«Το 1821 σήμερα- τα μηνύματα του 1821 και τα σύγχρονα εθνικά θέματα» - εκδόσεις Αρχονταρίκι
Κωνσταντίνου Χολέβα
Ο Θεός αποφάσισε και είπε να ελευθερωθούμε. Και ο Θεός το λόγο του δεν τον παίρνει πίσω». Θ.Κολοκοτρώνης
«Ιστορία είναι η μελέτη των πηγών. Σημασία έχει τί έγραψαν και τι πίστευαν οι πρωταγωνιστές του 1821 και όχι τι γράφουν σήμερα διάφοροι ερευνητές επηρεασμένοι από σύγχρονες ιδεολογικές προκαταλήψεις». Την κατευθυντήριο αυτή γραμμή υπηρετεί με απόλυτη ευσυνειδησία και συνέπεια, σε κάθε κείμενό στο βιβλίο του για την ελληνική παλιγγενεσία, ο Κωνσταντίνος Χολέβας, μια από τις ευγενέστερες μορφές των ελληνικών γραμμάτων και διαπρύσιος υπερασπιστής των ιστορικών δικαίων του ελληνισμού και της Ορθοδοξίας.
Ο Χ. διαθέτει μια σπάνια γνώση της ελληνικής ιστορίας, και ιδιαίτερα των χρόνων της τουρκοκρατίας και της επανάστασης του 1821. Συγγράφει με πρόδηλο σκοπό να ρίξει φως σε πρόσωπα και γεγονότα αυτής της περιόδου που τείνουν να εξαλειφθούν από την συλλογική μνήμη του έθνους ή που η πραγματική τους διάσταση διαστρεβλώνεται από παραμορφωτικούς ιδεοληπτικούς φακούς. Η γραφή του στέρεη, απλή και ορθά δομημένη, αλλά ουδόλως ψυχρή καθώς θερμαίνεται από έντονα πατριωτικά και θρησκευτικά αισθήματα, βρίσκει εύκολα το δρόμο προς το μυαλό και την καρδιά του αναγνώστη. Ο συγγραφέας αντιλαμβάνεται το ρόλο του ως διδασκάλου, και τον επιτυγχάνει με τις αρετές της σαφήνειας και της απλότητας, αποφεύγοντας το επιτιμητικό ύφος και την από καθέδρας ρητορεία. Εντούτοις, τα κείμενά του θα μπορούσαν άνετα να χαρακτηριστούν «πολεμικά». Ο Χ. μονομαχεί με την γραφίδα του εναντίον όλων όσοι αλλοιώνουν την ιστορική αλήθεια, προσαρμόζοντάς την στις δικές τους θεωρητικές επινοήσεις. Κατά κυριολεξία επιχειρεί να αποδομήσει τους «αποδομηστές» ιστορικούς και τα σχετικά αφηγήματα που έχουν επιβληθεί τις τελευταίες δεκαετίες ως θέσφατα στην επιστημονική κοινότητα.
Και το πράττει χρησιμοποιώντας στα διδακτικά του άρθρα άκρως επιστημονικά κριτήρια, παραθέτοντας πρωτίστως τις πρωτογενείς πηγές αλλά και έγκυρες ιστορικές μελέτες. Με τα ακαταμάχητα αυτά εργαλεία δίδει στοχευμένες απαντήσεις σε ζωτικά ερωτήματα του νέου ελληνισμού, που συμπλέκονται με το βάθος και τα όρια της συνείδησής του, και ως εκ τούτου έχουν άμεση συνέπεια στην σημερινή στάση του έθνους. Για το λόγο αυτό άλλωστε οι διαμάχες για το ιστορικό παρελθόν του ελληνισμού λαμβάνουν τόσο παθιασμένες διαστάσεις. Δεν πρόκειται μονάχα για τις προσεγγίσεις του μακρινού ή εγγύτερου παρελθόντος, αλλά για τις επιλογές που καλούμαστε να κάνουμε στο παρόν. Αν δηλαδή, για παράδειγμα, ισχύει η θεωρία πως το ελληνικό έθνος είναι ένα δημιούργημα των διανοουμένων που εμπνεύστηκαν από την γαλλική επανάσταση ή, ακόμη περισσότερο, κατασκεύασμα του νεοελληνικού κράτους, αν όλα εν τέλει είναι στο φαντασιακό μας, πρόσκαιρα και τεχνητά, τότε εκλείπει και ο λόγος αντίστασης έναντι της νεοοθωμανικής απειλής. Όπως, επίσης, αν μόνον οι ιδέες της γαλλικής επανάστασης και του διαφωτισμού προκάλεσαν και τον ελληνικό επαναστατικό οίστρο κατά των δυναστών του έθνους, η ελληνική ταυτότητα μπορεί ευκόλως να απαλλαχθεί από «περιττά» συστατικά της, όπως η Ορθοδοξία, για να αποκτήσει το περιεχόμενο ενός ασαφούς ακόμη ευρωπαίου ή άρριζου παγκόσμιου πολίτη. Έναντι αυτών των απόψεων, ο Χ. εδράζει την δική του θέση σε δύο βασικές αποδοχές: το ελληνικό έθνος έχει συνεχή ιστορική παρουσία χιλιετιών και η Ορθοδοξία είναι αξεδιάλυτο στοιχείο του ελληνισμού, και χάριν σε αυτήν και στο ρόλο της Εκκλησίας το γένος έμεινε ζωντανό κατά την σκληρή δοκιμασία της τουρκοκρατίας.
Ποταμός οι τρανταχτές αποδείξεις που παραθέτει στο βιβλίο του, εκκινώντας από τα βυζαντινά χρόνια, οι οποίες ανατρέπουν τις νεόκοπες απόψεις για το καινοφανές του ελληνικού έθνους. Μέσα από τις παρατιθέμενες πηγές αποδεικνύεται ότι όχι μόνον ο ελληνισμός -ως Γραικοί, ως Ρωμιοί ή ως Έλληνες- είχε ιστορική συνέχεια, αλλά είχε και συνείδηση της καταγωγής του -«στους νάρθηκες πολλών ναών και μοναστηριών ζωγραφίζουν οι αγιογράφοι τούς αρχαίους Έλληνες σοφούς»(σελ. 46). Γι’ αυτό και οι αγωνιστές του 1821 αισθάνονταν ότι συνεχίζουν και την αρχαία ελληνική και τη βυζαντινή παράδοση. Απόδειξη τα λόγια του Κολοκοτρώνη στον Άγγλο πλοίαρχο Χάμιλτον που «θεωρεί εαυτόν ως συνεχιστή του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, ὁ οποίος ουδέποτε συνθηκολόγησε, και χαρακτηρίζει το Σούλι και τη Μάνη μαζί με τους κλεφταρματολούς ως τη φρουρά του τελευταίου Βυζαντινού Αυτοκράτορος». (σελ. 47).
Το γένος είχε ακόμη συνείδηση της ενότητάς του, παρά τους διεσπαρμένους ελληνικούς πληθυσμούς σε διάφορες περιοχές της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια του Επισκόπου Κερνίτσης και Καλαβρύτων, κορυφαίου ιεροκήρυκα και εθνοκήρυκα, Ηλία Μηνιάτη περί το 1700, που παραθέτει ο Χ.: «Έως πότε πανακήρατε Κόρη, το τρισάθλιον γένος των Ελλήνων έχει να ευρίσκεται εις τα δεσμά μιας ανυποφέρτου δουλείας;... Ας σε παρακινήσωσιν αι φωναί και αι παρακλήσεις των Αγίων σου, όπου ακαταπαύστως φωνάζουσιν από όλα τα μέρη της τρισαθλίου Ελλάδος Φωνάζει ὁ Ανδρέας από την Κρήτη, φωνάζει ὁ Σπυρίδων από την Κύπρον, φωνάζει ὁ Ιγνάτιος από την Αντιόχειαν, φωνάζει ὁ Διονύσιος από τας Αθήνας, φωνάζει ὁ Πολύκαρπος από την Σμύρνην, φωνάζει η Αικατερίνα από την Αλεξάνδρειαν, φωνάζει ὁ Χρυσόστομος από την βασιλεύουσαν πόλιν και δείχνοντάς σου την σκληροτάτην τυραννίαν των αθέων Αγαρηνῶν, ελπίζουσιν από την άκραν σου ευσπλαγχνίαν, του Ελληνικού γένους τήν ἀπολύτρωσιν» (σελ. 92).
Όπως επίσης, είναι αναντίρρητο γεγονός πως αυτός ο καταδυναστευμένος Ορθόδοξος ελληνισμός διεκδικούσε με διαρκείς εξεγέρσεις, όπως αυτές του Μητροπολίτη Λάρισας και Τρίκκης Διονυσίου του φιλοσόφου στις αρχές του 17ου αιώνα, την απόκτηση της ελευθερίας του και δεν περίμενε μέχρι τα Ορλωφικά, στα τέλη σχεδόν του 18ου αιώνα, ή το 1821 για να επαναστατήσει.
Ανάγλυφα, επίσης, προβάλλει από τις πηγές που παρουσιάζονται στο βιβλίο του Χ. το συμπέρασμα πως η ελληνική ταυτότητα διατηρήθηκε πρωτίστως χάρη στην πίστη προς την Ορθοδοξία – «Όποιος χανόταν για την Ορθοδοξία εκείνη την εποχή χανόταν και για τον Ελληνισμό. Τούρκευε, γινόταν φανατικός ανθέλληνας» (σελ. 61). Και πρωταγωνιστικός ρόλος στην αντίσταση κατά των εξισλαμισμών αποδίδεται στους εθνομάρτυρες, που προτίμησαν τον θάνατο από την συνειδησιακή προδοσία. Ο Χ. εσκεμμένα επιλέγει να κάνει εκτενείς αναφορές στους νεομάρτυρες, ενώ σημειώνει και την «κορυφαία εθνική προσφορά του Αγίου Νικοδήμου» για τη «συγγραφή του Νέου Μαρτυρολογίου. Πρόκειται για ένα βιβλίο, το οποίο περιλαμβάνει το συναξάρι 87 αγωνιστικών μορφών πού προτίμησαν να θυσιασθούν παρά να αλλαξοπιστήσουν» (σελ. 103).
Μια άλλη εξίσου καθοριστική προσφορά της Εκκλησίας στον ελληνισμό είναι αυτή της παιδείας και της διατήρησης της ελληνικής γλώσσας. Στο βιβλίο του ο Χ. μας μιλά αναλυτικά για αυτό το ανεκτίμητο έργο που επιτέλεσαν αξιοσημείωτες προσωπικότητες, όπως, μεταξύ άλλων, η Αγία Φιλοθέη, που είχε ανοίξει σχολείο για κορίτσια το 16ο αιώνα, και θανατώθηκε από τους Τούρκους, ο πρόδρομος του Κοσμά του Αιτωλού Όσιος Νικάνωρ, ο Άγιος Δαμασκηνός Στουδίτης, που το βιβλίο του «Θησαυρός» μεταφράσθηκε σέ όλες σχεδόν τις γλώσσες των Βαλκανίων, ο Κωνσταντίνος Οικονόμος των εξ Οικονόμων, που εκφώνησε στην Οδησσό τον επικήδειο του απαγχονισθέντα υπό των Τούρκων Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄, και βέβαια ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός. Όλοι αυτοί «πού έδωσαν την πνευματική μάχη για να αποτρέψουν τον εξισλαμισμό των προγόνων μας και για να διατηρήσουν την ελληνικότητα της γλώσσας και της εθνικής συνειδήσεως» (σελ. 50).
Ο Χ. επιμένει στη διάκριση της ελληνικής παλιγγενεσίας από την γαλλική επανάσταση, καθώς οι διαφορές μεταξύ τους είναι κάτι παραπάνω από εμφανείς. Σε αντίθεση με την Γαλλία, που η Εκκλησία βρίσκεται εναντίον της επανάστασης, οι Έλληνες επαναστάτες ξεσηκώνονται στο όνομα του Χριστού και της Ορθοδοξίας. Από τον Υψηλάντη, που στην περίφημη προκήρυξή του τόνιζε ότι υψώνουν το Σταυρό «ούτω να εκδικήσωμεν τήν Πατρίδα και την Ορθόδοξον ημών Πίστιν από την ασεβή των ασεβών καταφρόνησιν» (σελ. 175) μέχρι τον Κολοκοτρώνη και από τον Παπαφλέσσα μέχρι και Αθανάσιο Διάκο, που σε προκήρυξη μαζί με τον Σαλώνων Ησαΐα δήλωναν ότι αγωνίζονται «για τον Χριστό και για τον Λεωνίδα» (σελ. 177). Το ίδιο ισχύει βέβαια και για τον πιστό Καποδίστρια αλλά ακόμη και για αυτόν τον Ρήγα Φεραίο, που «επέτυχε να συνδυάσει την Ορθόδοξη πίστη του και την ελληνική παιδεία με ορισμένα στοιχεία πού παρέλαβε επιλεκτικά από τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό και από τα κείμενα της Γαλλικής Επαναστάσεως» (σελ.154). Και βέβαια είναι μακρύς ο κατάλογος των ιερωμένων που έδωσαν τη ζωή τους για την ελευθερία της πατρίδος στα χρόνια της Επανάστασης, και για πολλούς από τους οποίους ο Χ. έχει ειδικά κεφάλαια, όπως ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός, μέλος της Φιλικής Εταιρείας, που θανατώθηκε από τους Τούρκους -όπως και όλοι οι Επίσκοποι και οι Αρχιμανδρίτες του νησιού μαζί με τούς προκρίτους- και ο Επίσκοπος Ρωγών Ιωσήφ, που βρήκε τον θάνατο κατά την ηρωική έξοδο του Μεσολογγίου.
Το βιβλίο του ο συγγραφέας το αφιερώνει στη μνήμη δύο μεγάλων δασκάλων, δύο σπουδαίων Ελλήνων, που έφυγαν πρόσφατα από τη ζωή, του π. Γεωργίου Μεταλληνού και του Σαράντου Καργάκου. Και οι δύο κοπίασαν για να αφυπνίσουν τον ελληνισμό, για να μπορέσει να σταθεί επάξια στις κρίσιμες προκλήσεις της ιστορίας του. Το ίδιο επιχειρεί και ο Χ. Με τα κείμενά του προσπαθεί να ανορθώσει το φρόνημα του έθνους δια της ιστορικής του αυτοσυνειδησίας. Η επέτειος από τα 200 έτη της παλιγγενεσίας συνιστά μια εξαιρετική αφορμή για να προβούμε σε αυτό το αναγκαίο για την επιβίωσή μας βήμα.