Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΩΣ ΖΗΤΟΥΜΕΝΟ ΣΤΟΥΣ ΔΙΑΘΡΗΣΚΕΙΑΚΟΥΣ ΔΙΑΛΟΓΟΥΣ ΚΑΙ Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΩΣ «ΜΟΝΟΘΕΪΣΤΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ».

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ

Εν Πειραιεί τη 19η  Οκτωβρίου 2020.

Όπως και παλαιότερα έχουμε επισημάνει, (είναι όμως ανάγκη να επανέλθουμε και πάλι λόγω της σοβαρότητας του θέματος), ο παγκόσμιος Οικουμενισμός με την τριπλή του διάσταση, οικονομική, πολιτική και θρησκευτική, αποτελεί σήμερα μια από τις μεγαλύτερες απειλές κατά της ανθρωπότητας. Πρόκειται για ένα παγκόσμιο κίνημα του Διεθνούς Σιωνισμού που έχει σαν μοναδικό σκοπό την δημιουργία μιας νέας τάξεως πραγμάτων, δηλαδή την πολιτική, οικονομική, και θρησκευτική ενοποίηση της ανθρωπότητας.

Η όλη διαδικασία αυτής της σταδιακής μεταβολής, (η οποία λέγεται και παγκοσμιοποίηση), είναι απαραίτητο να προηγηθεί, σύμφωνα με τους σχεδιασμούς των σκοτεινών κέντρων, προκειμένου να προετοιμαστεί το έδαφος για την έλευση του Αντιχρίστου, του παγκόσμιου δικτάτορα, ο οποίος θα κυβερνήσει τον πλανήτη για 7 χρόνια σύμφωνα με τις Γραφές και τον οποίο, με πολλή λαχτάρα, περιμένουν οι Εβραίοι. Το τρίτο σκέλος αυτής της διαδικασίας, δηλαδή η θρησκευτική ενοποίηση, είναι ο γνωστός σε όλους μας Διαχριστιανικός και Διαθρησκειακός Οικουμενισμός, μια φοβερή αίρεση, η οποία κυριάρχησε σ’ ολόκληρο τον 20ο αιώνα και συνεχίζει να κυριαρχεί μέχρι σήμερα, η οποία, σύμφωνα με τους σχεδιασμούς των σκοτεινών κέντρων, πρόκειται να οδηγήσει στην δημιουργία μιας παγκόσμιας θρησκείας, της εφιαλτικής Πανθρησκείας.  

Η Ορθόδοξη Εκκλησία μπροστά σ’ αυτή την παγκοσμίων διαστάσεων πνευματική λαίλαπα δεν έμεινε δυστυχώς αμέτοχη και ανεπηρέαστη. Οι περισσότερες κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες, με πρωτοπόρο το Οικουμενικό Πατριαρχείο, έπεσαν στην παγίδα να συμμετάσχουν ως μέλη στα διεθνή Διαχριστιανικά, (όπως το Π.Σ.Ε.) και Διαθρησκειακά forum και στις Διαθρησκειακές Συναντήσεις και Διαλόγους, με τον ισχυρισμό ότι στις διεθνείς αυτές διοργανώσεις θα έχουν την ευκαιρία να δώσουν, σε ετεροδόξους και αλλοθρήσκους, την Ορθόδοξη χριστιανική μαρτυρία. Ωστόσο η τραγική πραγματικότητα απέδειξε το ακριβώς αντίθετο. Όχι μόνο  χριστιανική Ορθόδοξη μαρτυρία δεν δώσαμε, αλλά πολλοί εκ των Ορθοδόξων εκπροσώπων έφθασαν στο σημείο να διατυπώσουν βλάσφημες δηλώσεις και διακηρύξεις, όπως ότι οι θρησκείες του κόσμου αποτελούν «διαφορετικούς τρόπους λατρείας και αναγωγής στον ένα Θεό». Είναι πάμπολλες οι σχετικές αντορθόδοξες και βλάσφημες δηλώσεις κληρικών όλων των βαθμίδων και λαϊκών ακαδημαϊκών διδασκάλων, τις οποίες έχουμε δημοσιεύσει σε παλαιότερες εργασίες μας, ώστε δεν είναι του παρόντος να τις επαναλάβουμε.  

Εκτός από το επιχείρημα της, (δήθεν), Ορθοδόξου μαρτυρίας, επιστρατεύτηκαν και άλλα επιχειρήματα. Η προσέγγιση της Ορθοδοξίας με τους ετεροδόξους και αλλοθρήσκους θεωρήθηκε ως μία «αναγκαιότητα», προκειμένου να συστρατευθούν από κοινού σε μια κοινή μαρτυρία για το καλό του κόσμου. Για να αντιμετωπίσουν τα μεγάλα και ποικίλα κοινωνικά προβλήματα που μαστίζουν την ανθρωπότητα. Για να προωθήσουν την παγκόσμια ειρήνη, την ειρηνική συνύπαρξη και συνεργασία  των θρησκειών στις σύγχρονες πολυθρησκευτικές κοινωνίες, την δικαιοσύνη, την ελευθερία και την αδελφοσύνη μεταξύ των λαών. Ενδεικτικά εδώ μνημονεύουμε την διάσκεψη του «Α΄ Κοινοβουλίου των Θρησκειών του Κόσμου», που πραγματοποιήθηκε το 1893 στο Σικάγο των ΗΠΑ, στο οποίο διακηρύχθηκε ότι «σκοπός του είναι να φέρει πιο κοντά τους θρησκευόμενους του πλανήτη  προκειμένου να διαδοθούν οι αξίες της ειρήνης, της διαφορετικότητας και της κοινής προόδου στο πλαίσιο της συνεργασίας και της αλληλοκατανόησης μεταξύ των διαφόρων θρησκειών» (Ιστ. https://solon.org.gr/2009/11/17/diathriskevtiki-syndiaskepsi-tou-koinovouliou-ton-thriskeion-tou-kosmou/).

Η επί σειρά δεκαετιών συμμετοχή των Ορθοδόξων στους Διαχριστιανικούς και Διαθρησκειακούς Διαλόγους και παρά τις θλιβερές διαπιστώσεις ότι όχι μόνον Ορθόδοξη μαρτυρία δεν υπήρξε, αλλά το αντίθετο, οδήγησε νομοτελειακά στην πλήρη συνοδική νομιμοποίησή των στη «Σύνοδο» της Κρήτης, (2016). Και το ακόμη τραγικότερο: Στην εν λόγω «Σύνοδο» οι μεν ετερόδοξοι αναγνωρίστηκαν ως «ετερόδοξες Εκκλησίες», οι δε Διαθρησκειακοί Διάλογοι κατοχυρώθηκαν συνοδικά στο συνοδικό κείμενο με τίτλο: «Η αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εν τω συγχρόνω κόσμω».

Προς το παρόν τουλάχιστον δεν φαίνεται στον ορίζοντα κανένα σημάδι επιστροφής, μετανοίας και επανόδου στην Ορθόδοξη αυτοσυνειδησία μας με ταυτόχρονη καταδίκη της φοβερής αυτής αιρέσεως. Αντίθετα μάλιστα. Ο Οικουμενισμός έχει διαβρώσει την πλειονότητα του κλήρου όλων των βαθμίδων και τείνει να παγιωθεί ως ένα αρρωστημένο εκκλησιαστικό καθεστώς σε όλες τις εκφάνσεις της εκκλησιαστικής μας ζωής. Τρανταχτό παράδειγμα το γεγονός ότι σε επίσημα περιοδικά της Εκκλησίας της Ελλάδος, όπως το περιοδικό «Θεολογία», φιλοξενούνται άρθρα υψηλόβαθμων κληρικών με οικουμενιστικό περιεχόμενο. Ένα τέτοιο άρθρο έπεσε στην αντίληψή μας στο ως άνω περιοδικό, με συγγραφέα τον   Σεβ. Μητροπολίτη Περγάμου κ. Ιωάννη, Ζηζιούλα, και με τίτλο: «Αλήθεια, ανεκτικότητα και μονοθεϊσμός. Είναι δυνατός ένας Διαθρησκειακός Διάλογος;».  Ο Σεβασμιώτατος κ. Ιωάννης είναι γνωστός παγκοσμίως, διότι διετέλεσε καθηγητής στα Πανεπιστήμια Εδιμβούργου, Γλασκώβης, Λονδίνου και Θεσσαλονίκης και επί σειρά ετών συμπρόεδρος της Μικτής Θεολογικής Επιτροπής στον Θεολογικό Διάλογο με τους Ρωμαιοκαθολικούς. Υπήρξε ο «θεολογικός στυλοβάτης» της «Συνόδου» της Κρήτης (2016), δεδομένου ότι διαδραμάτισε πρωταρχικό ρόλο και επέβαλε τις απόψεις του στη «Σύνοδο» αυτή, η οποία όμως, όπως απέδειξαν τα πράγματα, κάθε άλλο παρά Ορθόδοξη Σύνοδος ήταν, εφ’ όσον δεν κατεδίκασε τις υφιστάμενες εν χρόνω και χώρω αιρέσεις. Υπήρξε ακόμη ο κύριος εμπνευστής της κακόδοξης θεωρίας περί της Εκκλησίας ως «Εικόνος της Αγίας Τριάδος». Έχει γράψει και δημοσιεύσει πάμπολλα άρθρα και μελέτες, στα οποία παρουσιάζεται ως θερμός θιασώτης του Οικουμενισμού.

Μελετήσαμε με προσοχή το εν λόγω άρθρο και διαπιστώσαμε αβίαστα την ενθουσιώδη και σταθερή προσήλωση του αρθρογράφου στο διαθρησκειακό όραμα, στη «ανάγκη» των Διαθρησκειακών Διαλόγων. Στο συγκεκριμένο άρθρο του, σχολιάζοντας κάποιον Σύρο Ποιητή Adonis, ο οποίος χαρακτηρίζει την «θρησκευτική ανεκτικότητα» ως «αλαζονική», αναφέρεται στη «δυνατότητα» των Διαθρησκειακών Διαλόγων μεταξύ των «μονοθεϊστικών θρησκειών», (Ιουδαϊσμός, Χριστιανισμός και Ισλάμ), προβάλλοντας την «αλήθεια» και την «ανεκτικότητα» ως «γέφυρες» συνεννόησης και καταλλαγής μεταξύ τους. Γράφει: «Οι τρείς γνωστές μονοθεϊστικές θρησκείες, (Ιουδαϊσμός, Χριστιανισμός, Ισλάμ), βρίσκονται σήμερα στις αρχές ενός διαλόγου, στον οποίον πρωτοστα­τεί και το Οικουμενικό Πατριαρχείο. ….Πρέπει να προχω­ρήσουμε πιο πέρα. Να θέσουμε τα θρησκευτικά ‘πιστεύω’ μας μπροστά στα υπαρξιακά προβλήματα τού άνθρωπου και να αξιώσουμε απαντήσεις. Καμία θρησκευτική πίστη δεν δικαιώνει την ύπαρξή της μόνο και μόνο με τον ισχυρι­σμό της, ότι αυτή κατέχει την αλήθεια. Πρέπει να δείξει ότι υπάρχει όχι για να σκλαβώνει, αλλά για να ελευθερώνει τον άνθρωπο, να απαντά στα βαθύτερα υπαρξιακά προβλήματά του… Στη χριστιανική παράδοση ή έννοια τού μονοθεϊσμού καθορίστηκε σημαντικά από την πίστη στον Τριαδικό Θεό».

Είναι φανερό, ότι ο αρθρογράφος εντάσσει τον Χριστιανισμό, δηλαδή την Εκκλησία του Χριστού, στην κατηγορία των «μονοθεϊστικών θρησκειών», όπως τις προσδιορίζει η επιστήμη της θρησκειολογίας, παρ’ όλο που τόσο το Ισλάμ, όσο και ο Ιουδαϊσμός θεωρούν, ότι ο Χριστιανισμός δεν είναι γνήσιος μονοθεϊσμός, διότι πιστεύει σε «τρείς Θεούς», τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα. Όμως σε ποια διδασκαλία της Αγίας Γραφής, ή σε ποια συγγράμματα των αγίων και θεοφόρων Πατέρων στηρίζει την κακόδοξη αντίληψη, ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι θρησκεία και ανήκει στην κατηγορία των «μονοθεϊστικών θρησκειών»; Ο Χριστός δεν ήρθε στον κόσμο για να ιδρύσει μια θρησκεία, όπως όλες οι άλλες, αλλά για να σώσει τον άνθρωπο από την φθορά και τον θάνατο και να ιδρύσει την Εκκλησία Του, η οποία δεν είναι ένα ανθρώπινο κατασκεύασμα, αλλά Θεανθρώπινος Οργανισμός, είναι «καινή κτίσις» (Β΄ Κορ.5,17).

Πέραν αυτών η Ορθόδοξη Εκκλησία, (σε αντίθεση με το Ισλάμ και τον Ιουδαϊσμό), από της ιδρύσεώς της μέχρι σήμερα, εδώ και 20 αιώνες, έχει δικαιώσει πλήρως της ύπαρξή της με την καινή εν Χριστώ ζωή και δράση των πιστών τέκνων της και με το κήρυγμα και την ιεραποστολή της, δίνουσα μόνη αυτή, λύσεις και απαντήσεις στα υπαρξιακά προβλήματα του ανθρώπου και τεχνοργούσα ΑΓΙΟΥΣ. Δεν ισχυρίζεται απλώς, αλλά αποδεικνύει, με την αγία ζωή των μελών της, έργω και λόγω, ότι μόνη αυτή κατέχει την Αλήθεια, ή μάλλον κατέχεται από την αλήθεια, που δεν είναι μια ιδεολογία, όπως στις άλλες θρησκείες, αλλά πρόσωπο, ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός. Αποδεικνύει ακόμη «ότι υπάρχει όχι για να σκλαβώνει, αλλά για να ελευθερώνει τον άνθρωπο», σύμφωνα με τον λόγο του Κυρίου μας: «γνώσεσθε την αλήθεια και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς» (Ιω.8,32).

Σε άλλο σημείο γράφει: «Τό πρόβλημα συνεπώς είναι πώς αντιλαμ­βάνεται μία θρησκεία, ή μία ομάδα, (δεν είναι μόνο οι θρησκείες πού ισχυρίζο­νται πώς έχουν πρόσβαση αποκλειστική στην αλήθεια), την αλήθεια και τη σχέ­ση της μαζί της. Τί είναι αλήθεια; Το ερώτημα αυτό πού έθεσε ο Πιλάτος κατά τη δίκη του Ιησού έμεινε τη στιγμή εκείνη αναπάντητο. Μπόρεσαν έτσι να δώ­σουν όποια απάντηση ήθελαν οι γενεές πού ακολούθησαν. Οι τρεις μονοθεϊ­στικές θρησκείες κατά κανόνα είτε ταύτισαν την αλήθεια με μια αποκάλυψη πού περιέχεται σε κάποιο ιερό κείμενο, (Αγία Γραφή, Κοράνιο), είτε την εντό­πισαν σε ορισμένα δόγματα - συνήθως ως ερμηνείες των ιερών αυτών κειμέ­νων».

Εδώ μας εκπλήσσει το γεγονός, ότι ο Σεβασμιώτατος παρουσιάζεται ως ένας ουδέτερος παρατηρητής και ερευνητής του θρησκευτικού φαινομένου των μονοθεϊστικών θρησκειών, ωσάν να ήταν κάποιος «αμερόληπτος θρησκειολόγος» και τηρώντας ίσες αποστάσεις και από τις τρείς μονοθεϊστικές θρησκείες, θέτει τον προβληματισμό, περί του τί είναι η αλήθεια. Τοποθετεί την Αγία Γραφή στο ίδιο επίπεδο με το γνωστικό Κοράνιο, συμπίλημα γνωστικών αποκρύφων «Ευαγγελίων»  και τις δαιμονικές «αποκαλύψεις» του Μωάμεθ και αποδέχεται, εμμέσως πλην σαφώς, ότι και οι τρεις μονοθεϊστικές θρησκείες λατρεύουν τον ίδιο Θεό, ο Οποίος αποκαλύφθηκε στην Παλαιά Διαθήκη, την Καινή Διαθήκη και το Κοράνιο. Και το χειρότερο: αναγνωρίζει ότι υπάρχουν «αλήθειες» και στις δύο άλλες μονοθεϊστικές θρησκείες, παραβλέποντας το γεγονός, ότι ο Ιουδαϊσμός σήμερα θεωρεί ως ιερά κείμενα κατά κύριο λόγο το σατανικό Ταλμούδ, που καθυβρίζει τον εναθρωπίσαντα Θεόν Λόγον και την Καμπαλά! Και είναι μεν αληθές ότι για το Ισλάμ, όπως και για τον Ιουδαϊσμό η αλήθεια ταυτίζεται με τα ιερά τους κείμενα, όχι όμως και για την Εκκλησία του Χριστού, στην οποία η αλήθεια είναι πρόσωπο και ταυτίζεται με τον Κύριό μας Ιησού Χριστό. Ο αρθρογράφος παραλείπει να κάνει αυτή την ουσιώδη διάκριση, ομιλώντας περισσότερο ως κάποιος θρησκειολόγος, παρά ως ποιμένας και δη Επίσκοπος   

Στη συνέχεια φτάνει στο σημείο να αναζητά την αλήθεια στον Διαθρησκειακό Διάλογο! Γράφει: «Μένει να δούμε, αν με τις υπάρχουσες μορφές μονοθεϊσμού μπορεί να διε­ξαχθεί ένας Διαθρησκειακός Διάλογος, πού θα μας οδηγήσει πέρα από την ανεκτικότητα, σε μία ειλικρινή από κοινού αναζήτηση της αλήθειας»! Η Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού, Σεβασμιώτατε, δεν αναζητεί την αλήθεια, (και μάλιστα από κοινού με αλλοθρήσκους), ούτε σε Διαθρησκειακούς Διαλόγους, ούτε πουθενά αλλού, αλλά την κατέχει. Την κατέχει, διότι κατέχεται από Αυτήν και την προσφέρει από αγάπη σε κάθε έναν που ειλικρινά την αναζητεί. Δεν διαβάσατε άραγε ποτέ τον θεόπνευστο λόγο της Γραφής ότι η «χάρις και η αλήθεια δια Ιησού Χριστού εγένετο» (Ιωάν.1,17) και ότι η αλήθεια αυτή υπάρχει αποκλειστικά στην Εκκλησία Του; Στο σημείο αυτό να υπογραμμίσουμε και μάλιστα με έμφαση, την κακόδοξη αντίληψη, που έχει επικρατήσει στους κόλπους του Οικουμενισμού, ότι δήθεν μέσω των Διαθρησκειακών Διαλόγων καλούνται οι Ορθόδοξοι «σε μία ειλικρινή από κοινού αναζήτηση της αληθείας» με τους Ιουδαίους και Μουσουλμάνους. Η αντίληψη αυτή αποτελεί μια θεμελιώδη «θεολογική» θέση μέσα στους οικουμενιστικούς κύκλους, έχει δε τις ρίζες της στο βασικό και κυρίαρχο δόγμα της Νέας Εποχής, ότι η αλήθεια στο σύνολό της δεν υπάρχει σε καμιά θρησκεία, αλλά η κάθε μία έχει μέρος μόνον της αληθείας. Για να βρούμε ολόκληρη την αλήθεια, θα πρέπει όλες οι θρησκείες να συνενωθούν μεταξύ τους, να εμπλουτίσουν τις άλλες και να εμπλουτιστούν από τις άλλες!

Τελειώνει το άρθρο του, εκφράζοντας την πεποίθηση: «πιστεύω όμως ότι αργά ή γρήγορα θα υποχρεωθούν να το πράξουν, [θα οδηγηθούν σε μία ειλικρινή από κοινού αναζήτηση της αλήθειας μέσω των Διαλόγων]. Τα φλέγοντα υπαρξιακά προβλήματα, κοινά σε όλους τούς ανθρώπους ανε­ξάρτητα από τα θρησκευτικά πιστεύματά τους, ογκώνονται και γίνονται πιο πιεστικά. …Κάτω από την πίεση αυτών των προβλημάτων οι θρησκείες θα υποχρεωθούν να ανοίξουν τον κλειστό εαυτό τους, να συνδέσουν το παρελθόν τους με το μέλλον, όχι μό­νο το δικό τους, αλλά και των άλλων. Στη βάση αυτή ο βαθύς, ειλικρινής Διαθρησκειακός Διάλογος δεν θα είναι απλώς δυνατός, θα έχει γίνει κιόλας πραγ­ματικότητα»! Μ’ άλλα λόγια τα κοινά και πανανθρώπινα προβλήματα που πιέζουν συνεχώς, αυτά είναι εκείνα, που θα οδηγήσουν σε μία ειλικρινή από κοινού αναζήτηση της αλήθειας μέσω των Διαλόγων. Άλλη μια οικουμενιστική «θεολογική» θέση, θεμελιώδης μέσα στους οικουμενιστικούς κύκλους! Θέλει να αγνοεί φαίνεται ο Σεβασμιώτατος, ότι κοινά πανανθρώπινα προβλήματα ενδοκοσμικού χαρακτήρα, παντού και πάντοτε υπήρχαν, υπάρχουν  και θα υπάρχουν στην ιστορία της ανθρωπότητας. Όμως κανένας από τους αγίους Πατέρες της Εκκλησίας μας, ούτε διατύπωσε, ούτε έκανε ποτέ διάλογο, με αφετηρία τέτοιου είδους κακόδοξες «θεολογικές» θέσεις.

Κλείνουμε την ανακοίνωσή μας με λύπη και απογοήτευση, διότι βλέπουμε έναν λόγιο Επίσκοπο να παρουσιάζεται θερμός θιασώτης της παναιρέσεως του Οικουμενισμού. Βλέπουμε με ανησυχία, αυτό που δε θέλει να δει ο Σεβασμιώτατος, την σταδιακή δηλαδή υλοποίηση του σχεδίου του πανθρησκειακού οράματος. Αδυνατεί να διακρίνει το γεγονός, ότι την πραγματική και μόνιμη παγκόσμια ειρήνη δε θα τη φέρει η διαθρησκευτική ανεκτικότητα και συνεργασία, αλλά ο Άρχων της Ειρήνης, ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός και η επιστροφή όλων στην Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού.

Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών