίες».  Ἡ Ἱεραρχία ἔδωσε ἐντολή στόν Ἀρχιεπίσκοπο  καί τή συνοδεία του νά μεταφέρει καί νά ὑποστηρίξει αὐτή τήν ἀπόφαση.  Δέν ὑπῆρχε καμμία συνοδική ἐξουσιοδότηση γιά ὁποιαδήποτε τροποποίηση τῆς ἀποφάσεως τῆς Ἱεραρχίας.  Παρά ταῦτα, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος καί ἡ συνοδεία του (μέ ἐξαίρεση τόν Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ἱερόθεο) ἄλλαξαν τή στάση τους καί ψήφισαν μιά τροποποιημένη ἐκδοχή τοῦ κείμενου (ὑπ΄ἀριθ. 6) πού ἦταν ὑπό συζήτηση καί τό ὁποῖο ἦταν σέ φανερή ἀντίθεση μέ τήν ὁμόφωνη ἀπόφαση ὅλης τῆς ἱεραρχίας.  Κάνοντας αὐτό, αὐτός καί ὅσοι ἦσαν μαζί του  κατεφρόνησαν τόν 34ο Ἀποστολικό Κανόνα πού λέει : «...μηδέ ἐκεῖνος [ὁ Πρῶτος ] ἄνευ τῆς πάντων γνώμης ποιείτω τι. Οὕτω γάρ ὁμόνοια ἔσται καί δοξασθήσεται ὁ Θεός, διά Κυρίου ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι...»[1].

Στό δεύτερο παράδειγμά μας, τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας, ἔχουμε μιά ἀκόμη θρασύτερη περίπτωση ὀλισθήσεως στήν παπική νοοτροπία. Ἡ συνοδεία τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας συνίστατο ἀπό 24 ἐπισκόπους.  Ἀπό αὐτούς μόνον οἱ ἑπτά ἦσαν εὐνοϊκά διατεθειμένοι στό τελικό κείμενο γιά τούς ἑτεροδόξους.  Δεκαεπτά ἀπό τούς 24 ἱεράρχες ἀρνήθηκαν νά τό ὑπογράψουν.  Παρά ταῦτα ἐπειδή ὁ Πατριάρχης τῆς Σερβίας συμφωνοῦσε καί ὑπέγραψε τό κείμενο, ἡ «Σύνοδος» θεώρησε ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Σερβίας τό ἀποδέχτηκε! Γιά μιά ἀκόμη φορά ἡ Σύνοδος κατεφρόνησε τόν 34ο Ἀποστολικό Κανόνα, ὁ ὁποῖος καλεῖ τόν Πρῶτο Ἱεράρχη «νά μήν κάνει τίποτε χωρίς τή γνώμη ὅλων». Ἡ εἰρωνεία εἶναι βέβαια ὅτι ἐνῷ οἱ Ὀρθόδοξοι ἀντιπρόσωποι στό διάλογο μέ τήν Ρώμη ὑπογραμμίζουν τήν ἀνάγκη τοῦ Βατικανοῦ νά βασίζει τίς σχέσεις μεταξύ ἑνός  Προκαθημένου καί τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας πάνω στόν 34ο Ἀποστολικό Κανόνα, ἡ Πανορθόδοξη «Σύνοδος» τόν παρεβίασε ἐπανειλημμένα.

Στό τρίτο μας παράδειγμα ἔχουμε τήν τραγική ἀντισυνοδική καί παπική στάση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου τῆς Κύπρου.  Τέσσερεις ἀπό τούς 17 ἐπισκόπους ἀπό τήν Κύπρο ἀρνήθηκαν νά ὑπογράψουν τό ὑπ΄ἀριθ. 6 τελικό κείμενο γιά τούς ἑτεροδόξους,  συμπεριλαμβανομένου καί τοῦ Μητροπολίτου Λεμεσοῦ Ἀθανασίου.  Μετά τήν ἀναχώρηση τῶν ἐπισκόπων αὐτῶν, ἡ ἀντίδραση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἦταν νά ὑπογράψει  ἀντ’ αὐτῶν τό κείμενο, σάν νά εἶχε τήν σύμφωνη γνώμη τους!  Σέ μιά συνέντευξη πού δόθηκε ἀργότερα σέ μιά ἑλληνο-ἀμερικανική ἐφημερίδα ὁ Ἀρχιεπίσκοπος χαρακτήρισε αὐτούς τούς διαφωνοῦντας ἐπισκόπους τῆς Ἐκκλησίας του, ὡς «πέμπτη φάλαγγα» στή Σύνοδο.

Τά παραδείγματα αὐτά δείχνουν ὄχι μόνο περιφρόνηση γιά τό συνοδικό σύστημα καί κατάργησή του, ἀλλά καί καταφρόνηση τῆς ἀξίας τοῦ ἐπισκόπου ἀπό τούς «Πρώτους ἱεράρχες». Αὐτές οἱ καινοτομίες καί ἐκτροπές δέν ἔγιναν ἁπλῶς ἀνεκτές καί ἀποδεκτές, ἀπό τήν «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο» ἀλλά ἐπί τῇ βάσει αὐτῶν ἦλθε εἰς πέρας ἡ «Σύνοδος».  Στ΄ἀλήθεια,  χωρίς τέτοια ἀντισυνοδική δραστηριότητα ἡ «Σύνοδος» θά εἶχε πλήρως διαλυθεῖ[11].

Ἐκ τῶν ὑστέρων, δεδομένης τῆς ἀντισυνοδικῆς θεμελιώσεως καί τῆς ἀποτυχίας τῆς «Συνόδου» νά ἑνώσει τούς Ὀρθοδόξους, μπορεῖ νά ἔχει ἐφαρμογή ἡ ἀκόλουθη ρήση : «Ἕνα σπίτι εἶναι τόσο καλό, ὅσο καλό εἶναι τό θεμέλιο πάνω στό ὁποῖο χτίστηκε»(πρβλ. Λουκ. 6, 48).  Ὁ οἶκος τῆς «Μεγάλης καί Ἁγίας Συνόδου» δέν χτίστηκε πάνω στήν πέτρα τῆς συνοδικότητος- «ἔδοξε γάρ τῷ Πνεύματι τῷ ἁγίῳ καί ἡμῖν»- ἀλλά πάνω στήν ἄμμο τῆς παπικῆς νοοτροπίας- «ὁ ἅγιος πατριάρχης μας εἶπε»!

2.  Τά κείμενα καί οἱ δηλώσεις  τῆς Συνόδου.

Ἄς στραφοῦμε τώρα ἀπό τήν ὀργάνωση τῆς «Συνόδου» στά κείμενά της.

Τρία ἀπό τά ἕξη κείμενα παρουσίασαν σοβαρά προβλήματα  γιά κάποιες Ἐκκλησίες.  Αὐτά ἦσαν : «Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τόν σύγχρονον κόσμον»[12], «Τό Μυστήριο τοῦ Γάμου καί τά κωλύματα αὐτοῦ» καί «οἱ σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τόν λοιπόν Χριστιανικόν Κόσμον».  Θά μιλήσω ἐν συντομίᾳ ὅσον ἀφορᾶ στό δεύτερο κείμενο καί θά ἑστιάσω τήν προσοχή μου στό τρίτο, τό ὁποῖο πραγματικά ἀποτέλεσε τή βάση τῆς Συνόδου.

A.    Τό Μυστήριο τοῦ Γάμου καί τά κωλύματα αὐτοῦ.

Στό κείμενο γιά τόν Γάμο, ἔγιναν διαδοχικά τρεῖς τοποθετήσεις σχετικά μέ τούς «μικτούς Γάμους», δηλ. τό γάμο ἑνός Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ μέ τό μέλος μιᾶς Ἑτερόδοξης ὁμολογίας ἤ μέ κάποιον πού ἀνήκει σέ μιά ἀπό τίς θρησκεῖες  τοῦ κόσμου :

1.  Ὁ Γάμος μεταξύ Ὀρθοδόξων καί μή Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν ἀπαγορεύεται σύμφωνα μέ τήν κανονική ἀκρίβεια ( Κανών 72 τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου).

2 Ἔχοντας τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ὡς σκοπό, ἡ δυνατότητα ἀσκήσεως ἐκκλησιαστικῆς Οἰκονομίας σέ σχέση μέ τά κωλύματα τοῦ γάμου  πρέπει νά ἀποφασισθεῖ ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο κάθε αὐτοκεφάλου Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας,  σύμφωνα μέ τίς ἀρχές τῶν ἱερῶν κανόνων καί μέ πνεῦμα ποιμαντικῆς διακρίσεως.

3. Ὁ γάμος μεταξύ Ὀρθοδόξων καί μή Χριστιανῶν εἶναι κατηγορηματικά ἀπαγορευμένος σύμφωνα μέ τήν κανονική ἀκρίβεια.

Tώρα, βεβαίως, τό ζήτημα τῶν μικτῶν γάμων εἶναι ἕνα ἀκανθῶδες καί δύσκολο ποιμαντικό πρόβλημα, εἰδικά γιά τήν Ἐκκλησία ἔξω ἀπό τίς παραδοσιακές ὀρθόδοξες χῶρες, ὅπως γιά τήν Ἐκκλησία στήν Ἀμερική. Χωρίς νά θέλουμε στό παραμικρό νά μειώσουμε αὐτήν τήν ποιμαντική πρόκληση, μιά πρόκληση, προκειμένου νά ἀντιμετωπισθεῖ ὀρθά ἀπό τούς ποιμένες κατά περίπτωση, εἶναι ἐπιτακτική ἀνάγκη ἡ ποιμαντική πρακτική νά μήν χαλαρώνει ἀπό τήν δογματική της πρόσδεση. Στό σημεῖο αὐτό τό ἐνδιαφέρον μου στρέφεται στίς δογματικές ἐπιπτώσεις αὐτῆς τῆς ἀποφάσεως.

Σύμφωνα μέ τόν Καθηγητή Δημήτριο Τσελεγγίδη ἡ κίνηση «γιά νά νομιμοποιηθεῖ ἡ τέλεση τῶν μικτῶν γάμων» εἶναι κάτι σαφῶς ἀπαγορευμένο ἀπό τόν 72ο Κανόνα τῆς Πενθέκτης Συνόδου. [Εἶναι ἀπαράδεκτο ἑπομένως] γιά μία σύνοδο, ὅπως ἡ ʺἉγίακαίΜεγάληΣύνοδοςʺτῆςΚρήτης  νάσχετικοποιεῖἀπερίφραστατήνἀπόφασημιᾶςΟἰκουμενικῆςΣυνόδου»[13].

Στό σχετικό ἀπόσπασμα τοῦ συνοδικοῦ κειμένου πού διάβασα προηγουμένως, παρατηρῶ ὅτι, ἐνῷ ὁ κατ’οἰκονομίαν γάμος Ἑτεροδόξων καί Ὀρθοδόξων θεωρεῖται δυνατός, ὁ γάμος εἶναι αὐστηρά ἀπαγορευμένος μέ τούς μή Χριστιανούς.  Γιατί αὐτή ἡ διαφορά;  Πάνω σέ ποιά βάση γίνονται  οἱ Ἑτερόδοξοι δεκτοί  σέ ἕνα μυστήριο τῆς  Ἐκκλησίας; Ποιά εἶναι τά κριτήρια ἀποδοχῆς;

Ἄς θυμηθοῦμε τόν 72ο Κανόνα, ὁ ὁποῖος δέν θά μποροῦσε νά διατυπωθεῖ εὐκρινέστερα προκειμένου νά δείξει ὅτι εἶναι βασισμένος πάνω στή δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καί γι΄αὐτό δέν ἐπιτρέπει οἰκονομία :

Δέν ἐπιτρέπεται ὀρθόδοξος ἄνδρας νά συνάπτεται μέ αἱρετική γυναῖκα, οὔτε ὀρθόδοξη γυναίκα νά δέχεται γιά σύζυγό της αἱρετικό ἄνδρα.  Καί ἄν τυχόν συμβεῖ κάτι τέτοιο, νά θεωρεῖται ἄκυρος ὁ γάμος αὐτός καί νά διαλύεται αὐτή ἡ ἄθεσμη συνοίκηση.  Δέν πρέπει νά ἀναμιγνύονται τά ἄμικτα, οὔτε νά ἑνώνεται ὁ λύκος μέ τό πρόβατο, καί ὁ κλῆρος τῶν ἁμαρτωλῶν μέ τήν μερίδα τοῦ Χριστοῦ. Καί ἄν κάποιος παραβεῖ ὅσα ἔχουμε ὁρίσει νά ἀφορίζεται.  Ἄν δέ κάποιοι πού εἶναι ἄπιστοι καί δέν ἔχουν ἀκόμη συγκαταλεχθεῖ στήν ποίμνη τῶν ὀρθοδόξων ἑνώθηκαν μεταξύ τους μέ γάμο νόμιμο καί ἔπειτα ὁ ἕνας ἀπ΄αὐτούς διάλεξε τό καλό καί πρόστρεξε στό φῶς τῆς ἀληθείας ἐνῷ ὁ ἄλλος  κατέχεται ἀπό τόν δεσμό τῆς πλάνης χωρίς νά θέλει νά ἀτενίσει τίς θεῖες ἀκτῖνες [τῆς Χάριτος] ( καί συμφωνεῖ ἡ ἄπιστη νά ζεῖ μαζί μέ τόν πιστό ἤ τό ἀντίθετο συμφωνεῖ δηλαδή ὁ ἄπιστος νά ζεῖ μαζί μέ τήν πιστή) ἄς μήν χωρίζονται σύμφωνα μέ τόν Ἀπόστολο : ἔχει ἁγιασθεῖ ὁ ἄπιστος ἄνδρας διά τῆς ἑνώσεως μέ τή γυναῖκα του καί ἔχει ἁγιασθεῖ ἡ ἄπιστη γυναῖκα διά τῆς ἑνώσεώς με τόν ἄνδρα της.

Αὐτό πού εἶναι σημαντικό ἐδῶ εἶναι ὅτι ἡ Σύνοδος στήν Κρήτη εἰσήγαγε γιά πρώτη φορά στήν ἱστορία μιά συνοδική ἀπόφαση, ἡ ὁποία ἐπιτρέπει τήν ἀνατροπή ἑνός Κανόνος μιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί, τό πιό σπουδαῖο, τήν ὑποκείμενη δογματική της βάση.  Δέν βλέπω πῶς θά μποροῦσε κάποιος νά κατανοήσει αὐτό [δηλ. τό νά ἐπιτρέπονται οἱ μικτοί γάμοι ] ἀλλιῶς.  Γιατί πάνω σέ ποιά βάση ἐπιτρέπουν τούς μικτούς γάμους ἄν ὄχι πάνω σέ μιά ἄλλη θεώρηση τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν Ὁρίων Της, τά ὁποῖα τώρα περιλαμβάνουν τούς ἑτεροδόξους (  μέ κάποιο τρόπο «ἐπειδή εἶναι βαπτισμένοι»;).  Ἀλλιῶς θά εἶναι τρέλλα νά μιλᾶμε γιά γάμο-ἕνα ἀληθινό μυστήριο ἑνότητος ἐν Χριστῷ- μεταξύ ἑνός βαπτισμένου καί μεμυημένου μέλους τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ καί κάποιου μή βαπτισμένου καί μή μεμυημένου.

Γι΄ αὐτό, τό ὑπονοούμενο, ἔστω κι ἄν ἡ [συνοδική] ἀπόφαση ἀναφέρεται ἐδῶ ὡς κατ΄οἰκονομίαν, βρίσκεται στό γεγονός ὅτι οἱ ἑτερόδοξοι εἶναι «βαπτισμένοι» καί πάνω σ΄αὐτή τή βάση αὐτοί (ἀντίθετα ἀπό ἐκείνους πού ἀνήκουν σέ ἄλλες θρησκεῖες) μποροῦν νά συμμετέχουν στό μυστήριο τοῦ γάμου. Στ’ἀλήθεια αὐτό εἶναι πού καταλαβαίνει κάποιος ὅταν  δώσει προσοχή στίς ἐξηγήσεις τῶν ὑποστηρικτῶν τῶν μικτῶν γάμων.  Αὐτό ἐν τούτοις σημαίνει ὅτι κάτω ἀπό τήν ὑποτιθέμενη «οἰκονομία» τῶν μικτῶν γάμων εἶναι οἱ θεωρίες τῆς λεγόμενης «βαπτισματικῆς θεολογίας» καί τῆς «περιεκτικῆς ἐκκλησίας», οἱ ὁποῖες βρίσκονται στήν καρδιά τοῦ συγκριτιστικοῦ οἰκουμενισμοῦ.  Αὐτό βρίσκεται σέ ἁρμονία μέ τούς καρπούς πού ἔχουμε δεῖ ἀπό τούς μικτούς γάμους δηλαδή ὅτι πάνω στή βάση τῶν μικτῶν γάμων οἱ οἰκουμενιστικά σκεπτόμενοι δικαιολογοῦν ἄλλες παραβιάσεις τῶν κανόνων, ὅπως τήν κοινή προσευχή μέ τούς αἱρετικούς, ἤ ἀκόμη τήν προσφορά τῆς Θ. Κοινωνίας κατά τή διάρκεια τῆς τελετῆς τοῦ γάμου. (Ἔμαθα ὅτι αὐτό πράγματι ἐφαρμόζεται ἀπό κάποιον διακεκριμένο καθηγητή ἑνός Βορειοαμερικανικοῦ Ὀρθοδόξου Σεμιναρίου).

Εἶναι ξεκάθαρο ὅτι δέν ὑπάρχει καμμιά θεολογική βάση γιά τούς μικτούς γάμους, ὅτι δέν μπορεῖ νά θεωρηθεῖ «οἰκονομία» ἐφόσον δέν ὁδηγεῖ  στήν ἀκρίβεια, ἀλλά ἀνατρέπει τήν ἑνότητα - ταυτότητα τῶν μυστηρίων μέ τό Ἕνα Μυστήριο τοῦ Χριστοῦ καί ὅτι ἀνοίγει τήν πόρτα γιά περαιτέρω διάβρωση τῆς κανονικῆς καί μυστηριακῆς τάξεως τῆς Ἐκκλησίας.

Β. Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον

Ἄς στραφοῦμε τώρα στό κείμενο τό ὁποῖο πολλοί θεωροῦν ὅτι συνιστᾶ τή βάση τῆς Συνόδου : «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον»[14]. Εἶναι κοινή ἄποψη ὅτι αὐτό τό κείμενο, τό ἕκτο καί τελευταῖο κείμενο πού ἔγινε ἀποδεκτό ἀπό τή «Σύνοδο», εἶναι γεμάτο σφάλματα καί σύγχυση, παρά κάποια σποραδικά ἀξιόλογα ἀποσπάσματα.

1.      Πρόϊόν μιᾶς οἰκουμενιστικῆς προοπτικῆς

Ὡς κείμενο μέ καθαρό δογματικό-ἐκκλησιολογικό προσανατολισμό θά ἔπρεπε νά διακρίνεται ἀπό ἀπόλυτη σαφήνεια τοῦ νοήματός του καί ἀκρίβεια στή διατύπωσή του, ὥστε νά ἀποκλείεται ἡ δυνατότητα ποικιλίας ἑρμηνειῶν ἤ ἐσκεμμένες παρερμηνεῖες.  Δυστυχῶς, ἀντιθέτως, σέ  βασικά ἀποσπάσματα  συναντοῦμε ἀσάφεια καί ἀμφισημία, καθώς ἐπίσης ἀντιφάσεις καί ἀντινομία πού ἐπιτρέπουν διαμετρικά ἀντίθετες ἑρμηνεῖες.

Εἶναι χαρακτηριστική ἡ δυσκολία μέ τήν ὁποία ἦλθε ἀντιμέτωπη ἡ «Σύνοδος» στό  ἔργο της νά ἐγκρίνει αὐτό  τό κείμενο, τό ὁποῖο σχεδόν τριάντα ἐπίσκοποι ἀρνήθηκαν νά ὑπογράψουν καί πολλοί ἄλλοι τό ὑπέγραψαν μετά τό πέρας τῆς Συνόδου καί ἀφοῦ οἱ τέσσερεις ἐκδοχές του (σέ τέσσερεις γλῶσσες)  εἶχαν  ὁριστικά ὁλοκληρωθεῖ.

Γιά νά βεβαιωθεῖ κάποιος ὅτι τό κείμενο εἶναι προϊόν μιᾶς οἰκουμενιστικῆς-ὄχι οἰκουμενικῆς-νοοτροπίας, τό μόνο πού χρειάζεται εἶναι νά ἀναλογισθεῖ τί ἔγραψε ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ἱερόθεος(Βλάχος) σχετικά μέ τό κείμενο αὐτό καί τή συζήτηση γύρω ἀπ’αὐτό κατά τή διάρκεια τῆς «Συνόδου».

¨... ὅταν δημοσιευθοῦν τά Πρακτικά τῆς Συνόδου, ὅπου ἀποτυπώνονται οἱ αὐθεντικές ἀπόψεις αὐτῶν πού ἀποφάσισαν καί ὑπέγραψαν τά κείμενα, τότε θά φανῆ καθαρά ὅτι στήν Σύνοδο κυριαρχοῦσαν ἡ θεωρία τῶν κλάδων, ἡ βαπτισματική θεολογία καί κυρίως ἡ ἀρχή τῆς περιεκτικότητος, δηλαδή ἡ διολίσθηση ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἀποκλειστικότητος στήν ἀρχή τῆς περιεκτικότητος.... Κατά τήν διάρκεια τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνόδου στήν Κρήτη ἐλέχθησαν διάφορα παραποιητικά τῆς ἀληθείας, [προκειμένου νά ὑποστηρίξουν τό κείμενο] ὅσον ἀφορᾶ τόν ἅγιο Μάρκο τόν Εὐγενικό, τήν Σύνοδο τοῦ 1484 καί τό Συνοδικό κείμενο τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς, τό 1848, σέ σχέση μέ τήν λέξη Ἐκκλησία στούς ἀποκομμένους Χριστιανούς ἀπό τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία¨.

Ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου ἀναφέρει ἀλλοῦ ὅτι οἱ υποστηρικτές τοῦ κειμένου καί τῆς ἀναγνωρίσεως τῆς «ἐκκλησιαστικότητος» τῶν Δυτικῶν ὁμολογιῶν μεταχειρίστηκαν ἐπιθετικότητα καί πολλή πίεση  χωρίς νά λείψουν καί λόγια ἄσχημα ἐναντίον ὅσων ἦσαν ἀντίθετοι.

2.      Προώθηση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ

Εἴχαμε ἀναφέρει προηγουμένως ὅτι ἕνας ἀπό τούς σκοπούς αὐτῆς τῆς «Συνόδου» ἦταν νά παγιώσει τή δέσμευση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στόν οἰκουμενισμό. Τό κείμενο αὐτό πού ἀφορᾶ στίς σχέσεις μέ τούς Ἑτεροδόξους κατορθώνει αὐτόν τόν στόχο. Περιέχει   θετικές ἀναφορές γιά τό Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν πού ἔχουν γίνει μέ φανερό ἐνθουσιασμό.

Στήν παράγραφο 21 τοῦ κειμένου διακηρύσσονται τά ἀκόλουθα:

Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐπιθυμεῖ τήν ἐνίσχυσιν τοῦ ἔργου τῆς Ἐπιτροπῆς «Πίστις καί Τάξις» καί μετ’ ἰδιαιτέρου ἐνδιαφέροντος παρακολουθεῖ τήν μέχρι τοῦδε θεολογικήν αὐτῆς προσφοράν.  Ἐκτιμᾶ θετικῶς τά ὑπ’αὐτῆς ἐκδοθέντα θεολογικά κείμενα, τῇ σπουδαίᾳ συνεργίᾳ καί ὀρθοδόξων θεολόγων, τά ὁποῖα ἀποτελοῦν ἀξιόλογον βῆμα εἰς τήν Οἰκουμενικήν Κίνησιν διά τήν προσέγγισιν τῶν χριστιανῶν.

Ἡ θετική καί μόνο ἀποτίμηση τῶν κειμένων πού ἔχουν γίνει δεκτά ἀπό τό ΠΣΕ εἶναι ἀρκετή γιά νά ἀπορρίψει ἕνας Ὀρθόδοξος τό κείμενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον».  Εἶναι δυνατόν γιά  μία Πανορθόδοξη  Σύνοδο νά βλέπει μέ θετικό τρόπο θεολογικά κείμενα τοῦ ΠΣΕ, αὐτά τά συγκεκριμένα κείμενα πού εἶναι γεμάτα ἀπό αἱρετικές προτεσταντικές ἀπόψεις οἱ ὁποῖες ἔχουν ὑποστεῖ ἐπανειλημμένα κριτική ἀπό πολλές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ;

Στήν παράγραφο 19 τοῦ κειμένου ἡ Δήλωση τοῦ Toronto τοῦ ΠΣΕ ἀναφέρεται θετικά, σάν ἕνα θεμελιῶδες κείμενο γιά τήν ὀρθόδοξη συμμετοχή στό ΠΣΕ.  Τί ἐκφράζει ὅμως αὐτή ἡ δήλωση;  Μεταξύ ἄλλων διακηρύσσει ὅτι τό ΠΣΕ περιλαμβάνει ἐκκλησίες πού ὑποστηρίζουν ὅτι :

  • ἡ Ἐκκλησία εἶναι οὐσιαστικά ἀόρατη,
  • ὑπάρχει μιά διάκριση μεταξύ τοῦ ὁρατοῦ καί ἀοράτου σώματος στήν Ἐκκλησία,
  • τό βάπτισμα τῶν ἄλλων ἐκκλησιῶν εἶναι ἔγκυρο καί ἀληθινό
  • ὑπάρχουν «στοιχεῖα τῆς ἀληθινῆς Ἐκκλησίας» καί «ἴχνη τῆς Ἐκκλησίας» σέ ἄλλα μέλη-ἐκκλησίες στό ΠΣΕ καί ἡ οἰκουμενική κίνηση εἶναι βασισμένη σ’ αὐτό,
  • ὑπαρχουν μέλη-ἐκκλησίες extra muros (ἐκτός τῶν τειχῶν) καί   ὅτι
  • αὐτές aliquo modo( κατά κάποιον τρόπο) ἀνήκουν στήν Ἐκκλησία καί ὅτι
  • ὑπάρχει μιά «Ἐκκλησία ἐντός τῆς μιᾶς Ἐκκλησίας».

Πάνω σ΄ αὐτό τό θεμέλιο οἱ Ὀρθόδοξοι συμμετέχουν στό ΠΣΕ, ἕναν ὀργανισμό, στόν ὁποῖο ἡ ἀντορθόδοξη θεωρία περί «ἀοράτου καί ὁρατῆς Ἐκκλησίας» κυριαρχεῖ, ἀνατρέποντας ὁλόκληρη τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία.

Ἡ «Σύνοδος τῆς Κρήτης εἶναι ἡ μόνη Σύνοδος ἐπισκόπων πού ἔχει ποτέ ἀναγνωρίσει, προωθήσει ἐπαινέσει καί ἀποδεχθεῖ τόν οἰκουμενισμό καί τό Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν.  Αὐτό βρίσκεται σέ ἀντίθεση μέ τή μαρτυρία τῆς χορείας τῶν Ἁγίων, στούς ὁποίους περιλαμβάνεται –μεταξύ πολλῶν ἄλλων - καί ὁ μεγάλος γέροντας Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης, ὁ ὁποῖος μετά ἀπό ἀποκάλυψη πληροφορήθηκε ὅτι ὁ οἰκουμενισμός κυριαρχεῖται ἀπό ἀκάθαρτα πνεύματα.

Οἱ συνέπειες εἶναι τεράστιες : Τί ἐμπειρία καί ἔμπνευση ἐξ Ἁγίου Πνεύματος θά μποροῦσαν νά ἐκφράσουν στήν Κρήτη ὅταν βρίσκονται σέ ἀντίθεση μέ τούς ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας;

3.      Ἕνα μακρύ μονοπάτι πρός τήν ἀναγνώριση τῆς ἐκκλησιαστικότητος τῶν Ἑτεροδόξων

Αὐτό τό μονοπάτι πρός τήν συνοδική ἀποδοχή τοῦ οἰκουμενισμοῦ ἔχει ὑπάρξει μακρύ καί ταραχῶδες.  Τό ἀπόσπασμα τοῦ κειμένου γιά τόν οἰκουμενισμό ἦταν ξεκάθαρα ὁ ὑπ’ ἀριθμόν ἕνα στόχος τῶν ὁραματιστῶν τῆς «Συνόδου», στόχος πού ἦταν ἐμφανής ἤδη ἀπό τό 1971.

Τό πρῶτο κείμενο, πού συντάχθηκε ἐντός τῆς προσυνοδικῆς διαδικασίας καί ἀναγνωρίζει τήν οὕτως καλουμένη ἐκκλησιαστικότητα τῶν ἑτεροδόξων ὁμολογιῶν, εἶναι τό κείμενο τοῦ 1971 τῆς Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικῆς Ἐπιτροπῆς μέ τίτλο : «Ἡ Οἰκονομία στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία» τό ὁποῖο διεκήρυσσε : «Γιά ποιό λόγο ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ἀναγνωρίζει-ἄν καί εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία- τήν ὀντολογική ὕπαρξη ὅλων ἐκείνων τῶν Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν»[15]. ( Αὐτό τό κείμενο ὑπέστη τότε αὐστηρή κριτική ἀπό τούς θεολόγους στήν Ἑλλάδα καί τελικά ἀποσύρθηκε).

Αὐτή ἡ φράση ἀργότερα τροποποιήθηκε κατά τήν Τρίτη συνάντηση τῆς Ἐπιτροπῆς τό 1986  σέ :«...ἀναγνωρίζει τήν πραγματική  ὕπαρξη ὅλων τῶν Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν».

Αὐτό ἄλλαξε πάλι τό 2015  κατά τήν Πέμπτη συνάντηση τῆς Προπαρασκευαστικῆς Ἐπιτροπῆς σέ : «ἀναγνωρίζει τήν ἱστορική ὕπαρξη τῶν ἄλλων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν πού δέν εὑρίσκονται σέ κοινωνία μέ Αὐτήν».

Ὅταν τόν Ἰανουάριο τοῦ 2016 τό τελικό κείμενο ἐπιτέλους δημοσιεύθηκε, ἡ φράση αὐτή προκάλεσε σωρεία ἀντιδράσεων ἀπό τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας καί τίς Συνόδους τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, συμπεριλαμβανομένης καί τῆς Ὑπερορίου Ρωσικῆς Ἐκκλησίας.

Μετά τήν ἀποδοχή ἀπό τούς Προκαθημένους καί τίς συνοδεῖες τους τῆς προτάσεως πού ἔγινε τήν τελευταία στιγμή στήν Κρήτη ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος (ἄν καί 30 ἐπίσκοποι ἀρνήθηκαν νά ὑπογράψουν) τό τελικό κείμενο περιεῖχε τήν ἑξῆς διατύπωση : « Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορική ὀνομασία τῶν ἄλλων ἑτεροδόξων[16] Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν πού δέν εὑρίσκονται σέ κοινωνία μέ Αὐτήν».

Μπορεῖ κάποιος νά δεῖ ὅτι σταδιακά, κατά τή διάρκεια 45 ἐτῶν, ἡ φράση αὐτή ἔχει τροποποιηθεῖ γιά νά ἀνταποκριθεῖ στίς ἐνστάσεις πού προβάλλονταν ἀπό τίς Τοπικές Ἐκκλησίες.  Παρά ταῦτα ἡ τελική ἐκδοχή της παραμένει ἀνορθόδοξη καί ἀπαράδεκτη ἤ, ὅπως ὁ Μητροπολίτης Ἱερόθεος (Βλάχος) γράφει, «ἀντορθόδοξη». Ὑπάρχουν ποικίλες καί σπουδαῖες ἐπισημάνσεις πού μπορεῖ νά γίνουν σχετικά μ΄ αὐτή τή φράση.

4.      Ἀντορθόδοξη καί συνοδικά καταδικασμένη ὡς Αἵρεση

Κατ’ ἀρχάς, ὅπως παρατηρεῖ ὁ Μητροπολίτης Ἱερόθεος, ἴσως, μέ τήν ἀποδοχή τοῦ ὅρου «ἐκκλησία» γιά τίς ἑτερόδοξες ὁμολογίες, μιά σπουδαία διάκριση ἀπωλέσθηκε γιά τούς συμμετέχοντες ἱεράρχες.  Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς ὅρισε μέ σαφήνεια τό ζήτημα αὐτό στό Συνοδικό Τόμο τῆς Ἐννάτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου τοῦ 1351.  Γράφει ἐκεῖ :

ἕτερόν ἐστιν ἡ ὑπὲρ τῆς εὐσεβείας ἀντιλογία καὶ ἕτερον ἡ τῆς πίστεως ὁμολογία, καὶ ἐπὶ μὲν τῆς ἀντιλογίας οὐκ ἀνάγκη περὶ τὰς λέξεις ἀκριβολογεῖσθαι τὸν ἀντιλέγοντα, ὡς καὶ ὁ μέγας φησὶ Βασίλειος, ἐπὶ δὲ τῆς ὁμολογίας ἀκρίβεια διὰ πάντων τηρεῖται καὶ ζητεῖται. Δηλαδή, κάποιος θά μποροῦσε νά χρησιμοποιήσει κάθε ἐπιχείρημα γιά νά ἀπαντήσει σέ κάτι, ἐνῷ ἡ ὁμολογία [τῆς πίστεως] θά πρέπει νά εἶναι σύντομη καί δογματικά ἀκριβής. Ἑπομένως σ΄αὐτό τό πλαίσιο, στή Σύνοδο, χάριν τῆς δογματικῆς ἀκριβείας ἡ χρήση τοῦ ὅρου «ἐκκλησία» γιά τούς ἑτεροδόξους εἶναι ξεκάθαρα ἀπαράδεκτη.

Μποροῦμε μόνο νά ἐλπίζουμε, μαζί μέ τόν Μητροπολίτη Ἱερόθεο, ὅτι οἱ Ἱεράρχες στήν Κρήτη «ἐξαπατήθηκαν» ἀπό ἐκείνους πού ἰσχυρίζονταν- χωρίς νά κάνουν ἐκτεταμένες ἀναφορές- ὅτι κατά τή διάρκεια τῆς δευτέρας χιλιετίας οἱ Ὀρθόδοξοι χαρακτήριζαν αἱρετικές ὁμάδες ὡς Ἐκκλησίες.  Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι μόνο ἀπό τόν 20ο αἰώνα καί μετά ἡ Δυτική Χριστιανοσύνη χαρακτηρίστηκε ὡς ἐκκλησία, ὅταν ἡ Ὀρθοδοξη ὁρολογία καί θεολογία διαφοροποιήθηκε ἀπό τήν ὁρολογία καί θεολογία τοῦ παρελθόντος, εἰδικά μέ, καί μετά τήν Ἐγκύκλιο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τοῦ 1920 «Πρός τάς ἁπανταχοῦ Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ».  Τό μόνο πού χρειάζεται νά κάνει κάποιος εἶναι νά ἀνακαλέσει στή μνήμη του ὅτι ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς παρομοίαζε τή Λατινική αἵρεση μέ τόν Ἀρειανισμό, καί τούς Λατίνους μέ πειθήνια ὄργανα τοῦ πονηροῦ.

Ὁ ὅρος Ἐκκλησία δέν χρησιμοποιεῖται ἁπλῶς σάν μιά περιγραφή ἤ σάν παρομοίωση.  Δείχνει  τό ἀληθινό Σῶμα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.  Ἡ Ἐκκλησία ταυτίζεται μέ αὐτό τό ἴδιο τό Θεανθρώπινο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί ἐπειδή ὡς Κεφαλή Αὐτός εἶναι ἕνας, καί τό Σῶμα του εἶναι ἕνα.  Ὅπως ἔγραψε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος :

«... καί αὐτόν ἔδωκε κεφαλήν ὑπέρ πάντα τῇ ἐκκλησίᾳ, ἥτις ἐστί τό σῶμα αὐτοῦ, τό πλήρωμα τοῦ τά πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου»( Ἐφ. 1, 22-23).

«Ἕν σῶμα καί ἕν πνεῦμα, καθώς καί ἐκλήθητε ἐν μιᾷ ἐλπίδι τῆς κλήσεως ὑμῶν˙εἷς Κύριος, μία πίστις, ἕν βάπτισμα˙εἷς Θεός καί πατήρ πάντων, ὁ ἐπί πάντων, καί ἐν πᾶσιν ἡμῖν» (Ἐφ. 4, 4-6).

Ἄν καί καί ἔχει ὑποστηριχθεῖ ὅτι ἡ προσβλητική φράση  πού ἀναφέρεται στίς «ἐκκλησίες», ἰδιαιτέρως στήν τελευταία της μορφή, εἶναι συμβατή μέ τήν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία καί τόν ἀπόστολο Παῦλο, ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι αὐτή εἶναι συμβατή μᾶλλον μέ τή νέα  «περιεκτική» ἐκκλησιολογία.  Καθώς ἰσχυρίστηκε ὁ Μητροπολίτης Ἱερόθεος : « ἐνῷ ἐκ πρώτης ὄψεως φαίνεται ἀκίνδυνη, εἶναι ἀντορθόδοξη».

Γιατί «ἀντορθόδοξη»;  Ἐν πρώτοις εἶναι ἀδύνατο νά μιλήσει κάποιος γιά «ἁπλῆ» «ἀποδοχή τῆς ἱστορικῆς ὀνομασίας», τῶν «ἄλλων ἑτεροδόξων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν», διότι δέν ὑπάρχει ὄνομα χωρίς ὕπαρξη. Ἀλλιῶς ἐκφράζεται ἕνας ἐκκλησιολογικός νομιναλισμός.

Δεύτερον, κάθε ἄλλο παρά ἀφουγκραζόμαστε τόν Ἀπόστολο Παῦλο, «τό στόμα τοῦ Χριστοῦ», ἀφοῦ ἡ φράση « ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορική ὀνομασία τῶν ἄλλων ἑτεροδόξων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν» ὅταν κατανοηθεῖ στό πλαίσιό της, μᾶς θυμίζει μία ἀπό τίς θεωρίες περί ἀοράτου ἐκκλησίας τοῦ Καλβίνου καί τοῦ Ζβιγκλίου, αὐτό πού ὁ Βλαντμίρ Λόσκυ ἀποκαλοῦσε «Νεστοριανή ἐκκλησιολογία».  Αὐτή ἡ ἐκκλησιολογία ὑποθέτει ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι διαιρεμένη σέ δύο μέρη, ἀόρατο καί ὁρατό, ἀκριβῶς ὅπως ὁ Νεστόριος φανταζόταν τήν θεία καί ἀνθρώπινη φύση στό Χριστό νά εἶναι χωρισμένες.  Ἀπό αὐτή τήν ἰδέα ἔχουν ξεπηδήσει καί ἄλλες  αἱρετικές θεωρίες, ὅπως ἡ θεωρία τῶν κλάδων, ἡ βαπτισματική θεολογία καί ἡ ἐκκλησιολογική περιεκτικότητα.  Αὐτή ἡ περί ἀοράτου ἐκκλησίας θεωρία, στήν πραγματικότητα ἔχει ἤδη ἀπορριφθεῖ ἐν Συνόδῳ ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

Ἡ ἰδέα ὅτι μιά ἐκκλησία μπορεῖ νά χαρακτηρισθεῖ ὡς ἑτερόδοξη( αἱρετική) καταδικάσθηκε ἀπό τίς Συνόδους τοῦ 17ου αἰώνα μέ ἀφορμή τήν οὕτως καλουμένη «Ὁμολογία τοῦ Λουκάρεως», γραμμένη, ὑποτίθεται, καί υἱοθετημένη ἀπό τόν Κύριλλο Λούκαρη, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.  Ἡ καταδικασθεῖσα φράση ἦταν : Αληθές γαρ και βέβαιόν εστιν, εν τη οδώ δύνασθαι αμαρτάνειν την Εκκλησίαν και αντί της αληθείας το ψεύδος εκλέγεσθαι...» δηλ. εἶναι ἀληθές καί βέβαιο ὅτι ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νά ἁμαρτήσει  καί νά υἱοθετήσει τό ψεῦδος ἀντί τῆς  ἀληθείας.  Ἀντιθέτως οἱ Σύνοδοι τῆς Ἐκκλησίας κατεδίκασαν τότε αὐτή τήν ἀπιστία πρός τόν Χριστό δηλώνοντας ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά σφάλλει.

Αὐτή ἡ συνοδική διδασκαλία εἶναι πολύ σημαντική καί πρέπει νά τονισθεῖ πάλι στίς ἡμέρες μας, γιατί ἔρχεται νά θεραπεύσει τήν ψευδαίσθηση τῶν οὑμανιστῶν ἐκείνων, πού βρίσκονται ἀνάμεσά μας καί  ἔχουν ἀπωλέσει τήν πίστη τους στόν Χριστό κάι στήν συνέχιση τῆς Ἐνσαρκώσεως. Εἶναι αὐτή ἡ ἀπιστία πού ἐλλοχεύει πίσω ἀπό τήν ἀπροθυμία πολλῶν νά ἐνστερνισθοῦν τό «σκάνδαλο τοῦ συγκεκριμένου», τό σκάνδαλο τῆς Ἐνσαρκώσεως καί νά δηλώσουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι Μία, ὅπως ὁ Χριστός εἶναι Ἕνας καί ὅτι εἶναι σέ ἕνα συγκεκριμένο χρόνο καί τόπο πού συνεχίζεται ἡ Ἐνσάρκωση καί ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία.  Αὐτή ἡ ἀπιστία ἰσοδυναμεῖ μέ τήν ἐγκατάλειψη τῆς Ὀρθοδοξίας ὡς προαπαιτούμενο τῆς ἐκκλησιαστικότητος καί δέν εἶναι ἁπλῶς μιά κρίση πεποιθήσεων, ἀλλά, ὅπως ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ ἔγραψε πρίν 50 χρόνια, σημαίνει ὅτι οἱ ἄνθρωποι «ἔχουν ἐγκαταλείψει τόν Χριστό». 

Φυσικά, οἱ σύγχρονες μορφές πού παίρνουν οἱ θεωρίες περί «ἀοράτου ἐκκλησίας», εἶναι διαφοροποιημένες ἀπό ἐκεῖνες τοῦ 16ου αἰῶνος, ἀλλά ὄχι τόσο πολύ.  Ἄς προσέξουμε πάλι τήν ἐπίμαχη φράση στό πλαίσιό της καί θά δοῦμε τίς ὁμοιότητες πιό καθαρά.  Τό κείμενο λέει :

Κατά τήν ὀντολογικήν φύσιν τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἑνότης αὐτῆς εἶναι ἀδύνατον νἀ διαταραχθῇ.  Παρά ταῦτα, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορικήν ὀνομασίαν τῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ’αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν, ἀλλά πιστεύει ὅτι οἱ πρός αὐτάς σχέσεις αὐτῆς πρέπει νά στηρίζωνται ἐπί τῆς ὑπ’αὐτῶν ὅσον ἔνεστι ταχυτέρας καί ἀντικειμενικωτέρας ἀποσαφηνίσεως τοῦ ὅλου ἐκκλησιολογικοῦ θέματος καί ἰδιαιτέρως τῆς γενικωτέρας παρ΄αὐταῖς διδασκαλίας περί μυστηρίων,χάριτος, ἱερωσύνης καί ἀποστολικῆς διαδοχῆς ( παράγραφος 6).

Τό κείμενο ἀρχίζει δηλώνοντας ὅτι σύμφωνα μέ τήν ὀντολογική φύση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἑνότητά της δέν μπορεῖ νά διαταραχθεῖ.  Ἐδῶ ὑπονοεῖται ἡ ἀόρατη, ἑνωμένη Ἐκκλησία πού εἶναι στούς οὐρανούς.  Αὐτό εἶναι τό νόημα τῆς «ὀντολογικῆς».  Αὐτή ἡ φράση ἀκολουθεῖται ἀμέσως ἀπό τίς λέξεις «παρά ταῦτα...» καί γίνεται ἀναφορά στήν διασπασμένη, ὁρατή ὄψη τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν ἀποδοχή τῶν ἄλλων «Ἑτεροδόξων Ἐκκλησιῶν».

5.      Μιά ἔκφραση τῆς Νέας Ἐκκλησιολογίας πού ἤδη ἔγινε ἀποδεκτή

Δέν εἶναι ἡ πρώτη φορά πού ἐμφανίζεται στήν Ὀρθόδοξη οδοξη ἱεραρχία αὐτή ἡ διχοτόμηση τῆς Ἐκκλησίας σέ ὀντολογικῶς ἑνωμένη Ἐκκλησία στόν οὐρανό ἔξω ἀπό τόν χρόνο καί σέ διαιρεμένη Ἐκκλησία στή γῆ , ἐν χρόνῳ.  Ἐδῶ  βλέπουμε πῶς ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαῖος ἐξέφρασε αὐτό σέ ὁμιλία του στόν Πανάγιο Τάφο στά  Ἱεροσόλυμα τό 2014 :

Ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἡ ἱδρυθεῖσα ὑπό τοῦ ἐν “ἀρχῇ Λόγου”, τοῦ “ὄντος πρός τόν Θεόν”, καί “Θεοῦ ὄντος” Λόγου, κατά τόν εὐαγγελιστήν τῆς ἀγάπης, δυστυχῶς κατά τήν ἐπί γῆς στρατείαν αὐτῆς, λόγῳ τῆς ὑπερισχύσεως τῆς ἀνθρωπίνης ἀδυναμίας καί τοῦ πεπερασμένου θελήματος τοῦ ἀνθρωπίνου νοός, διεσπάσθη ἐν χρόνῳ.

Οὕτω διεμορφώθησαν καταστάσεις καί ὁμάδες ποικίλαι, ἐκ τῶν ὁποίων ἑκάστη διεκδικεῖ “αὐθεντίαν” καί “ἀλήθειαν”. Ἡ Ἀλήθεια ὅμως εἶναι Μία, ὁ Χριστός, καί ἡ ἱδρυθεῖσα ὑπ᾿ Αὐτοῦ Μία Ἐκκλησία.

 « Ἡ ἁγία Ὀρθόδοξος ἡμῶν Ἐκκλησία κατέβαλε πρό τοῦ μεγάλου Σχίσματος τοῦ 1054 μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσεως, ἀλλά καί μετ΄αὐτό, προσπαθείας πρός ὑπέρβασιν τῶν διαφορῶν προερχομένων ἐν ἀρχῇ καί ἐν πολλοῖς ἐξ ἀλλοτρίων τοῦ περιβόλου τῆς Ἐκκλησίας παραγόντων. Ἀτυχῶς, ὑπερίσχυσεν ὁ ἀνθρώπινος παράγων, καί διά τῆς συσσωρεύσεως προσθηκῶν “θεολογικῶν”, “πρακτικῶν” καί “κοινωνικῶν” αἱ κατά τόπους Ἐκκλησίαι ὡδήγηθησαν εἰς διάσπασιν τῆς ἑνότητος τῆς πίστεως, εἰς ἀπομόνωσιν, ἐξελιχθεῖσαν ἐνίοτε εἰς ἐχθρικήν πολεμικήν»

Ἡ ὁμοιότητα τῆς θεωρίας περί ἀοράτου Ἐκκλησίας πού ἔχει καταδικασθεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησία μέ τά λόγια αὐτά τοῦ Πατριάρχου  γίνεται φανερή στήν ὀξεία ἀντίθεση τῆς ὀντολογικῶς ἑνωμένης ἐν οὐρανοῖς Ἐκκλησίας καί τῆς ὑποθετικά διεσπασμένης ἐπίγειας Ἐκκλησίας.  Αὐτή [ἡ ἀντίθεση] ἀντικατοπτρίζει τήν «Νεστοριανή» διαίρεση τῶν δύο φύσεων τῆς θείας καί τῆς ἀνθρωπίνης στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ.  Αὐτή ἡ ἄποψη ἐν τούτοις εἶναι, ὄχι ἀπρόσμενα, σέ ἁρμονία μέ τή νέα ἐκκλησιολογία πού ἀναπτύχθηκε στή Δευτέρα Βατικανή Σύνοδο, ἡ ὁποία κάνει λόγο γιά μιά ἐπίγεια ἐκκλησία μέ μεγαλύτερες ἤ μικρότερες διαβαθμίσεις πληρότητος[16], πού ὀφείλεται, στά, ὅπως τά ὀνομάζει, «μπερδέματα τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας»[17].

Αὐτές οἱ ἀπόψεις περί Ἐκκλησίας συνεπάγονται τήν ταύτιση τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν αἵρεση, τῶν ἁγίων μέ τά πεπτωκότα καί γήϊνα.  Μέ πόνο καρδιᾶς ἔρχονται στό νοῦ μας οἱ λόγοι τοῦ Ἁγίου Ταρασίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, ὅταν ἐπέπληξε τούς εἰκονοκλάστες γιά  τίς ἀποφάσεις τῆς ψευδο-συνόδου τους στήν Ἱέρεια :

Ὤ τῆς παραφροσύνης καί τῆς συγχύσεως αὐτῶν! Δέν διέκριναν μεταξύ βεβήλου καί ἁγίου καί, ὅπως οἱ κάπηλοι ἀνακατεύουν τό κρασί μέ τό νερό,  αὐτοί ἀνέμιξαν τόν ἀληθινό λόγο μέ τόν διεστραμμένο, τήν ἀλήθεια μέ τό ψεῦδος, σάν νά ἀνακάτευαν τό δηλητήριο μέ τό μέλι. Σ’ αὐτούς ὁ Χριστός καί Θεός μας ἀπευθύνεται διά τοῦ προφήτου : «καί οἱ ἱερεῖς ... ἠθέτησαν νόμον μου καί ἐβεβήλουν τά ἅγιά μου. ἀναμέσον βεβήλου καί ἁγίου οὐ διέστελλον»(Ἰεζ. ΚΒ΄ 26)

Εἶναι σαφές ὅτι ἡ ἐπιθετική αὐτή φράση μέ τήν αἱρετική της ἐκκλησιολογία πρέπει νά ἀπορριφθεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησία (ἀπό κάθε Τοπική Ἐκκλησία χωριστά καί ἔπειτα σέ μιά μελλοντική Σύνοδο) καί νά ἀντικατασταθεῖ, γιατί ἀλλιῶς θά γίνει ἀναμφίβολα ἡ πηγή μιᾶς ἐκπτώσεως καί ἀπομακρύνσεως ἀπό τήν Ὀρθοδοξία

Ὑπάρχει ἀκόμη χρόνος νά διορθώσουμε καί νά θεραπεύσουμε τό τραῦμα πού ἔχει ἤδη προκληθεῖ στήν Ἐκκλησία.  Μία πρακτική λύση, πού δόθηκε ἀπό τόν Μητροπολίτη Ἱερόθεο, καί ἡ ὁποία θά βοηθοῦσε καί θά διευκόλυνε τήν ἀποκατάσταση τῆς Ὀρθοδοξίας, εἶναι μιά μελλοντική Σύνοδος νά διορθώσει τά σφάλματα καί νά ἐκδώσει ἕνα νέο ὀρθόδοξο κείμενο.  Ὑπάρχει τώρα ὑποστήριξη γι΄ αὐτό ( ἀπό τά Πατριαρχεῖα Ἀντιοχείας, Σερβίας, Ρωσίας, Γεωργίας, Βουλγαρίας καί τῆς Ρουμανίας, καθώς ἐπίσης καί ἱστορικό προηγούμενο ( οἱ συνεδριάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἐκτείνονταν σέ μῆνες καί χρόνια, ἡ Πενθέκτη Σύνοδος συμπλήρωσε τήν 5η καί τήν 6η  Σύνοδο καί ἡ Ἐννάτη Οἰκουμενική Σύνοδος ἦταν στήν πραγματικότητα τέσσερεις ξεχωριστές Σύνοδοι).

Ἄς ἐλπίσουμε ὅτι οἱ ἁπανταχοῦ ἐπίσκοποι  θά κάνουν βήματα πρός αὐτή τήν κατεύθυνση. Τό ζήτημα εἶναι ἐξαιρετικά ἐπεῖγον γιά ἐκεῖνες τίς Ἐκκλησίες πού ἔχουν ἀποδεχθεῖ τό κείμενο καί τή Σύνοδο.

3. Τά ἐπακόλουθα καί οἱ συνέπειες τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης

Α.  Οἱ ἀντιδράσεις τῶν τοπικῶν ἐκκλησιῶν

Ἄς στραφοῦμε τώρα ἐν συντομίᾳ στά ἐπακόλουθα τῆς Συνόδου καί τή σημερινή κατάσταση.

Ἐν πρώτοις μεταξύ ἐκείνων πού συμμετεῖχαν στή Σύνοδο, ὑπῆρξαν περίπου 30 ἐπίσκοποι, οἱ ὁποῖοι ἀρνήθηκαν νά ὑπογράψουν τό τελικό κείμενο γιά τούς Ἑτεροδόξους καί τόν Οἰκουμενισμό. Μεταξύ αὐτῶν εἶναι καί οἱ  εὐρέως γνωστοί ἐπίσκοποι, Μητροπολίτης Ἱερόθεος(Βλάχος), Ἀθανάσιος Λεμεσοῦ(Κύπρος), Νεόφυτος Μόρφου (Κύπρος), Ἀμφιλόχιος τοῦ Μοντενέγκρο (Σερβία) καί Εἰρηναῖος Μπάτσκας(Σερβία).

Ὁ ἐπίσκοπος Μπάτσκας Εἰρηναῖος συνόψισε τή στάση πολλῶν μετά τή Σύνοδο :

«Ὄσον ἀφορᾶ στήν προσφάτως ὁλοκληρωθεῖσα θριαμβευτικά ὄχι ἀκόμη ὅμως τελείως πειστικά «Μεγάλη καί Ἁγία Σύνοδο» τῆς Ἐκκλησίας μας στό Κολυμπάρι τῆς Κρήτης : Αὐτή ἤδη δέν ἔχει ἀναγνωρισθεῖ ὡς τέτοια  ἀπό τίς Ἐκκλησίες πού ἦσαν ἀποῦσες Τήν χαρακτήρισαν ὡς μία Σύναξη(συνάντηση) στήν Κρήτη, ἐνῷ ἐπίσης ἀμφισβητεῖται ἀπό πάρα πολλούς ἀπό τούς συμμετέχοντες ἱεράρχες».

Οἱ ὑποστηρικτές καί οἱ συμπαθοῦντες τήν Σύνοδο ἐπικαλοῦνται τήν Δευτέρα Οἰκουμενική Σύνοδο ὡς προηγούμενο, ὡς ἕνα παράδειγμα μιᾶς συνόδου στήν ὁποία κάποιες Τοπικές Ἐκκλησίες ἦσαν ἀποῦσες (δηλαδή ἡ Ρώμη καί ἡ Ἀλεξάνδρεια).  Ἐκεῖνο ὅμως τό ὁποῖο δέν λένε εἶναι ὅτι ἡ Δευτέρα Οἰκουμενική Σύνοδος δέν συνεκλήθη ὡς μία Οἰκουμενική ἤ Πανορθόδοξος Σύνοδος, ἀλλά μᾶλλον σάν μία ἀπό τίς πολλές Τοπικές Συνόδους τῆς Ἀνατολικῆς Αὐτοκρατορίας. Καί ἐξαιτίας τῶν Ὀρθοδόξων ἀποφάσεών της πού ἐλήφθησαν ἐκεῖ, ἔγινε ἀργότερα ἀποδεκτή ἀπό ὅλες τίς Τοπικές Ἐκκλησίες ὡς Οἰκουμενική.

Στήν Κρήτη, στήν πραγματικότητα ἔχουμε τό ἀντίθετο : Αὐτή  συνεκλήθη ὡς Πανορθόδοξη, καί τέσσερα Πατριαρχεῖα ἀρνήθηκαν νά συμμετάσχουν.  Ἐπιπλέον, καί αὐτό εἶναι πάρα πολύ σημαντικό, ἔχουν ἐπίσης ἀρνηθεῖ νά τήν ἀναγνωρίσουν ὡς Σύνοδο ἀκόμη καί μετά ἀφ᾿ ὅτου ἔγινε.

Τό Πατριαρχεῖο Ἀντοχείας στήν ἀπόφασή του τῆς 27ης Ἰουνίου τοῦ περασμένου ἔτους, δήλωσε ὅτι θεωρεῖ τήν συνάντηση στήν Κρήτη ὡς «μία προπαρασκευαστική συνάντηση πρός τήν Πανορθόδοξο Σύνοδο» καί ὅτι «ἀρνεῖται νά προσδώσει συνοδικό χαρακτήρα σέ ὁποιαδήποτε ὀρθόδοξη συνάντηση, ἡ ὁποία δέν περιλαμβάνει ὅλες τίς Ὀρθόδοξες Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες» καί συνεπῶς «ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀντιοχείας ἀρνεῖται νά ἀποδεχθεῖ νά ὀνομάζεται ἡ συνάντηση στήν Κρήτη μία «Μεγάλη Ὀρθόδοξος Σύνοδος»ἤ μία «Μεγάλη καί Ἁγία Σύνοδος».

Τό Πατριαρχεῖο τῆς Μόσχας (στήν ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου του στίς 15 Ἰουλίου 2016) δήλωσε ὅτι «ἡ Σύνοδος πού ἔλαβε χώρα στήν Κρήτη δέν μπορεῖ νά θεωρηθεῖ Πανορθόδοξη οὔτε μποροῦν τά κείμενα πού ἐνέκρινε νά ἀποτελέσουν  τήν ἔκφραση μιᾶς Πανορθοδόξου συμφωνίας (consensus)».

Τό Πατριαρχεῖο Βουλγαρίας (στήν ἀπόφασή του μέ ἡμερομηνία 15 Νοεμβρίου 2016) δήλωσε σέ μία συνεδρίαση ὅλης τῆς Ἱεραρχίας του ὅτι «ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης δέν εἶναι οὔτε μεγάλη, οὔτε ἁγία οὔτε Πανορθόδοξος. Αὐτό ὀφείλεται στή μή συμμετοχή ἑνός ἀριθμοῦ Τοπικῶν αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν καθώς καί στά ὀργανωτικά καί θεολογικά λάθη πού ἔγιναν ἀποδεκτά.  Προσεκτική μελέτη τῶν κειμένων πού υἱοθετήθηκαν στή Σύνοδο τῆς Κρήτης, μᾶς ὁδηγεῖ στό συμπέρασμα ὅτι κάποια ἀπό αὐτά περιέχουν ἀποκλίσεις ἀπό τήν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική διδασκαλία, ἀπό τή δογματική καί κανονική Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καί τό πνεῦμα καί τό γράμμα τῶν Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων.  Τά κείμενα πού υἱοθετήθηκαν στήν Κρήτη πρέπει νά ὑποβληθοῦν σέ περαιτέρω θεολογική μελέτη μέ στόχο νά τροποποιηθοῦν, νά ὑποστοῦν ἐπεξεργασία, νά διορθωθοῦν ἤ νά ἀντικατασταθοῦν μέ ἄλλα (νέα κείμενα) στό πνεῦμα καί τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας».

Ἡ Σύνοδος τοῦ Πατριαρχείου Γεωργίας συνεκλήθη τόν Δεκέμβριο τοῦ περασμένου χρόνου καί ἐξέδωσε μιά τελική ἀπόφαση γιά τή Σύνοδο τῆς Κρήτης.  Μ’ αὐτήν δήλωσε ὅτι αὐτή δέν εἶναι Πανορθόδοξος Σύνοδος, ὅτι κατήργησε τήν ἀρχή τῆς ὁμοφωνίας (consensus)  καί ὅτι οἱ ἀποφάσεις της δέν εἶναι ὑποχρεωτικές γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Γεωργίας.  Ἐπιπλέον τά κείμενα πού ἐξεδόθησαν ἀπό τή Σύνοδο τῆς Κρήτης δέν λαμβάνουν ὑπ’ὄψιν τους τίς σπουδαῖες κριτικές πού ἔγιναν ἀπό τίς Τοπικές Ἐκκλησίες καί ἔχουν ἀνάγκη διορθώσεως.  Εἶναι ἀνάγκη νά συγκροτηθεῖ μιά ἀληθινά Μεγάλη καί Ἁγία Σύνοδος. Ἡ Γεωργιανή Ἐκκλησία  εἶναι πεπεισμένη ὅτι μιά τέτοια Σύνοδος  θά πραγματοποιηθεῖ στό μέλλον καί θά λάβει ἀποφάσεις μέ ὁμοφωνία (Consensus)  βασισμένες στή διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.  Γιά τόν σκοπό αὐτό ἡ Ἱερά Σύνοδος ἔχει συστήσει μιά θεολογική ἐπιτροπή γιά νά ἐξετάσει τά κείμενα πού ἔγιναν ἀποδεκτά στήν Κρήτη καί νά τά προετοιμάσει γιά μιά μελλοντική Σύνοδο πού θά εἶναι Πανορθόδοξος.

Τό Πατριαρχεῖο Ρουμανίας, τό ὁποῖο συμμετεῖχε στή Σύνοδο, ἀργότερα δήλωσε ὅτι «τά κείμενα μποροῦν νά ἐξηγηθοῦν, νά τροποποιηθοῦν ἐν μέρει ἤ νά ἀναπτυχθοῦν περαιτέρω ἀπό μιά μελλοντική Μεγάλη καί Ἁγία Σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.  Παρά ταῦτα ἡ ἑρμηνεία τους καί τά προσχέδια τῶν νέων κειμένων πάνω σέ μιά ποικιλία θεμάτων δέν πρέπει νά γίνει ἐσπευσμένα ἤ χωρίς πανορθόδοξη συμφωνία, ἀλλιῶς θά πρέπει νά καθυστερήσουν καί νά τελειοποιηθοῦν μέχρι νά μπορέσει νά ἐπιτευχθεῖ συμφωνία».

Ἡ Αὐτοκέφαλος Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἐνῷ δέν ἀποφάσισε καταφατικά ὑπέρ τῶν τελικῶν ἀποφάσεων τῆς Συνόδου, ἔχει ἐκδώσει μία Ἐγκύκλιο πού ἐμφανίζει τήν Σύνοδο ὡς μία Ὀρθόδοξη Σύνοδο. Πολλοί ἔχουν συμπεράνει ὅτι αὐτή ἡ στάση σημαίνει συμφωνία, ἄν καί μεταξύ τῆς Ἱεραρχίας ὑπάρχουν ἐπίσκοποι οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀπορρίψει κάθετα καί ἔχουν καταδικάσει τή «Σύνοδο».  Αὐτή ἡ σύγχυση ἔχει προκαλέσει ἀποστροφή σέ ἕνα μέρος τῶν πιστῶν.

          Β. Οἱ μετά τήν Κρήτη ἐξελίξεις στήν Ἑλλάδα καί τή Ρουμανία

Πρίν κλείσω πιστεύω ὅτι εἶναι ἐπίσης σπουδαῖο νά σᾶς πληροφορήσω γιά τίς τελευταῖες ἐξελίξεις ὅσον ἀφορᾶ στήν ἀποδοχή ἤ ἀπόρριψη τῆς «Συνόδου»τῆς Κρήτης ἀπό τόν λαό τοῦ Θεοῦ.

Ὑπάρχουν θετικές ἀναφορές, εἰδικά μεταξύ τῶν ἐπισήμων ὀργάνων τῶν Ἐκκλησιῶν πού συμμετεῖχαν, οἱ ὁποῖες πῆραν τή μορφή διαλέξεων καί μικρῶν συνεδρίων πάνω στή σημασία τῆς «Συνόδου», μερικές φορές συμπεριλαμβάνοντας καί Ἑτεροδόξους.  Μπορεῖ ἐπίσης κάποιος νά παρατηρήσει μιά ἐκπληκτική δυσαρέσκεια μεταξύ τῶν ὑποστηρικτῶν ὅτι ἡ «Σύνοδος» δέν ἔκανε ἀρκετά ἤ δέν προχώρησε στήν ἀναγνώριση τῶν Ἑτεροδόξων ἤ σέ ὅτι  ἀφορᾶ ἄλλα «καυτά» ζητήματα κυρίως γιά τούς Ὀρθοδόξους ἀκαδημαϊκούς στή Δύση.  Δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι θά συνεχισθεῖ ἡ προσπάθεια γιά νά ἐπηρεάσουν τούς πιστούς ὑπέρ τῆς «Συνόδου»-ἕνα σκληρό καθῆκον, δεδομένου ὅτι οἱ περισσότεροι δέν αἰσθάνθηκαν ὅτι ἡ  «Σύνοδος» τούς ἀφοροῦσε.

Παρά τήν ἐπίσημη, θετική ἀποδοχή τῆς «Συνόδου» ἀπό τήν Ἑλλάδα καί τή Ρουμανία, ἡ συντριπτική πλειοψηφία μεταξύ τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ ἀνταποκρίθηκε ἀρνητικά. Οἱ ἐπιπτώσεις τῆς  Συνόδου τῆς Κρήτης εἶναι ἐκτεταμένες γιά πολλούς σέ ἐκεῖνες τίς τοπικές Ἐκκλησίες, οἱ ὁποῖες ἔχουν ἀποδεχθεῖ τή Σύνοδο.  Ἡ ἀντίδραση πολλῶν κληρικῶν, μοναχῶν καί θεολόγων στήν εὐνοϊκή ἀποδοχή πού δόθηκε στή «Σύνοδο» τῆς Κρήτης ἀπό τήν Ἱεραρχία τους κυμαίνεται ἀπό γραπτή καί προφορική ἀπόρριψη ἐκ μέρους γνωστῶν θεολόγων  μέχρι τήν βαριά ἀπόφαση νά παύσουν τήν μνημόνευση τῶν σφαλέντων(πλανηθέντων) ἐπισκόπων ἀπό μοναχούς καί ποιμένες.

Ἡ παύση τῆς μνημονεύσεως τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως ἡ ὁποία ἄρχισε στό Ἅγιον Ὄρος τό φθινόπωρο τοῦ περασμένου ἔτους μέ τή συμμετοχή περίπου 100 μοναχῶν, ἔχει ἐξαπλωθεῖ τώρα σέ πολλές ἐπισκοπές στήν Ἐκκλησία τῆς Ελλάδος καί ἐπίσης στή Ρουμανία, ὅπου διάφορα μοναστήρια καί κληρικοί ἔπαυσαν τή μνημόνευση τῶν ἐπισκόπων τους.

 Μία ἀπό τίς πιό σημαντικές ἐξελίξεις συνέβησαν  ἀκριβῶς πρίν δύο ἑβδομάδες εἶναι πώς ὁ ἐξέχων Καθηγητής τῆς Πατρολογίας Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης ἀνήγγειλε τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας ὅτι ἔπαυσε τήν μνημόνευση τοῦ ἐπισκόπου του, τοῦ Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης Ἀνθίμου ἐξαιτίας τῆς ἐνθουσιαστικῆς ἐκ μέρους του ἀποδοχῆς τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης καί τῶν κειμένων της. Ἐξ αἰτίας τοῦ πνευματικοῦ του ἀναστήματος καί τοῦ γεγονότος ὅτι εἶναι γνωστός( ἦταν διδάσκαλος πολλῶν ἀπό τούς σημερινούς ἐπισκόπους τῆς Ἑλλάδος), αὐτή ἡ ἀπόφαση ἔχει ἐπηρεάσει καί ἄλλους καί ἔχει ἀναστατώσει τήν ἐκκλησιαστική κατάσταση (statusquo) στήν Ἑλλάδα. Αὐτόν τόν δρόμο ἀκολούθησαν τέσσερεις κληρικοί ἀπό τό νησί τῆς Κρήτης, τρία μοναστήρια στή Μητρόπολη Φλωρίνης, κλῆρος καί μοναχοί στίς Μητροπόλεις Θεσσαλονίκης, Κεφαλληνίας, Σύρου καί Ἄνδρου καί ἀλλοῦ.

Ἐπιπλέον, λίγες ἡμέρες πρίν, ὁ Ἀρχιμανδρίτης Χρυσόστομος, Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ζωοδόχου Πηγῆς στήν Πάρο (ὅπου ὁ Ἅγιος Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος ἔλαμψε μέ τόν ἀσκητικό του βίο),   ὑπέβαλε στήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μιά ἱστορική ἐπίσημη μήνυση γιά αἵρεση ἐναντίον τοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου.  Ὁ καθηγούμενος Χρυσόστομος  ἔχει ζητήσει ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο νά ἀναγνωρίσει, νά ἀποκηρύξει καί νά καταδικάσει τήν «ἑτεροδιδασκαλία» τοῦ Πατριάρχου, ὡς ἀντίθετη στήν ὀρθή διδασκαλία τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς και Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.  Ἔγραψε πρός τήν  Ἱερά Σύνοδο :

«Διὰ τῆς παρούσης καταθέτω ἐνώπιόν σας, ἐνώπιον τοῦ σεπτοῦ Σώματος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τὸν σκανδαλισμὸν ἐμοῦ προσωπικῶς, τῆς συνοδείας μου, κληρικῶν, μοναχῶν καὶ πλήθους κόσμου, ὁ ὁποῖος κλυδωνίζεται ταρασσόμενος ὡς ὑπὸ κυμάτων πολλῶν λόγῳ τῶν ἀλλεπαλλήλων ἑτεροδιδασκαλιῶν, αἱ ὁποῖαι διετυπώθησαν κατὰ καιροὺς ὑπὸ τοῦ Παναγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου μὲ ἀποκορύφωμα τὴν Ἁγίαν καὶ Μεγάλην Σύνοδον (ΑκΜΣ) τοῦ Κολυμπαρίου τῆς Κρήτης».

Ἡ ἐπίσημη αὐτή αἴτηση  προβάλλει 12 δείγματα ἑτεροδόξων διδασκαλιῶν πού ἐδῶ καί πολλές δεκαετίες διαδίδει ὁ Πατριάρχης, καθώς ἐπίσης καί 9 σχετικούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας. Καταλήγει μέ ἕναν κατάλογο 13 ἐπισκόπων, 14 ἡγουμένων καί κληρικῶν καί 9 θεολόγων, τούς ὁποίους ὁ ἡγούμενος προτείνει νά κληθοῦν ὡς μάρτυρες γιά νά τόν ὑποστηρίξουν ἐνώπιον τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ὅταν κληθεῖ ἐπισήμως νά ὑπερασπίσει  τίς αἰτιάσεις [κατά τοῦ Πατριάρχου].

 

Σεβασμιώτατοι, Θεοφιλέστατοι καί σεβαστοί πατέρες

Αὐτές καί ἄλλες παρόμοιες ἐξελίξεις στήν Οὐκρανία, Μολδαβία καί Ρουμανία χρησιμεύουν γιά νά ὑπογραμμίσουμε τήν αὐξανόμενη πίεση πού ἀσκεῖται στούς ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας γιά νά ἀντιδράσουν μέ πατερικό τρόπο στόν κίνδυνο, ἀπό τόν ὁποῖο ἀπειλεῖται ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ἐξ αἰτίας τῆς κακοσχεδιασμένης, κακο-εκτελεσμένης καί τελικά ἀντορθόδοξης «Συνόδου» τῆς Κρήτης.

Ἡ ἐκκλησιαστική ἱστορία μᾶς πληροφορεῖ ὅτι αὐτή ἡ ἀνεκτίμητη ἑνότης ἐν Χριστῷ ὑπάρχει καί ἀνθίζει μόνο ὅταν ὅλοι εἶναι «ἐν τῷ αὐτῷ νοΐ» καί ὁμολογοῦν τήν ἴδια πίστη στήν Μία Ἐκκλησία. Ἐπιπλέον ἡ πρόσφατη ἱστορία μᾶς διδάσκει ἐπίσης ὅτι ὁ συμβιβασμός ἤ ἡ ἀδιαφορία σέ μιά νέα, καινοτόμο ἐκκλησιολογία, ὅπως αὐτή ἐκφράσθηκε ἔργῳ καί λόγῳ στήν Κρήτη, δέν εἶναι μιά ἐπιλογή καί τό μόνο πού θά κάνει εἶναι νά μᾶς ὁδηγήσει σέ πόλωση καί ναυάγιο καί πρός τά ἀριστερά καί πρός τά δεξιά τῆς Βασιλικῆς Ὁδοῦ.  Αὐτή ἡ Ὁδός βρίσκεται σέ μιά πνευματική θάλασσα μέ πολλούς βράχους, στήν ὁποία ἡ ἐπιδεξιότητα τοῦ πνευματικοῦ ὁδηγοῦ δοκιμάζεται καί ἐπιβεβαιώνεται, φανερώνοντας ὅτι αὐτός ὄχι μόνο γνωρίζει τήν Ἀλήθεια ἀλλά εἶναι ἐπίσης ἐκπαιδευμένος στόν ΤΡΟΠΟ μέ τόν ὁποῖο θά μπορέσει νά ὁδηγήσει ὅλους νά φθάσουν ἐκεῖ μέ ἀσφάλεια.

Κατά Θεία Πρόνοια, ἡ Ὑπερόριος Ρωσική Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία  συνεχίζει νά κατέχει μιά μοναδική θέση στήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία, ἀπό τήν ὁποία [θέση] μπορεῖ νά κηρύξει ἐλεύθερα καί προφητικά τόν λόγο τῆς Ἀληθείας -ἕναν λόγο, ὁ ὁποῖος ἑνώνει τούς πιστούς, θεραπεύοντας παλαιά σχίσματα καί ἀποτρέποντας  νέα.  Ἡ Καθολική Ἐκκλησία ἔχει ἀνάγκη ἀπό αὐτό σέ αὐτά τά δύσκολα χρόνια.

Δι΄ εὐχῶν τῶν ἁγίων Πατέρων μας καί ἰδίως τῶν ἁγίων νέων μαρτύρων καί ὁμολογητῶν καί μέ τήν σοφή καθοδήγηση τῶν ἐπικεφαλῆς Ποιμένων μας μποροῦμε ὅλοι ἐμεῖς νά συνεχίσουμε τήν σώζουσα ὁμολογία τῆς πίστεως στήν Μία Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι ἡ συνέχεια τῆς Ἐνσαρκώσεως. Πάνω σ΄αὐτήν οἰκοδομεῖται ἡ  Ἐκκλησία.

Εὐχαριστῶ ὅλους γιά τήν προσοχή καί τήν εὐγένειά σας νά μέ ἀκούσετε σήμερα καί εὔχομαι σέ ὅλους σας ἕνα λαμπρό καί φωτεινό Πάσχα!

ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΗ  ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Γκοτσόπουλος Ἀναστάσιος, Πρωτοπρεσβύτερος, «Πῶς δ΄αὖθις Ἁγία καί Μεγάλη, ἥν οὔτε...οὔτε...οὔτε...;», Πάτρα, 10 Δεκεμβρίου 2016

Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ἹεροθέουΠαρέμβαση καί κείμενο στήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (Νοέμβριος 2016) http://www.parembasis.gr/index.php/el/mitropolitis-3/ni-various-articles/278keimena-agia-megali-synodos/4707-2016-11-24

Σημειώσεις.


[1]Σημ. Μεταφραστοῦ : Σύμφωνα μέ δημοσιογραφικές πληροφορίες ὁ Ἀρχιεπίσκοπος καί ἡ συνοδεία του - πλήν τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου - ψήφισαν τήν ἐν λόγῳ τροποποίηση κατόπιν ἀφορήτων πιέσεων.


[1]. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ἹεροθέουΠαρέμβαση καί κείμενο στήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (Νοέμβριος 2016)http://www.parembasis.gr/index.php/el/mitropolitis-3/ni-various-articles/278 keimena-agia-megali-synodos/4707-2016-11-24

[2]Aὐτό ἦταν μία μόνο  ἀπό τίς ποικίλες ἀνησυχητικές ἐκκλησιολογικές καινοτομίες πού εἰσήχθησαν στήν Κρήτη καί τή διαδέχθηκε σέ βαρύτητα  μόνο ἡ ἀποδοχή τῆς αὐτοαναιρουμένης φράσεως «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες».  Ἐν τούτοις ἦταν ἡ προηγούμενη-ἡ κατάργηση τῆς συνοδικότητος-πού ἔκανε δυνατή τήν τελευταία-τήν ἀποδοχή τῆς ἀντιφάσεως, γιά  νά μήν ποῦμε τοῦ τερατουργήματος, δηλαδή τῶν «ἑτεροδόξων Ἐκκλησιῶν». Αὐτό ἀληθεύει σἐ περισσότερες ἀπό μία περιπτώσεις. Ἄν ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι εἶχαν ἀπό μία ψῆφο καί ὄχι μόνο οἱ Προκαθήμενοι, εἶναι ἀπίθανο τό ἀπαράδεκτο κείμενο γιά τούς Ἑτεροδόξους νά εἶχε γίνει ἀποδεκτό. Εἶναι ἐπίσης γεγονός ὅτι ἄν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν εἶχε σεβασθεῖ τήν καθαρή συνοδική ἐξουσιοδότηση πού τοῦ δόθηκε ἀπό τήν Ἱεραρχία του, ἡ ὁποία ψήφισε ὁμοφώνως τήν ἄρνηση ἀποδοχῆς τοῦ ὅρου «ἐκκλησία» γιά τούς ἑτεροδόξους, δέν θά εἶχε ἀποδεχθεῖ τήν ἀληθοφανῆ καί ἀπερίσκεπτη «διόρθωση».

[3] Βλ. From the Second Vatican Council (1965) to the Pan-Orthodox Council (2016): Signposts on the Way to Crete: https://orthodoxethos.com/post/from-the-second-vatican-council-1965-to-the-pan-orthodox-council-2016-signposts-on-the-way-to-crete.

[4] Σέ κάποιο ἄρθρο δημοσιευμένο στό περιοδικό  The National Catholic Reporter  ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Βαρολομαῖος, ὄταν  ἦταν ἀκόμη Μητροπολίτης, ἔγραψε τά ἀκόλουθα ἀποκαλύπτοντας τίς προθέσεις του γιά τήν Πανορθόδοξο Σύνοδο : «Οἱ στόχοι μας εἶναι ἴδιοι μέ αὐτούς τοῦ Πάπα Ἰωάννου(XXIII) : νά ἐκσυγχρονίσουμε τήν Ἐκκλησία καί νά προωθήσουμε τήν Χριστιανική ἑνότητα...Ἡ Σύνοδος ἐπίσης θά σηματοδοτήσει τό ἄνοιγμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στίς μή Χριστιανικές θρησκεῖες, στήν ἀνθρωπότητα ὡς ὅλον.  Αὐτό σημαίνει μιά νέα στάση ἀπέναντι στό Ἰσλάμ, στόν Βουδισμό, στόν σύσύγχρονο σύγχρονο   σΣύΣύγχρονο πολιτισμσύγχρονο πολιτισμό, στίς προσδοκίες γιά ἀδελφοσύνη ἐλεύθερη ἀπό φυλετικές διακρίσεις...μέ ἄλλα λόγια, αὐτή θά σημάνει τό σύγχρονο πολιτισμό, στίς προσδοκίες γιά ἀδελφοσύνη ἐλεύθερη ἀπό φυλετικές τἐλος

σύγχρονο πολιτισμό, στίς προσδοκίες γιά ἀδελφοσύνη ἐλεύθερη ἀπό φυλετικές διακρίσεις...μέ ἄλλα λόγια, αὐτό θά σημάνει τό τέλος δώδεκα αἰώνων ἀπομονώσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» Βλ. “ Council Coming for Orthodox", interview by Desmond O'Grady, The National Catholic Reporter, in the January 21, 1977 edition. Seealso:http://orthodoxinfo.com/ecumenism/towards.aspx.

[5] Στά κείμενα τῆς Δευτέρας Βατικανῆς Συνόδου τά πράγματα εἶναι ἐλαφρῶς καλλίτερα. Στό κείμενο LumenGentium  ὁ διάβολος ἀναφέρεται τέσσερεις φορές, ἄν καί στό κείμενο UnitatisRedintegratio δέν ἀναφέρεται.

[6]Ἡ μόνη έξαίρεση στήν τελευταία περίπτωση εἶναι ὅταν ἡ ἐκκλησιολογική αἵρεση τοῦ φυλετισμοῦ ἀναφέρεται στήν Ἐγκύκλιο τῶν Προκαθημένων, πρᾶγμα πού εἶναι ἐνδεικτικό τῶν προτεραιοτήτων τῆς Συνάξεως.

[7]  See: J. S. Romanides, “The Ecclesiology of St. Ignatius of Antioch,” The Greek Orthodox Theological Review 7:1 and 2 (1961–62), 53–77.

[11] Αὐτό τό τμῆμα τῆς διαλέξεώς μου βασίζεται στήν ἐξαιρετική ἔρευνα καί ἐργασία πού ἔκανε ὁ π. Ἀναστάσιος Γκοτσόπουλος, ἐφημέριος τοῦ Ἱ. Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῆς Μητροπόλεως Πατρῶν, στήν Ἑλλάδα, μέ τήν ἄδειά του.

[12] Ἐξ αἰτίας τῆς σπουδαιότητος καί τῆς φύσεως τοῦ ὑπό συζήτησιν θέματος μιά ἀνάλυση αὐτοῦ τοῦ  τοῦ κειμένου  θά πρέπει νά γίνει σέ μιά ξεχωριστή ἐργασία.

[13]Βλέπε : http://www.pravoslavie.ru/english/90489.htm

[14] Ἡ ἀνάλυσή μου  θά ἀκολουθήσει, καί σέ μεγάλο βαθμό θά βασισθεῖ, σ΄ αὐτήν τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου (Βλάχου).

[15] Συνοδικά, ΙΧ, σ. 107, Γραμματεία Προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Διορθόδοξος Προπαρασκευαστική Ἐπιτροπή τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου 16-28 Ἰουλίου 1971, ἐκδ. Ὀρθόδοξο Κέντρο Οικουμενικοῦ Πατριαρχείου Chambesy Γενεύης 1973, σ. 143, καί Γραμματεία Προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Πρός τήν Μεγάλην Σύνοδον, 1, Εἰσηγήσεις, τῆς Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικῆς Ἐπιτροπῆς ἐπί τῶν ἕξ θεμάτων τοῦ πρώτου σταδίου, ἐκδ. Ὀρθόδοξο Κέντρο Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Chambesy Γενεύης 1971, σ. 63.

[16]«Mπορεῖ κάποιος νά θεωρήσει τήν παγκόσμια Ἐκκλησία σάν μία κοινωνία μέ πολλά ἐπίπεδα πληρότητος, σωμάτων πού εἶναι περισσότερο ἤ λιγότερο πλήρεις ἐκκλησίες....Εἶναι μιά πραγματική κοινωνία πού πραγματώνεται σέ ποικίλες διαβαθμίσεις πυκνότητος ἤ πληρότητος, σωμάτων, τά ὁποῖα, ὅλα, ἄν καί κάποια εἶναι περισσότερο πλήρη ἀπό κάποια ἄλλα, ἔχουν ἕναν ἀληθινά ἐκκλησιακό χαρακτήρα». (Francis A. Sullivan, S.J., “The Significance of the Vatican II Declaration that the Church of Christ ‘Subsists in’ the Roman Catholic Church,” in René Latourelle, ed., Vatican II: Assessment and Perspectives, Twenty-five Years After (1962–1987) (New York: Paulist Press, 1989), 283).

[17]Joseph Ratzinger, “The Ecclesiology of Vatican II,” a talk given at the Pastoral Congress of the Diocese of Aversa (Italy), Sept. 15, 2001, http://www.ewtn.com/library/CURIA/CDFECCV2.HTM.