«Η ώρα της αναστάσεως είναι αφανέρωτη στους ανθρώπους»

Πρωτοπρεσβυτέρου Σταύρου Τρικαλιώτη, ἐφημερίου Ἱεροῦ Ναοῦ Ἀγ. Παρασκευῆς Ἀττικῆς

Οἱ τέσσερεις εὐαγγελιστές μᾶς ἀναφέρουν ὅτι τήν τρίτη ἡμέρα μετά τήν ταφή (δηλαδή τήν Κυριακή), «λίαν πρωΐ» εὑρέθη ὁ τάφος –ὅπου ἔθηκαν τόν Κύριο– κενός.

«Οὐδεὶς λέγει πότε ἀκριβῶς καὶ πῶς ἀνέστη ὁ Κύριος» (Βλ. Θ.Η.Ε. τ. 2, στ. 599, σχετικό ἄρθρο Βασ. Χ. Ἰωαννίδη).

Ἀξιοσημείωτος εἶναι ὁ ΠΘ' κανὼν τῆς ϛ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί ἡ σχετική ἑρμηνεία τοῦ κανόνος, ὅπου ἀναφέρεται ρητῶς ὅτι οἱ χριστιανοί πρέπει νά λύνουν τήν νηστεία τῆς μεγάλης Ἑβδομάδος μετά τό μεσονύκτιο τοῦ μεγάλου Σαββάτου (12 μ.μ.), διότι ἀπό τό χρονικό διάστημα αὐτό κι ἔπειτα πρέπει νά ἔγινε ἡ ἀνάσταση.

Παραθέτουμε τόν σχετικό κανόνα μέ τήν ἑρμηνεία του: «Τὰς τοῦ σωτηρίου Πάθους ἡμέρας ἐν νηστείᾳ καὶ προσευχῇ καὶ κατανύξει καρδίας ἐπιτελοῦντας, χρὴ τοὺς πιστοὺς περὶ μέσας τῆς μετὰ τὸ μέγα Σάββατον νυκτὸς ὥρας ἀπονηστίζεσθαι, τῶν θείων Εὐαγγελιστῶν Ματθαίου, καὶ Λουκᾶ, τοῦ μέν, διὰ τοῦ ὀψὲ Σαββάτων προσρήματος, τοῦ δέ, ὄρθρου βαθέως, τὴν βραδύτητα τῆς νυκτὸς ἡμῖν ὑπογράφοντος».

Ἑρμηνεία κανόνος: «Ὁ κανὼν οὗτος διορίζει, ὅτι οἱ χριστιανοὶ πρέπει νὰ ἐπιτελοῦν ὅλην τὴν μεγάλην ἑβδομάδαν τῶν ἁγίων Παθῶν μὲ νηστείαν καὶ προσευχήν, καὶ κατάνυξιν καρδίας, ἀληθινὴν δηλ. καὶ ὄχι ὑποκριτικὴν (ἐξαιρέτως δέ, καὶ μάλιστα τὴν μεγάλην ϛ' καὶ τὸ μέγα Σάββατον, τὰς ὁποίας ἡμέρας πρέπει νὰ βιάζωνται εἰς τὸ νὰ ἀπερνοῦν ἄσιτοι), περὶ δὲ τὸ μεσονύκτιον, ταὐτὸν εἰπεῖν μετὰ τὸ μεσονύκτιον τοῦ παρελθόντος μὲν μεγάλου Σαββάτου, τῆς ἐρχομένης δὲ μεγάλης Κυριακῆς νὰ παύουσι τὴν νηστείαν, ἐπειδὴ ἤδη ἀνέστη ὁ Κύριος, καθὼς δηλοῦται ἐκ τῶν θείων Εὐαγγελιστῶν. Ὁ μὲν γὰρ Ματθαῖος, λέγωντας, ὅτι ὀψὲ Σαββάτων ἦλθον αἱ γυναῖκες νὰ θεωρήσουν τὸν τάφον, ἐφανέρωσεν, ὅτι ἐπέρασε μὲν τὸ Σάββατον, καὶ πολὺ μέρος τῆς μετὰ τὸ Σάββατον νυκτός, ὁ Λουκᾶς, λέγοντας πάλιν, ὅτι ἦλθον ὄρθρου βαθέος, ἐφανέρωσεν ὅτι πολύ μέρος τῆς νυκτὸς ἔμεινεν, ἕως οὗ νὰ ξημερώσῃ ἡ Κυριακή. Ὥστε ἐκ τῶν δύο συνάγεται, ὅτι κατὰ τὸ μεσονύκτιον ἀνέστη ὁ Κύριος, παρελθούσης τῆς ϛ' ὥρας καὶ ἀρχομένης τῆς ζ'» (ἁγ. Νικοδήμου Ἁγιορείτου Πηδάλιον, σελ. 297, ἐκδ. Ἀστέρος, Ἀθῆναι 1982).

Γι᾽ αὐτό καί ἔχει καθιερωθεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησία μας ἡ ἀκολουθία τῆς Ἀναστάσεως νά γίνεται περί τήν δωδεκάτην νυκτερινή τοῦ μεγάλου Σαββάτου, ἀρχομένης δηλαδή τῆς Κυριακῆς ἡμέρας.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης τονίζει ὅτι ἀπό τούς θείους Εὐαγγελιστές μόνο ὁ Ματθαῖος προσδιορίζει (σχετικῶς βέβαια) τήν ὥρα τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου («δι᾽ ἀκριβείας παρεσημήνατο», Ε.Π.Ε. 10, 464) μέ τό νά μας πεῖ: «Ὀψὲ σαββάτων, τῇ ἐπιφωσκούσῃ εἰς μίαν σαββάτων» ἦλθαν ἡ Mαρία ἡ Mαγδαληνή καί ἡ ἄλλη Mαρία (=ἡ Θεοτόκος) γιά νά δοῦν τόν τάφο καί «ἐγένετο σεισμὸς μέγας» (Ματθ. κη', 1).

Ἐδῶ πρέπει νά ἐξηγήσουμε ὅτι τό «ὀψέ σαββάτων» προσδιορίζει τόν χρόνο μετά τήν παρέλευση τοῦ Σαββάτου (ὁλοκλήρωση τοῦ κύκλου τῶν ἑπτά ἑβδομάδων), διότι συνδέεται μέ τό «τῇ ἐπιφωσκούσῃ εἰς μίαν σαββάτων» (=μόλις ἄρχιζε νά φωτίζει ἡ πρώτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος).

Εἶναι βοηθητικό ἐν προκειμένῳ καί αὐτό πού μᾶς λέει ὁ Φιλόστρατος: «ὀψὲ τῶν Τρωϊκῶν» (=μετά τόν Τρωϊκό πόλεμο).

Ὁ ἅγ. Γρηγ. Νύσσης μᾶς διασαφηνίζει: «Παρῳχήκει (=εἶχε περάσει) ἡ νὺξ τοσοῦτον, ὡς εἶναι καιρὸν τῆς τῶν ἀλεκτρυόνων βοῆς, ἥτις τὸ φῶς τῆς μελλούσης ἡμέρας προανακρούεται» (=προαναγγέλλει) (Βλ. Παν. Τρεμπέλα, Ὑπόμνημα εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, σελ. 501-502), ἔκδ. τρίτη, «Σωτήρ», Ἀθῆναι 1979).

Ἀπό τά παραπάνω νομίζω ὅτι τό πιό σίγουρο εἶναι νά ποῦμε ὅτι ἡ ἀνάσταση ἔγινε «τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ κατὰ τὰς Γραφάς», μετά τό μεσονύκτιο τοῦ Σαββάτου καί πρίν ἀρχίσει νά χαράζει (τελείως) ἡ ἡμέρα τῆς Κυριακῆς, χρόνος ὅπου ἔγινε ἡ ἔλευση τῶν μυροφόρων στόν τάφο.

[ΠΗΓΗ: https://www.romfea.gr/katigories/10-apopseis/43282-i-ora-tis-anastaseos-einai-afaneroti-stous-anthropous]