Ὁ Μολώχ τῆς ὁμόφυλης οἰκογένειας

GamosOmof Fylladio    Ο παρών νόμος αποσκοπεί στη διασφάλιση της αρχής της ισότητας, μέσω της επέκτασης της δυνατότητας σύναψης γάμου και σε πρόσωπα του ίδιου φύλου, και στην ενίσχυση της προστασίας από διακρίσεις, προς την κατεύθυνση της υλοποίησης της Εθνικής Στρατηγικής για την Ισότητα των ΛΟΑΤΚΙ.

     Ο γάμος συνάπτεται μεταξύ δύο προσώπων διαφορετικού ή ίδιου φύλου.

(Ν. 5089/2024, ἄρθρα 1 & 3)


Μέ τήν ψήφιση τοῦ Νόμου περί Γάμου Ὁμοφύλων Ζευγαριῶν ἡ ἑλληνική πολιτεία στιγμάτισε τό Ἔθνος, παρεμβαίνοντας στό γονιδίωμα τῆς οἰκογένειας. Ἡ τερατογένεση τῆς «νέας ἑλληνικῆς οἰκογένειας» πραγματοποιεῖται ἀπό τούς Ἕλληνες βουλευτές πού, ὡς παρανοϊκοί ἐπιστήμονες, κάνουν τούς ἄνομους πειραματισμούς τους στά ὅρια τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης καί ἠθικῆς.

Παραλυμένη ἡ ἑλληνική κοινωνία, ἔχει μετατραπεῖ σέ μία βιομάζα τηλεθεατῶν πού ὅλο καί περισσότερο δυσκολεύεται νά ξεχωρίσει ἀλήθεια ἀπό σκηνοθεσία, καλό ἀπό κακό, ἠθικό ἀπό ἀνήθικο, παρακολουθώντας ἀπαθῶς τήν ὁρμητική ροή τῆς καθημερινότητας. Ἡ χώρα ἔχει μετατραπεῖ σέ ἕνα ἐργοτάξιο κατεδάφισης. Τά μέσα ἐνημέρωσης καί κοινωνικῆς δικτύωσης, ὡς ὑποβολεῖο νέων ἀξιῶν καί πολιτισμοῦ, ἐκβιάζουν τόν λαό νά προσοικειώνεται ἀσύμβατα ἤθη καί ἀντιλήψεις, μπροστά στήν ἀπειλή τῆς ἀπομόνωσης, τοῦ στιγματισμοῦ καί τοῦ unfollow.

Τά τελευταῖα χρόνια παρακολουθήσαμε μία πορεία ἀπό τήν καθιέρωση τῶν γκέυ ἀτόμων στίς καθημερινές κοσμικές ἐκπομπές καί τά τηλεοπτικά σήριαλ, στή γνωριμία μέ τήν ἔννοια τοῦ coming out, ὅπου ἐπώνυμοι και ἀνώνυμοι ἔμαθαν νά δηλώνουν χωρίς ντροπές τίς ὁμοφυλοφιλικές τους προτιμήσεις. Κοντά σ’ αὐτά ἦρθαν καί οἱ καρναβαλικές παρελάσεις pride τῆς ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας. Ἡ συστηματική ἐκτόπιση τῶν παραδοσιακῶν ἀντιλήψεων καί ἡ ἀντικατάστασή τους μέ νεόκοπες καί διαρκῶς προβαλλόμενες ἔννοιες ὅπως «ταυτότητα φύλου», «κοινωνικό φύλο»  κλπ, λειαίνουν καιρό τώρα τό ἔδαφος γιά τήν σιωπηλή ἀποδοχή τοῦ γάμου ὁμοφυλοφίλων, πού διαδέχτηκε ὁμαλά τό ἀπό δεκαετίας ἰσχῦον σύμφωνο συμβίωσης.

Ἀπορίας ἄξιον τό πῶς μεταβαίνουμε μέ τόση ταχύτητα ἀπό τήν «ντουλάπα» στήν παστάδα καί τό σπιτικό τῆς «ἔντεκνης ὁμόφυλης οἰκογένειας». Ἑνός μορφώματος πού δέν ἔχει δοκιμάσει ἱστορικά ἡ ἀνθρωπότητα, διότι οὔτε τῆς χρειάστηκε οὔτε καί τό διανοήθηκε. Ποιός ὑπολογίζει ἐκεῖνες τίς ψυχές τῶν παιδιῶν πού ἔρχονται ὀρφανές στόν κόσμο καί ἀντί γιά φάρμακο τῆς ὀρφάνιας τους τήν υἱοθεσία ἀπό ἀνδρόγυνο ζεῦγος -πραγματική οἰκογένεια-, νά περιέρχονται σέ τέτοια τραγική μοίρα; Οἱ ἀνατροπές σέ τόσο σύντομο διάστημα εἶναι τεράστιες, ἡ καλή καί ὁμαλή λειτουργία τῶν κοινωνιῶν παραμένει ἀβέβαιη, οἱ συνέπειες ἀπρόβλεπτες καί ἐν τούτοις ἡ κυβέρνηση μέ τό στανιό καί μέ τό ζόρι, μέ φροντιστήρια ἠθικῆς στούς ἄνευρους βουλευτές της, θέσπισε μία ἀκόμα σχιζοφρενῆ ὑποχρεωτικότητα πού θά μείνει στήν ἱστορία.

Στήν ταλαίπωρη ἐποχή μας, ἡ ἔννοια τοῦ αὐτοπροσδιορισμοῦ κλονίζει τά θεμέλια τῆς ἀνθρώπινης ταυτότητας ἡ ὁποία, ἰδιαίτερα στήν περίπτωση τῶν φύλων, εὐτελίζεται σέ ἕνα παίγνιο ρόλων ἀνάλογα μέ τίς ἐφήμερες φαντασιώσεις, ἐπιθυμίες καί πάθη τῶν ἀνθρώπων. Σταθερές ὅπως ὁ βιολογικός καί ὁ συναφής μέ αὐτόν κοινωνικός προσδιορισμός πού ἐξασφάλιζαν ἰσορροπία καί συνοχή ἕως τώρα, ἐξοβελίζονται ἀπό τή δικτατορία τοῦ σουρρεαλιστικοῦ αὐτοπροσδιορισμοῦ πού ἐπιβάλλεται σέ δικαιοσύνη καί εκπαίδευση μέ ὀλέθρια ἀποτελέσματα[i].

Τό κίνημα τοῦ μετανθρωπισμοῦ, πού ἔγινε εὐρύτερα γνωστό στά χρόνια τῆς πανδημίας, συνιστᾶ τόν κολοφώνα τῆς νοσηρότητας ἀνάμεσα στίς φιλοσοφίες πού γνώρισε ἡ ἀνθρωπότητα. Μέ τή βοήθεια τῆς τεχνολογίας ὑπόσχεται «βελτιστοποίηση» τῆς ἀνθρώπινης κατάστασης καί τή μετάβαση κάποτε πρός ἕνα προεπιλεγμένο καί ὄχι τυχαῖο ἐξελικτικό στάδιο, ὅπου θά μιλᾶμε πλέον γιά ἕνα νέο εἶδος, τόν μετάνθρωπο. Φυσικά δέν θά μποροῦσε νά μείνει ἔξω ἀπό τή συζήτηση καί ἡ περί φύλου «ἰδεολογία». Ὅτι δηλαδή οἱ φυσικοί περιορισμοί τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος (τ.ἔ. τό βιολογικό φύλο), μποροῦν καί πρέπει νά ξεπεραστοῦν! Δέν εἶναι καθόλου τυχαῖο ὅτι ἕνας ἀπό τούς πιό προβεβλημένους ὑποστηρικτές τοῦ μετανθρωπιστικοῦ κινήματος εἶναι ἀνοικτά ὁμοφυλόφιλος.

Ἡ λεγόμενη ἐκκλησία τοῦ σατανᾶ  στίς Ἡνωμένες Πολιτεῖες ἀπαριθμεῖ μεγάλο ποσοστό ἀτόμων lgbtq, μέ τήν παιδαριώδη δικαιολογία ὅτι εἶναι ὁ μόνος χῶρος πού δέν τούς θεωρεῖ ἀποβλήτους, ὅπως κάνουν οἱ θρησκεῖες, ὑπονοώντας προφανῶς τόν προτεσταντικό ἀμερικάνικο χριστιανισμό. Οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ χώρου δηλώνουν πώς ὑποστηρίζουν τούς ἀγῶνες τῆς lgbtq κοινότητας γιά ἴσα δικαιώματα[ii]. Ἀποσιωποῦν περιέργως ὡστόσο τήν τελετουργική σημασία τῶν πορνικῶν μίξεων καθώς καί τῆς ἀρσενοκοιτίας στόν εὐρύτερο χῶρο τοῦ ἀποκρυφισμοῦ καί τῆς μαγείας.

Ὡς γνωστόν ὁ ἄνθρωπος εἶναι διφυής καί δισύνθετος, ἐκ σώματος καί ψυχῆς. Ἡ ἕνωση δυό ἀνθρώπων ἐντός τοῦ γάμου νοεῖται πάντοτε σέ ἀμφότερα τά ὀντολογικά του αὐτά θεμέλια. Ἀδύνατο ἑπομένως νά ἐννοήσουμε στήν ἐκτροπή τοῦ ὁμόφυλου γάμου μία παρά φύσιν ἕνωση σωμάτων, πού νά μήν ἐπιβαρύνει ἀνάλογα καί τίς ψυχές τῶν ἐμπλεκομένων. Ἄλλωστε, ἡ κάθε χρήση τοῦ σώματος ἔχει ἀντίκτυπο στήν ψυχοσωματική ὑπόσταση τοῦ ἀνθρώπου, στίς συμπεριφορές, ἕξεις, διαθέσεις, ἀκόμα καί προσανατολισμούς.

Στά χρόνια τοῦ Νῶε τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἡ εὐσεβής γραμμή τῶν ἀπογόνων τοῦ Σήθ ἐπιμείχθηκε μέ τίς θυγατέρες τῶν ἀσεβῶν ἀνθρώπων καί πλέον ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶχαν δυό χαρακτηριστικά: α) προόδευαν στήν ἁμαρτία καί τά πονηρά ἔργα πού ἦταν ἀντικείμενο τῆς καθημερινῆς τους φροντίδας καί β) ἐξαιτίας αὐτοῦ εἶχαν λησμονήσει ἐντελῶς τόν Θεό. Σάν νά εἶχε καταντήσει ὁ Θεός ἕνας «κομπάρσος» στίς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων, πλήν τοῦ Νῶε. Βλέπουμε τόν Κύριο νά μιλάει πολύ σκληρά γιά τήν κατάσταση αὐτή:  «Καιρὸς παντὸς ἀνθρώπου ἥκει ἐναντίον μου, ὅτι ἐπλήσθη ἡ γῆ ἀδικίας ἀπ' αὐτῶν, καὶ ἰδοὺ ἐγὼ καταφθείρω αὐτοὺς καὶ τὴν γῆν» καί ὅτι «μετεμελήθην ὅτι ἐποίησα αὐτούς». Ὡς Βασιλεύς καί Παντοκράτωρ ὁ Κύριος θέτει ὅρια στήν πρόοδο τοῦ κακοῦ καί τήν πορεία τῆς κτίσης, γιά νά θυμίσει ποιός εἶναι ὁ Κύριος τοῦ κόσμου καί τῶν αἰώνων[iii]. Ὁ κατακλυσμός εἶναι προτύπωση τῆς Δευτέρας ἐλεύσεως τοῦ σαρκωμένου Λόγου[iv], ἡ ὁποία θά ἐπέλθει ὅταν οἱ ἄνθρωποι νομίσουν ὅτι θά ἔχουν ἐκτοπίσει τόν Θεό τους καί θά ζοῦν σάν σάρκες.

Στό βιβλίο τοῦ Λευϊτικοῦ καταγράφονται ἄνομες καί ἀπαγορευμένες μίξεις καθώς ὁ γάμος εἶναι τό ἀποκλειστικό μέσο ἕνωσης δύο ἀνθρώπων. Οἱ τελευταῖες μάλιστα δύο ἀναφορές ἀφοροῦν σχέσεις ὁμοφυλοφιλίας ἤ ἀνθρώπου μέ τήν ὑποτελῆ σ’ αὐτόν κτίση. Εἶναι καί οἱ μόνες περιπτώσεις πού χαρακτηρίζονται «βδέλυγμα» καί «μυσαρόν». Γιά ὅλες αὐτές τίς παρεκκλίσεις ἐπιβάλλεται νόμος αὐστηρῆς ἀπαγόρευσης στόν λαό τοῦ Θεοῦ διότι, ὅπως μᾶς λέει, μέ ὅλα αὐτά μιάνθηκαν ὅλα τά ἔθνη πρίν ἀπό αὐτούς[v]. Μέ τούς νόμους αὐτούς ὁ Κύριος ζητᾶ ἀπό τόν λαό του νά ξεχωρίσει ἀπό τήν περιρρέουσα «ἠθική ἀτμόσφαιρα» τῆς ἀρχαιότητας, παύοντας νά κάνει ὅ,τι ἔκαναν ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι.

Οἱ σχετιζόμενες μέ τόν γάμο καί τήν ἐν γένει σεξουαλική συμπεριφορά διατάξεις παραμένουν σταθερές καί ἀναλλοίωτες σέ ὅλη τήν Παλαιά Διαθήκη, καθώς καί στά χρόνια τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί μέχρι τέλους τῶν αἰώνων, διότι ὁ γάμος εἶναι μία σταθερά ὁλοκλήρωσης τοῦ ἀνθρωπίνου ὄντος πού θά ἰσχύει μέχρι τήν ἔλευση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ὅπου τότε οἱ ἄνθρωποι «ὡς ἄγγελοι Θεοῦ ἐν οὐρανῷ εἰσι»[vi]. Γιά τόν λόγο αὐτό εἶναι δεδομένη ἡ ἀπόρριψη τῆς ὁμοφυλοφιλίας στήν Καινή Διαθήκη καί εἶναι ἀστεῖο νά θεωρεῖται ἀπό ὁρισμένους ὅτι ἐπειδή δέν ἀναφέρεται ὀνομαστικά ἀπό τόν Κύριο[vii], εἶναι τάχα ἐφεύρημα τῶν ἀποστόλων του! Ἄλλωστε οὔτε καί ἡ ἀνθρωποθυσία μνημονεύεται, χωρίς ὅμως αὐτό νά αφήνει τό παραμικρό περιθώριο ἑρμηνευτικῆς παρανόησης.

Ὑπάρχει ἐντούτοις μία εἰδοποιός διαφορά ἀνάμεσα σέ Παλαιά καί Καινή Διαθήκη. Ἡ μέν πρώτη ἀπευθύνεται στούς «ἀρχαίους» πού ἔπρεπε νά ξεχωρίσουν ἀπό τούς διεφθαρμένους συγχρόνους τους μέ τήν ἐφαρμογή αὐστηρῶν κυρώσεων στούς παραβάτες. Τόν ἴδιο νόμο τῶν ἀρχαίων ἀκολουθοῦν οἱ Ἑβραῖοι μέχρι σήμερα[viii]. Ὅμως, στήν ἐποχή του ὁ Χριστός ζήτησε μία ὑπέρβαση ἀκατόρθωτη: «ἐὰν μὴ περισσεύσῃ ἡ δικαιοσύνη ὑμῶν πλεῖον τῶν γραμματέων καὶ Φαρισαίων, οὐ μὴ εἰσέλθητε εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν»[ix].

Ὁ Κύριος ἄνοιξε τόν οὐρανό καί ἑτοίμασε τή Βασιλεία του γιά τούς ἀνθρώπους. Ἡ Βασιλεία δέν ἀφορᾶ ἐκείνους πού «ἁπλά» δέν υἱοθετοῦν τήν διεφθαρμένη ἠθική τοῦ κόσμου, ἀλλά αὐτούς πού ὡς Χριστοειδεῖς καί Πνευματοφόροι ἀντιλαμβάνονται ὅτι ἀκόμα καί ἡ πονηρή ἐπιθυμία ἑνός προσώπου ἤ σώματος, τό διαφθείρει ἤδη μέσα τους[x]. Καί ἀκόμα περισσότερο, ἠ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐγκαινιάζει ἐπί γῆς τήν ἰσάγγελη, παρθενική πολιτεία ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ νομοθετήσας τόν γάμο στήν Παλαιά Διαθήκη Κύριος, γίνεται μέ τή σάρκωσή Του στήν Καινή ὑπογραμμός ἀρετῆς, ἐξαίροντας τήν παρθενία, ὄχι ὅμως καί ἐπιβάλλοντάς την διότι «οὐ πάντες χωροῦσι τὸν λόγον τοῦτον, ἀλλ' οἷς δέδοται»[xi]. Σέ κάθε περίπτωση ζητούμενο εἶναι νά μεριμνοῦμε τά τοῦ Κυρίου, πῶς ἀρέσομεν τῷ Κυρίῳ[xii] καί ὄχι ἡ ἀσχημοσύνη.

Μέσα ἀπό τήν Ἁγία Γραφή καί τίς λειτουργικές εὐχές τοῦ Μυστηρίου τοῦ «Στεφανώματος» πού ἐμπνέονται ἀπό αὐτήν, προβάλλεται ἡ ὅλη δυναμική τοῦ ἀνθρωπίνου βίου στή μεταπτωτική της ἔκφραση, μέσα στήν ἑνοποιητική διάσταση τοῦ Γάμου. Ὁ Γάμος ὁριοθετεῖ ἐν τέλει τά ὅρια τῆς ὕπαρξης τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τή γέννηση καί ἀνάπτυξη ἕως τήν συζυγική ἕνωση καί ἀκόμα πιό πέρα, ἕως τό φυσικό του τέλος. Ἐκεῖ βρίσκουν τή θέση τους ἁρμονικά ἄνδρας καί γυναίκα. Ἐκεῖ εἶναι ἡ ἀγάπη, ἐκεῖ καί οἱ καρποί της, βιολογικοί καί πνευματικοί. Δέν ὑπάρχει ἄλλη πιό περιεκτική εἰκόνα τῆς παρουσίας τοῦ ἀνθρώπου στόν κόσμο. Γι’ αὐτό καί ὁ γάμος ἄνδρα - γυναίκας ἀναγνωρίζεται από ὅλα τά τέκνα τοῦ Ἀδάμ, κάθε πολιτισμό καί σέ κάθε τόπο.

Ἡ Ἐκκλησία μας δίνει μία ἐντυπωσιακή προοπτική στήν ἕνωση τοῦ ἀνδρογύνου. Ἡ ἀγάπη τοῦ ζεύγους ἁγνίζεται ὑπερβαίνοντας τά ἀνθρώπινά της ὅρια καί εὐρύνοντας τούς συζυγικούς ρόλους ἀπό τό πρότυπο τῆς σχέσης ἄνδρα - γυναίκας, σέ ἐκεῖνο Χριστοῦ - Ἐκκλησίας[xiii]. Τό ἀνδρόγυνο λαμβάνει τά στέφανα τῆς σωφροσύνης καί ἑνώνεται ἀπό τό χέρι τοῦ Θεοῦ σέ μία συμβίωση πού θά ἀγωνίζεται νά διατηρεῖ ἀκηλίδωτη, μέ ἀκατάγνωστη διαγωγή, ὁμόνοια ψυχῶν καί σωμάτων καί ἐργαζόμενο τίς θεῖες ἐντολές ὥστε νά ἔλθουν καί οἱ καρποί τῆς εὐτεκνίας καί καλλιτεκνίας, ἡ αὔξηση τῶν ἀγαθῶν γιά νά περισσεύουν καί οἱ ἀγαθοεργίες, ἡ μακροημέρευση καί ἡ εἰρήνη· ἡ χαρά τῶν συζύγων νά δοῦν γύρω ἀπό τό τραπέζι τους τέκνα καί ἐγγόνια, τό συγκαταγηρᾶσαι καί ἡ ἀξίωση τῆς ἀπολαύσεως τῶν ἐπηγγελμένων ἀγαθῶν, λάμποντας ὡς ἀστέρες κοντά στόν Κύριο. Πόσο φτωχά καί κολοβωμένα εἶναι τά πολιτειακά ὑποκατάστατα μπροστά σ’ αὐτήν τήν εὐλογημένη δυναμική!

Ἐντός τοῦ γάμου γίνεται καθημερινός ἀγώνας κατά τῶν παθῶν. Μία μάχη πού δίνεται ἀπό αἰδουμένη ἀγάπη γιά τόν ἄνθρωπό μας πού εἶναι φτιαγμένος καί δοσμένος σέ μᾶς γιά νά χωρέσει ὅλη μας τή φύση. Ὁ ἄνδρας τῆς γυναίκας καί ἡ γυναίκα τοῦ ἄνδρα. Ἀγωνιζόμαστε γιά τήν ὁλοκλήρωσή μας καί τήν ἀγάπη τοῦ πολυαγαπημένου μας συζύγου καθαιρόμενοι ἀπό τά σωματοκτόνα καί ψυχοκτόνα πάθη ὅπως ἐγωισμό, δεσποτισμό, θυμό, ὀκνηρία, ἀναλγησία, φιλαργυρία, ὑπερευαισθησίες, πορνεία, φιληδονία, ἀκόμα καί ὁμοφυλοφιλία καί τόσα ἄλλα. Ἕκαστος στήν πάλη του. Δέν χαϊδεύουμε τά πάθη μας, δέν προσδιοριζόμαστε ἀπό αὐτά οὔτε καί ἀνανοηματοδοτοῦμε τόν γάμο ἀνάλογα μέ αὐτά! Ὅλα θεραπεύονται μέ σταθερή θέληση καί ἀγάπη Χριστοῦ μέσα στό μεγάλο αὐτό Μυστήριο τῆς ἑνώσεως ἄνδρα καί γυναίκας, πλαισιούμενο καί ἀπό τά λοιπά Ἱερά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας.

Ἡ φύση ἀποτρέπει τήν ἕνωση ὁμοειδῶν φύσεων εἴτε ἐκ συγγενείας προερχομένων εἴτε ἐκ τοῦ ἰδίου φύλου. Ἡ θανάσιμη νοσηρότητα τῆς πρώτης ἐπιλογῆς (αἱμομιξία) μεταβαίνει στούς καρπούς της, ἐνῶ στή δεύτερη προσβάλλονται ἀπευθείας οἱ ἐμπλεκόμενοι μέ τήν ἐμφάνιση θανατηφόρων ἀσθενειῶν. Τίς δεκαετίες ΄80 - ΄90 ζήσαμε ἔντονα τήν ἐπέλαση τοῦ Ἰοῦ τῆς Ἀνοσοανεπάρκειας (HIV) στούς πληθυσμούς τῶν ὁμοφυλοφίλων. Ἡ ὑψηλή μεταδοτικότητα καί θνησιμότητα τοῦ ἰοῦ, ὄχι μόνο δέν ἀξιοποιήθηκαν ὡς εὐκαιρία μετανοίας γιά νά ἐγκαταλείψουν τήν ἐκτροπή τους, ἀλλά ἀντιθέτως ἔφτασαν στό σημεῖο νά μολύνουν καί τόν πανάρχαιο θεσμό τοῦ Γάμου μέ τή συνδρομή τῶν ὁμοτρόπων τους κυβερνήσεων.

Δέν μπορεῖ ὁ νοῦς νά μήν ἀνατρέξει στήν ἐποχή τῶν Σοδόμων γιά συγκρίσεις. Ἐκεῖ, ἡ μανική ὁμοφυλοφιλική ἄνοια ταυτίστηκε μέ τήν βλασφημία κατά τοῦ Θεοῦ, μέ τή γνωστή ἔκβαση[xiv]. Ἡ ἐποχή μας δικαιώνει τά Σόδομα ὡς τύπο τῆς ἀποστασίας τῶν ἐσχάτων χρόνων. Σήμερα, ἡ ἐπίδειξη μίσους κατά τοῦ Ὑψίστου ἐκδηλώνεται ὄχι μόνο μέ συνθήματα καί βανδαλισμούς κατά Ἱερῶν Ναῶν, ἀλλά κυρίως διά τοῦ ἐμπαιγμοῦ Αὐτοῦ καί τῆς προνοίας Του γιά τό πεπτωκός ἀνθρώπινο γένος.

Πόσο, ἀλήθεια, ἀνάποδος καί ἑωσφορικός στέκει ὁ ὁμοφυλόφιλος «γάμος» ἀπέναντι στόν εὐλογημένο καί δοσμένο ἀπό τόν Θεό Γάμο τοῦ ἀνδρογύνου. Ἡ ἀκραία κοσμικότητα ἀπέναντι στὴν μυστηριακή ἱερότητα. Μέσα στήν ἄγνοιά τους, στόν τυφλωμένο καί ἀπωθημένο ἔρωτά τους, τά ὁμόφυλα ζευγάρια ἀδυνατοῦν νά συνειδητοποιήσουν ὅτι γίνονται ὑποχείρια τοῦ μεγάλου ἐχθροῦ τῆς ἀνθρωπότητας, ποὺ μειδιᾶ χαιρέκακα ἀπέναντι στόν Κύριο. Ἡ ἄλλοτε κρυφή καί ἀνομολόγητη πτώση, γίνεται ἦθος καί νόμος τοῦ κόσμου καί ἐπιβραβεύεται μέ τήν ἀναδοχή τέκνου.

Στήν Παλαιά Διαθήκη ἡ ταύτιση τῆς εἰδωλολατρίας μέ τήν πορνεία εἶναι ἰδιαίτερα χαρακτηριστική καί ἐπαναλαμβανόμενη. Ἡ εἰδωλολατρική ἀποστασία ἀπό τόν ἀληθινό Θεό πού γνώρισε ὁ Ἰσραήλ ὀνομάζεται «πνεῦμα πορνείας»[xv], πάντα σέ συνάφεια μέ τήν πορνική δραστηριότητα πού τήν συνοδεύει[xvi]. Ἡ λατρεία τῶν εἰδώλων ὡς πορνεία καί μοιχεία τῆς ψυχῆς ἀπέναντι στόν Θεό της, ἐπιφέρει τήν σωματική πορνεία καί σαρκολατρία. Μία καθολική διαφθορά τῆς ἀνθρώπινης φύσης: οἱ ἄνθρωποι γίνονται σάρκες[xvii].

Στά χρόνια ἐκεῖνα δέν ἦταν γνωστή ἡ ἔννοια τῆς ἀθεΐας, ὡστόσο οἱ ὁμοιότητες τῆς παγανιστικῆς θρησκευτικότητας μέ τόν σύγχρονο ἀθεϊστικό ἀμοραλισμό, ίδιαίτερα σέ θέματα σεξουαλικότητας, οἰκογενειακοῦ βίου, ἀνθρώπινης ζωῆς (ἀμβλώσεις, εὐθανασία), θέσης ἀπέναντι στόν Τριαδικό Θεό, εἶναι ἐντυπωσιακή ὅσο καί ἀναμενόμενη. Εἰδωλολατρία καί ἀθεΐα ἀποτελοῦν ἐκφράσεις ἄρνησης τοῦ Θεοῦ, μετάλλαξη τῆς ἀληθείας Του ἐν τῷ ψεύδει καί λατρεία τῆς κτίσεως ἀντί τοῦ κτίσαντος αὐτήν[xviii].

Μακριά ἀπό τόν Θεό οἱ ἄνθρωποι παραδίδονται εἰς ἀδόκιμον νοῦν, κατακαίονται στήν φλόγα τῶν ἐπιθυμιῶν τους εἰς ἀκαθαρσίαν τοῦ ἀτιμάζεσθαι τὰ σώματα αὐτῶν ἐν αὑτοῖς καί εἰς πάθη ἀτιμίας. Τόση εἶναι ἡ πύρωση τῆς σάρκας ὥστε αἱ θήλειαι αὐτῶν μετήλλαξαν τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν, ὁμοίως δὲ καὶ οἱ ἄρσενες ἀφέντες τὴν φυσικὴν χρῆσιν τῆς θηλείας ἐξεκαύθησαν ἐν τῇ ὀρέξει αὐτῶν εἰς ἀλλήλους, ἄρσενες ἐν ἄρσεσι τὴν ἀσχημοσύνην κατεργαζόμενοι[xix].

Σέ συνέχεια αὐτῶν καί ὡς ἐπιστέγασμα, ὁ ἀδόκιμος νοῦς ἐν ἐλευθέρᾳ πτώσει εὑρισκόμενος θά στρέψει τό σκοτεινό του βλέμμα στά παιδιά του. Πράγματι, ἡ φοβερώτερη εἰδωλολατρική συνήθεια πού καταδικάζεται ἀπό τόν Θεό στά βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, κοντά στίς ἄνομες μίξεις, εἶναι αὐτή τῆς ἀνθρωποθυσίας[xx] καί μάλιστα τῆς παιδικῆς: «καὶ ἔλαβες τοὺς υἱούς σου καὶ τὰς θυγατέρας σου, ἃς ἐγέννησας, καὶ ἔθυσας αὐτὰ αὐτοῖς εἰς ἀνάλωσιν, ὡς μικρὰ (ὡς κάτι ἀσήμαντο) ἐξεπόρνευσας, καὶ ἔσφαξας τὰ τέκνα σου καὶ ἔδωκας αὐτὰ ἐν τῷ ἀποτροπιάζεσθαί σε ἐν αὐτοῖς»[xxi]. Ἡ άφιέρωση τῶν παιδιῶν στούς παγανιστικούς θεούς γίνεται αἰτία άφανισμοῦ τῶν λαῶν καὶ σκληρῆς παιδαγωγίας πρός τούς Ἰσραηλῖτες, ὅποτε ἔφτασαν ἕως αὐτό τό ἔσχατο σημεῖο ἀποστασίας.

Ἡ θεότητα πού κατεξοχήν συνδέεται μέ τήν παιδική ἀνθρωποθυσία εἶναι ὁ Μολώχ, πρός τόν ὁποῖον προσεφέροντο τά παιδιά. «Καὶ ἐμίανε τὸν Ταφὲθ τὸν ἐν φάραγγι υἱοῦ Ἐννὸμ τοῦ διαγαγεῖν ἄνδρα τὸν υἱὸν αὐτοῦ καὶ ἄνδρα τὴν θυγατέρα αὐτοῦ τῷ Μολὸχ ἐν πυρί»[xxii].

Βίοι παράλληλοι εἰδωλολατρίας καί ἀθεΐας. Ἡ ἱστορία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους διδάσκει μέχρι σήμερα ὅτι ἡ ἄρνηση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καταλήγει στή σαρκική ζωή καί τήν διαφθορά τῶν παιδιῶν. «Πνεῦμα πορνείας ἐν αὐτοῖς ἐστι, τὸν δὲ Κύριον οὐκ ἐπέγνωσαν»[xxiii]. Δέν εἶναι τυχαία ἡ ἀποστροφή τῶν ὁμοφυλοφιλικῶν καί λοιπῶν παρεμφερῶν ὁμάδων πρός τόν Τριαδικό Θεό καί τήν Ἐκκλησία.

Ἀπό τόν Καναανιτικό Μολώχ τῆς ἀρχαιότητας μέ τά ἁπλωμένα χέρια, ἕτοιμα νά δεχτοῦν τά προσφερόμενα παιδιά, φτάνουμε στόν μετα­μοντέρνο Μολώχ τῆς ὁμόφυ­λης οἰκογένειας πού προ­σκυνᾶ ὁ ἀδόκιμος νοῦς τῆς ἀνθρωπότητας προσφέρο­ντάς του τά παιδιά της. Ὄχι μόνο τά πρός ἀναδοχή, ἀλλά κάθε καί παιδί τοῦ κόσμου πού θά γίνει κοινωνός τῆς σύγχρονης παιδείας καί ἀγωγῆς πού προσαρμόζεται στό νέο φάσμα τῆς μεταλλαγμένης καί ἀνισόρροπης οἰκογένειας.

Τό ἀνίερο συνονθύλευμα τῆς «ὁμόφυλης οἰκογένειας» δέν θά ἡσυχάσει ἐάν δέν ὁλοκληρώσει τό βδέλυγμά του μέ τήν προσπάθεια νά σταθεῖ ἐν τόπῳ ἁγίῳ, στό κέντρο τοῦ Ναοῦ, τοῦ βεβηλοῦν[xxiv] τά Ἱερά Μυστήρια τοῦ Βαπτίσματος καί τοῦ Χρίσματος. Ζητεῖ νά βαπτίσει τό τέκνο του, νά τό καθαρίσει ἐν Χριστῷ, ὥστε νά μολύνει στή συνέχεια τόν καινό βαπτισμένο ἄνθρωπο μέ τήν δυσώδη κατήχηση περί τῆς ἄνομης, ὁμοφυλόφιλης «ἀγάπης» του. Ποιός ἁντιλεγόμενος[xxv] ἱερέας ἤ ἀρχιερέας ἄραγε θά βρεθεῖ συνένοχος στά ἐπιχειρούμενα μέ τό ψευδο-ἄλλοθι τῆς κοσμικῆς ἀγάπης καί «συμπερίληψης»;

 


 
[iii] Γεν. 6,1-13
[iv] Ματθ. 24,37-39
[v] Λευϊτ. 18,22-24, 27
[vi] Ματθ. 22,30
[vii] Περιλαμβάνεται ὡστόσο στόν ὅρο «ἀσέλγεια» τοῦ Μάρκ. 7,22, μετά τίς λ. «μοιχεῖαι, πορνεῖαι».
[viii] Ματθ. 5,21
[ix]  Ὅ.π. 5,20
[x]  Ὅ.π. 5,28
[xi] Ματθ. 19,11
[xii] Α’ Κορ. 7,32
[xiii] Ἐφεσ. 5, 24-25
[xiv] Γεν. 19,4-5
[xv] Ὡσ. 4,12 «πνεύματι πορνείας ἐπλανήθησαν καὶ ἐξεπόρνευσαν ἀπὸ τοῦ Θεοῦ αὐτῶν».
[xvi] «Ἐπὶ τὰς κορυφὰς τῶν ὀρέων ἐθυσίαζον καὶ ἐπὶ τοὺς βουνοὺς ἔθυον…Διὰ τοῦτο ἐκπορνεύσουσιν αἱ θυγατέρες ὑμῶν, καὶ αἱ νύμφαι ὑμῶν μοιχεύσουσι», ὅ.π., στ. 13
[xvii] Γεν. 6,3
[xviii] Ρωμ. 1,25
[xix]  Ὅ.π. 1,24-28
[xx] Λευϊτ. 18,21
[xxi] Ἰεζ. 16,20-21
[xxii] Δ’ Βασ. 23,10. Βλ. καί Ἱερ. 39,35: «Καὶ ᾠκοδόμησαν τοὺς βωμοὺς τῇ Βάαλ τοὺς ἐν φάραγγι υἱοῦ Ἐνὸμ τοῦ ἀναφέρειν τοὺς υἱοὺς αὐτῶν καὶ τὰς θυγατέρας αὐτῶν τῷ Μολὸχ βασιλεῖ, ἃ οὐ συνέταξα αὐτοῖς καὶ οὐκ ἀνέβη ἐπὶ καρδίαν μου, τοῦ ποιῆσαι τὸ βδέλυγμα τοῦτο πρὸς τὸ ἐφαμαρτεῖν τὸν Ἰούδαν».
[xxiii] Ὡσ. 5,4
[xxiv] Ἰεζ. 23,39
[xxv] Ὡσ. 4,4