Ὀρθοδοξία καί Ζέν, Φῶς καί σκοτάδι

ΕΣΤΙΑ ΠΑΤΕΡΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ
ΑΣΤΙΚΗ ΜΗ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ
Θέσπιδος 11  ΜΑΡΟΥΣΙ
ΤΗΛ. 210 8025211 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Σέ συνέχεια προηγούμενου κειμένου μας γιά τήν ἵδρυση τοῦ πρώτου ζέν μοναστηριοῦ στήν Ἑλλάδα καί μία σύντομη πρώτη ἀνάλυση, ἀκολουθεῖ μιά πιό βαθειά συγκριτική προσέγγιση τῶν δύο αὐτῶν ἀντιθέτων καί ἀσυμβίβαστων ἐννοιῶν.

Πολύ ἑλκυστική ἡ σιωπή τοῦ ζέν βουδισμοῦ γιά τόν Εὐρωπαῖο πού κρύβει μέσα του μία μυστική ἀναζήτηση τοῦ θείου, δέν λέμε τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά καί πιό εἰδικά ὁ βουδισμός δυστυχῶς ἀσκεῖ γοητεία καί σέ χριστιανούς πού δέν «πατοῦν» καλά στά «πόδια» τῆς πίστης τους. Μιλάει καί αὐτός γιά φωτισμό, γιά βίωμα, γιά σοφία, γιά σιωπή, γιά ἀπάθεια, γιά λύτρωση. Ἄς δοῦμε ἐνδεικτικά τίς φαινομενικές ὁμοιότητες βουδιστικῆς καί ὀρθοδόξου ἀσκήσεως, ἀφοῦ ἐπισκεφτοῦμε ἀρχικῶς τήν ἴδια τή λέξη «ζέν».

Ἡ ἰαπωνική λέξη Ζέν προέρχεται ἀπό τήν ἰαπωνική προφορά τῆς κινεζικῆς λέξης Τσάν, ἡ ὁποία μέ τή σειρά της προέρχεται ἀπό τή σανσκριτική λέξη dhyana, πού σημαίνει "διαλογισμός" .

Διαλογισμός, θά πεῖ κάποιος ἀπερίσκεπτα, ὑπάρχει καί στόν Χριστιανισμό, ὑπό τή μορφή τῆς προσευχῆς. Αὐτό, ὅμως, δέν ἰσχύει, διότι ὁ ἄνθρωπος μέ τήν προσευχή ἐγκαταλείπει τήν αὐτονομία του καί ὑποτάσσεται στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ὄχι τοῦ ἑαυτοῦ του. Ἔτσι ἡ προσευχή δέν ἀποτελεῖ διαδικασία αὐτοεμβύθισης τοῦ αὐτονομημένου ἀνθρώπου, ἀπό τήν ὁποία ἀναμένεται ἀφύπνιση κάποιων κρυφῶν δυνάμεών του. Ὅπως ἀναφέρει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, ἡ προσευχή δέν μπορεῖ νά «διδαχθεῖ» ἀπό ἀνθρώπους ὡς «γνώση». Δέν εἶναι κάποια «τεχνική» πού μπορεῖ κανείς νά τή μάθει καί νά τήν ἀσκεῖ. Γιά τόν διαλογιζόμενο, ὅμως, δέν ἔχει σημασία ἡ θρησκεία στήν ὁποία ἀνήκει ἤ ὁ Θεός στό ὄνομα τοῦ ὁποίου διαλογίζεται. Ξεκάθαρα δηλαδή δέν ὑπάρχει κάποιος θεός ἔξω καί ἐκτός ἀπό μένα. Ὁ χριστιανός προσεύχεται, δέν διαλογίζεται, ὅπως κάνει ὁ ὀπαδός τῆς ὁμάδας, πού ἐπικαλεῖται μία θεότητα, δηλαδή ἕνα δαιμόνιο,  οὔτε προσεύχεται στόν ἑαυτό του ἤ τόν γκουρού του ἤ μπροστά σέ μία ἀπρόσωπη δύναμη ἤ ὑπερσυνειδητότητα. Ὁ χριστιανός προσεύχεται «ἐνώπιος ἐνωπίῳ» μπροστά σ᾽ ἕναν προσωπικό Θεό, σέ ἕναν ἐλεήμονα Σωτήρα, στόν σταυρωθέντα καί ἀναστημένο Ἰησοῦ Χριστό, πού κένωσε τόν ἑαυτό Του καί πῆρε δούλου μορφή, γιά νά προσλάβει τόν ἄνθρωπο καί νά τόν κάνει συγκληρονόμο Του, θεόν κατά χάριν. Ἡ παραμικρή αὐτοπεποίθηση τοῦ ἀνθρώπου στίς δικές του δυνάμεις ἐμποδίζει τήν ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ. Ἡ σχέση μέ τόν ἀληθινό Θεό εἶναι πράγματι σχέση πρόσωπο μέ πρόσωπο, ἀντικριστή σχέση. Στόν διαλογισμό ἐπίσης λείπει ἡ ταπείνωση τοῦ Τελώνη. Ὁ ὀπαδός τῆς ὁμάδας πού διαλογίζεται εἴτε μέ τή βοήθεια τοῦ μάντρα, ( ἐπαναλαμβανόμενοι ἦχοι διά τῶν ὁποίων προκαλοῦνται δονήσεις ὥστε νά φτάνουν δῆθεν στήν ἐπίγνωση τοῦ ἑαυτοῦ τους καί τοῦ ἄλλου ἤ στήν ἀλλαγή τῶν ἀρνητικῶν συνηθειῶν καί προτύπων σέ θετικά) εἴτε διαφορετικά, χρησιμοποιώντας τή νόηση καί ὄχι τήν καρδιά, ἀδρανοποιεῖ τίς αἰσθήσεις καί ἐπιτυγχάνει βαθμιαίως τήν ἀφαίρεση, τήν ἀδράνεια. Ἀργότερα μέ τόν καιρό, ἡ νοητική ἀδράνεια γίνεται κατάσταση, δεύτερη φύση του. Τό ἄτομο ὅταν διαλογίζεται μένει παγωμένο καί ἀδιάφορο σάν ἄγαλμα τοῦ Βούδα, ἡ καρδιά δέν συμμετέχει. Ἡ πορεία του, ἄν δέν ἀνακάμψει, εἶναι πορεία καθόδου πρός τόν Ἅδη, χωρίς ἐλπίδα γιά Ἀνάσταση. Καμμία ἑπομένως σχέση  μέ  προσευχή.

Ἀντίθετα, στον ὀρθόδοξο χριστιανό, πού προσεύχεται νοερά, νοῦς καί καρδιά, συμψάλλουν τήν εὐχή καί συνευφραίνονται. Ὁ χριστιανός, μέ φρόνημα πένθιμο καί παρακλητικό, συνομιλεῖ μέ τόν «ἀγαπημένο». Προσφέρει στόν Χριστό δάκρυα συγγνώμης καί δέχεται ἀπό Αὐτόν παραμυθία, τή χάρη τῆς λύτρωσης καί τήν ὑπόσχεση γιά ἀνάσταση.

Μέ τόν διαλογισμό ἰσχυρίζονται οἱ ὀπαδοί τοῦ Ζέν πώς μποροῦν νά ἀποκτήσουν τή Φώτιση. Ποιά φώτιση καί μέ ποιόν τρόπο; Κατά τό πρῶτο στάδιο πρέπει νά ἀπεξαρτηθοῦν ἀπό τίς γήινες ἀπολαύσεις. Σέ ἑπόμενο στάδιο νά γίνουν κύριοι τοῦ νοῦ τους. Νά παραμείνουν ἁγνοί καί ἤρεμοι κάτω ἀπό ὁποιεσδήποτε συνθῆκες. Νά ἀποβάλουν ἀπό τή σκέψη τους, τίς ψευδαισθήσεις, τά πάθη καί τίς κακές ἐπιθυμίες, γιά νά κατανοήσουν τήν ἀληθινή φύση τους. Νά ἀντιληφθοῦν ὅτι ὁ ἐξωτερικός κόσμος δέν εἶναι ἀντικειμενικά πραγματικός, ἀλλά ἀπατηλός, φαινομενικός. Ὅταν  συνειδητοποιήσουν τό Πραγματικό Ἐγώ μποροῦν νά ἀφυπνίσουν τό θεῖο φῶς, πού ὑπάρχει ἤδη μέσα τους.

Στήν ὀρθόδοξη ἀσκητική ὅμως ἀπατηλός κόσμος εἶναι ὁ κόσμος τῆς ἁμαρτίας. Ἀπ’ αὐτόν ἀγωνίζεται νά ἀπαλλαγεῖ ὁ ἄνθρωπος. Ἐπιπλέον κανένα φῶς δέν κρύβεται μέσα του. Τό φῶς τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἐκτός τῆς καρδιᾶς του καί τό εἰσάγει μέσα του διά τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας μέ πρῶτο καί καλύτερο τό βάπτισμα.

Ὁ ἐξαγνισμός τοῦ νοῦ στόν βουδισμό ἐπιτυγχάνεται μέ τό νά ἀφήσει ὁ ἄνθρωπος τόν νοῦ του ἥσυχο, δηλαδή νά ἐφαρμόσει τήν πρακτική τῆς «ὄχι-σκέψης». Τό σταμάτημα τῆς σκέψης ἠρεμεῖ τόν νοῦ. Κεντρικό σημεῖο τῆς βουδιστικῆς πίστης εἶναι τό μή - Ἐγώ (anātman), ἡ ἀπόλυτη μή-ὕπαρξη τοῦ ἀτομικοῦ προσώπου. Τό μή ἐγώ πού ἀκούγεται τόσο φιλοσοφημένη «ψαγμένη» ἔκφραση, δέν σημαίνει ταπείνωση, τό νά πολεμᾶ κανείς τό ἐγωϊστικό του φρόνημα, ἀλλά στήν κυριολεξία ἐννοεῖ τήν ἀνυπαρξία. Στόν Βουδισμό ἡ θλίψη, ὁ πόνος καί ἡ δυστυχία τῆς ζωῆς ὀφείλονται στόν ἐγωισμό. Ἄν σταματήσεις νά νοιάζεσαι καί νά σκέφτεσαι γιά τόν ἑαυτό σου καί τόν ἄλλο, μέχρι νά μήν ἐπιθυμεῖς τίποτε, φτάνεις στή λύτρωση.

Ὅπως διαπιστώνουμε, γιά τούς βουδιστές τό κεντρικό ζήτημα δέν εἶναι ἡ θεότητα ἤ μή τοῦ Βούδα – οἱ ἀνατολικές θρησκεῖες δέν δέχονται τήν ὕπαρξη προσωπικοῦ Θεοῦ, ἀλλά λατρεύουν πλῆθος θεοτήτων (θεοποιημένοι ἄνθρωποι ἤ θεοποιημένα ὄντα) - ἀλλά ἡ Αλήθεια τῆς Ὀδύνης (dukkha) καί ἡ διδασκαλία γιά τόν τερματισμό της. Αἰτία τῆς ὀδύνης εἶναι ἡ ἐπιθυμία. Ἡ ἱκανοποίηση τοῦ ἐγώ. Δέν μπορεῖς νά αἰσθανθεῖς χαρά καί γαλήνη ἐν μέσῳ ὀδύνης. Ἄρα γιά νά μήν ἔχεις ὀδύνη πρέπει νά πάψεις νά ἐπιθυμεῖς.

Μά τά ἴδια δέν ἰσχύουν καί στήν ὀρθόδοξη ἀσκητική; Ὅτι δηλαδή ἡ δυστυχία, ὁ πόνος εἶναι συνέπεια τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος σύμφωνα μέ τό ὁποῖο ὁ ἐγωϊσμὀς τῶν πρωτοπλάστων τούς ὁδήγησε νά ὑπακούσουν τόν ὄφι ἀντί τοῦ Θεοῦ.   Καί ἀπό τότε ξεκίνησε ἡ ὀδύνη τοῦ θανάτου. Εἶναι περιττό νά ποῦμε ὅτι ὁ βουδιστής δέν ἔχει ὑπ’ ὄψιν του κανένα προπατορικό ἁμάρτημα, κανέναν ὄφι. Ζεῖ τήν δυστυχία, τήν ὁποία ματαίως ἀγωνίζεται νά τήν τερματίσει ἀπό μόνος του, ἔχοντας πεποίθηση στόν ἑαυτό του. Ἐνῶ ὁ χριστιανός εἶναι ἀπαραίτητο νά περάσει ἀπό τόν σταυρό γιά νά φτάσει στήν ἀνάσταση. Τή μεταπτωτική ὀδύνη ὁ χριστιανός θέλει νά τήν τερματίσει, καλύτερα νά τήν μεταβάλλει, ἀλλά μόνο μέ τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος διά τῆς ὁποίας μπορεῖ νά τό πετύχει μετατρέποντάς τήν σέ θεῖο ἔρωτα.  Γιά νά μπορέσει νά σηκώσει τόν σταυρό του πρέπει πρῶτα τίς ἐπιθυμίες του νά τίς μετατρέψει σέ χριστοεπιθυμίες. Ἡ σκέψη εἶναι δῶρο Θεοῦ στόν ἄνθρωπο. Ὁ Ἀδάμ στόν Παράδεισο δέν ἀρνήθηκε ποτέ τή σκέψη του. Ἐξάλλου ἀκόμη καί τή βουδιστική φιλοσοφία πρῶτα τή σκέφτεσαι καί μετά ματαίως προσπαθεῖς νά τήν ἐφαρμόσεις, ἄν τό ἐπιθυμήσεις νά τό κάνεις. Ἀντιλαμβάνεται κανείς τόν ἀντιφατικό τρόπο στάσης ζωῆς, ἐφ’ ὅσον θέλοντας καί μή, καί σκεφτόμαστε καί ἐπιθυμοῦμε. Ἀκόμη καί νά ἐπιθυμεῖς νά μήν ἐπιθυμεῖς ἀποτελεῖ μία ἐπιθυμία.  

Ὡς πρός τήν ἀπαλλαγή ἀπό τήν ὕλη, τίς ἐξαρτήσεις, τίς σκέψεις, θά ἀναρωτηθεῖ κάποιος, «τό ἴδιο δέν κάνει καί ἕνας ἐρημίτης πού στοχεύει στήν ἀποταγή; Δέν ἀγωνίζεται νά ἀποβάλει τά πάθη του καί τίς αἰσχρές ἐπιθυμίες; Δέν θέλει νά κρατᾶ καθαρό τόν νοῦ;  Σάν πρώτη ἀπάντηση πού μπορεῖ νά δώσει κανείς εἶναι, πώς ἄν κάνουμε τό ἴδιο, τότε γιατί νά ἀκολουθήσουμε ἕναν ἴδιο δρόμο;

Φυσικά καί δέν ἐννοοῦμε τά ἴδια. Γιά τόν Χριστιανό ἀποταγή τοῦ κόσμου σημαίνει νά μεταμορφώσει τό κοσμικό του φρόνημα σέ θεῖο, τόν κοσμικό τρόπο σκέψεως τῆς ζωῆς σέ ἁγιασμένο καί νά ἀποκτήσει νοῦν Χριστοῦ, δηλαδή πνευματικό τρόπο μέ τόν ὁποῖο νά βλέπει τά πράγματα γύρω του. Ἀρχή τῆς πρός τόν Χριστό ἀγάπης εἶναι ἡ περιφρόνηση τῶν ὁρατῶν διδάσκει ὁ ἅγ. Νικήτας ὁ Στηθᾶτος. Τά πάθη μας θέλουμε νά τά μεταμορφώσουμε σέ ἀρετές με  τή χάρη τοῦ Θεοῦ, ὄχι μόνοι μας, καί μέ τά θεραπευτικά μέσα τῆς Ἐκκλησίας, νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχή. Καί καθαρός νοῦς δέν σημαίνει ἄδειος νοῦς, ὅπως στόν Βουδισμό, ἀλλά γεμᾶτος ἀπό τήν ἄκτιστη χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού πληρώνει, ἁγιάζει καί φωτίζει ὅλον τόν ἄνθρωπο, ἁπλά, μυστικά καί ἀβίαστα.

Μία ἄλλη φαινομενική ὁμοιότητα εἶναι ὅτι στόν ζέν Βουδισμό τονίζεται ἡ βίωση τῆς σοφίας. Βεβαίως καί στήν ὀρθόδοξη ἀσκητική γίνεται λόγος γιά τήν βίωση τῆς Σοφίας τοῦ Θεοῦ, μέ τή διαφορά πώς πρόκειται γιά ἐνυπόστατη σοφία, πού εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ. Ἐνῶ ἡ σοφία τοῦ βουδισμοῦ εἶναι μιά ἀόριστη σοφία πού σίγουρα δέν πηγάζει ἀπό κανέναν θεό. Γιά τούς βουδιστές δέν ὑφίσταται ἐξάλλου ἕνας θεός ἤ περισσότεροι θεοί. Ἑπομένως θά πηγάζει ἤ ἀπ΄τόν ἄνθρωπο ἤ ἀπ’ τό σύμπαν. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως εἶναι πεπερασμένος καί πολύ λίγος γιά νά κυνηγάει τή σοφία του, πού καί αὐτήν, πάλι κάποιος τοῦ τήν ἔχει δώσει. Τό σύμπαν ἀπό τήν ἄλλη εἶναι πολύ ἀπρόσωπο γιά νά διαθέτει αὐτόνομα σοφία. Ὁπότε τί μᾶς μένει; Μία σοφία δαιμονικῆς προελεύσεως.

Ὁ  ζέν βουδισμός ἀναζητᾶ τήν ἐπίτευξη τῆς Νιρβάνα σ’ αὐτόν ἐδῶ τόν κόσμο. Στήν κατάσταση τῆς Νιρβάνα , (πνευματική κατάσταση στήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος νιώθει ἀπόλυτη ἠρεμία καί γαλήνη), ὁ πιστός ἑνώνεται μέ τήν Παγκόσμια Ζωή ἤ τόν Βούδα, ἀφοῦ ἔχει φθάσει στό στάδιο τῆς φώτισης.

Βούδας ἤ Μπούντχα σημαίνει «Ἀφυπνισμένος» ἤ «Φωτισμένος».

Βούδας ( φωτισμένος) μπορεῖ νά γίνει ὅποιος ἀφυπνίζεται στήν ἀληθινή φύση τῆς ὕπαρξης καί ἀπελευθερώνεται ἀπό τόν κύκλο τῆς γέννησης, τοῦ θανάτου καί τῆς ἀναγέννησης καί πετυχαίνει τήν παντογνωσία. Ἑπομένως αὐτός πού ἔχει τό ὄνομα Βούδας ποτέ δέν παρουσίασε τόν ἑαυτό του σάν κάτι διαφορετικό ἀπό ἄνθρωπο. Ἀντιθέτως ὁ Χριστός ἦταν τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος.

Ὅ ἄνθρωπος λοιπόν σύμφωνα μέ τή βουδιστική πίστη μπορεῖ νά φτάσει στή φώτιση (Κινεζικά βου (wu),) μέ τόν διαλογισμό.

Θα’ λεγε κάποιος ὅτι καί στήν ὀρθόδοξη πίστη ἔχουμε φώτιση καί ἀντίστοιχη ἀπάθεια. Μόνο πού στήν πρώτη περίπτωση χάνεις τή συνείδησή σου, ἐκμηδενίζεσαι, ἐνῶ στή δεύτερη τήν διατηρεῖς. Ὡς ἐπίσης στήν πρώτη περίπτωση ἡ νιρβάνα ἔρχεται ὡς ἀποτέλεσμα τῶν δικῶν σου ἀσκήσεων, ἐνῶ τήν ἀπάθεια στή χαρίζει ὁ Χριστός.

Ὅσο γιά τό στάδιο τῆς φώτισης  γεννῶνται κάποια ἐρωτήματα. Τί εἴδους φώτιση εἶναι αὐτή; Ὑπάρχει φωτισμός ἄνευ Ἁγίου Πνεύματος; Τό Ἄγιο Πνευμα ἐξαναγκάζεται νά μᾶς φωτίσει, ὅταν ἐμεῖς ἀκολουθοῦμε κάποιες περιορισμένες ἀνθρώπινες τεχνικές; Ὑποτάσσεται ἐκεῖνο σέ μᾶς ἤ ἐμεῖς σέ Ἐκεῖνο;

Γιά τίς ἀνατολικές θρησκεῖες ἡ σωτηρία ἤ καλύτερα ὁ ὕψιστος βαθμός λύτρωσης εἶναι ἡ διάλυση τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου μέσα στήν παγκόσμια ἐνέργεια ἤ ζωτική δύναμη (τσί ἤ κι) . Τὀ ἄτομο γίνεται ἕνα μέ τή φύση ἤ τό σύμπαν. Στόν ζέν Βουδισμό ἡ ἀλλαγή εἶναι βασικό στοιχεῖο τῆς ζωῆς. Ἡ διαρκής ἀλλαγή προκαλεῖ εὐχαρίστηση, ἐνῶ ἡ στασιμότητα  προκαλεῖ ἀνία καί θλίψη. Καί πάλι πέφτει σέ ἀντίφαση μέ τήν προηγούμενη θεωρία περί καταργήσεως τῆς ἐπιθυμίας. Πῶς ἀλλάζει ὁ ἄνθρωπος, ἄν δέν ἐπιθυμεῖ νά ἀλλάξει;

Στήν ὀρθόδοξη ἀσκητική ὑπάρχει ἡ ἔννοια τῆς ἀλλαγῆς ὡς πορεία ἀπό τό φθαρτό στό ἄφθαρτο, ἀπό τό θνητό στό ἀθάνατο, ἀκόμη καί στόν Παράδεισο ὑπάρχουν ἐπίπεδα. μέ τήν διαφορά ὅμως ὅτι αὐτή ἡ ἀλλαγή πραγματοποιεῖται ἀπό τόν Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ πού εἶναι ἡ ὄντως Ἀνάσταση. Ἐντελῶς διαφορετική ἀντίληψη ὡς πρός τό ποιός ἐπιφέρει τήν διαρκῆ ἀλλαγή. Δέν διαλύεται ὁ ἄνθρωπος μέσα στίς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, ὅπως ὁ βουδιστής στήν παγκόσμια ἐνέργεια. Διότι ὁ βουδιστής ἀρνεῖται ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ μόνος Θεός Σωτήρας καί Λυτρωτής μας.

Ὁ ζέν Βουδισμός ἐπίσης δίνει ἔμφαση στήν ἄμεση πνευματική πρακτική μέ τήν ἀλληλεπίδραση μέ ἕναν δάσκαλο. Τό ἴδιο θά ἔλεγε κανείς γίνεται καί στόν ὀρθόδοξο χῶρο μέ τούς πιστούς. Ἔχουν ἕναν πνευματικό-ἐξομολόγο πού τούς βοηθᾶ νά κατανοήσουν τόν ἑαυτό τους, ἀλλά καί τούς ἄλλους. Μέ τή διαφορά πώς ἡ κατανόηση σκοπεύει στό νά μπεῖ μέσα μας ὁ Χριστός, κι΄ ὄχι νά μείνει κενή ἡ καρδιά μας. Ἐμεῖς δέν ἐφαρμόζουμε τεχνικές. Ἐλεύθερα ὄντα εἴμαστε. Ὁ ἐγωϊσμός μας χτυπιέται κυρίως κατά τήν ἐξομολόγηση σέ πνευματικό.

Ἡ παγκόσμια ζωή πού θέλουν νά δοῦν οἱ ὀπαδοί τοῦ ζαζεν εἶναι ἀόριστη ἄχρωμη ἄγευστη. Μέ τό Ζαζέν οἱ ἄνθρωποι σπᾶνε τά δεσμά τοῦ ἐγωισμοῦ τους καί μποροῦν νά συνδεθοῦν μέ τήν Παγκόσμια Ζωή. Μέ τήν ἐπίμονη αὐτοσυγκέντρωση καί αὐτοπειθαρχία μποροῦν οἱ ἄνθρωποι νά ἀποβάλουν ἀπό μέσα τους ὅλες τίς σκέψεις καί τίς προσκολλήσεις καί τό καθημερινό στρές. Ἐν ἀντιθέσει μέ τούς ἁγίους  πού φθάνουν στή θέα τοῦ ἀκτίστου φωτός ὄχι ὡς ἐπιβράβευση τῶν δικῶν τους ἀγώνων ἀλλά ὡς δῶρο πού τούς χαρίζει ὁ Θεός. Θέα τοῦ ἀκτίστου φωτός, εἶναι κάτι ἔξω ἀπό μᾶς. Ὅταν μιλᾶμε γιά πανταχοῦ παρουσία τοῦ Θεοῦ, μιλᾶμε γιά τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού ἀπ’ έξω μπῆκε μέσα μας, ὅταν ἀκολουθήσαμε τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ. Δέν ὑπῆρχε ἤδη καί ἀφυπνίστηκε μέ τεχνικές. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι οἱ ἰαπωνικές πολεμικές τέχνες ἔχουν ἐπηρεαστεῖ ἀπό τίς ζέν ἀντιλήψεις.

Οἱ ζέν μοναχοί καί οἱ σαμουράι μοιράζονταν κοινές ἀξίες ὅπως σκληρή πειθαρχία, ἔντιμη πενία, ἀξιοπρέπεια, θάρρος, γενναιότητα, αὐτοθυσία, νηστεία, αὐτοέλεγχο. Μοιάζουν ἐπιφανειακά ὅλα αὐτά θά λέγαμε καί μέ τήν ὀρθόδοξη χριστιανική ἀντίληψη. Πειθαρχία στίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, ἀκτημοσύνη, παρρησία, γενναῖο μαρτυρικό φρόνημα, αὐτοθυσία χάριν τοῦ συνανθρώπου πού εἶναι κατ’ εἰκόνα καί καθ’ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ, νηστεία τροφῶν καί παθῶν, ἐγκράτεια. καί ἕνας χριστοκεντρικός κώδικας καθοδηγήσεως πρός τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.  Ὅμως δέν πρόκειται γιά ἴδια νοήματα. καί αὐτό διότι ἐνῶ οἱ πολεμικές τέχνες βασίζονται στή φιλοσοφία τοῦ ζεν, δέν συνάδουν μέ τό πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου, τό ὁποῖο μᾶς καλεῖ νά δοῦμε τόν ἄλλον, ὄχι πολεμικά, ὡς ἐχθρό, ἀλλά μέ ἀγάπη, ὡς εἰκόνα Θεοῦ, πού φθάνει μέχρι καί τό νά συγχωρεῖς καί νά ἀγαπᾶς ἀκόμη καί τόν ἐχθρό σου. Πού σαφῶς ἀπό τή στιγμή πού καί αὐτός γίνεται ἀντικείμενο τῆς ἐν Χριστῷ ἀγάπης σου, παύει νά εἶναι καί ἐχθρός. Γι΄ αὐτό καί στήν πραγματικότητα ὁ ἀληθινός Χριστιανός δεν ἔχει ἐχθρούς.