Τοποθετήσεις επισημάνσεις καί παρατηρήσεις ἐπί τῶν προτεινομένων ἀπαραδέκτων νεωτερισμῶν τῆς εἰσηγήσεως τοῦ π. Βασιλείου Χαβάτζα.

ἐφημερίου Ἱ.Ν.Ὑψώσεως Τιμίου Σταυροῦ Χολαργοῦ-Παπάγου

Μέσα στό πνεῦμα τῆς Νέας Ἐποχῆς ἐξαπολύονται κατά καιρούς ἐπιθέσεις κατά τῆς παραδεδομένης ἀπό τούς Ἁγίους Πατέρες Ὀρθοδόξου Λατρείας μας. Ἒτσι λοιπόν πρόσφατα ἒγινε μία ἀπαράδεκτη εἰσήγηση πρός τούς προϊσταμένους τῶν Ἱερῶν Ναῶν τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν ἀπό τόν π. Βασίλειο Χαβάτζα. Ὁ Μακαριώτατος ζήτησε στή συνέχεια ἀπό ὃλους τούς ἐφημερίους τῶν Ἀθηνῶν νά διατυπώσουν, ἂν ἢθελαν, παρατηρήσεις ἐπί τῆς εἰσηγήσεως. Οἱ προσωπικές μου ἐπισημάνσεις κατατίθενται ἀμέσως παρακάτω. Γιά καθαρά μεθοδολογικούς λόγους στήν κάθε παρατήρηση θά προηγοῦνται ἀκριβῶς τά λόγια τῆς εἰσηγήσεως μέ πλαγίους χαρακτῆρες, ὣστε νά μπορεῖ ὁ κοινός ἀναγνώστης νά κατανοήσει τή σχέση θέσεως καί ἀντιθέσεως.

Ξεκινώντας γενικά, θεωρῶ πώς τό μεγαλύτερο μέρος τῆς εἰσηγήσεως εἶναι ἓνα ἀναμάσημα, μία ἐπανάληψη τῆς ὃλης προσπαθείας πρός ἐκκοσμίκευση τῆς Ἐκκλησίας μας, πού ἐπιχειρήθηκε  τά τελευταῖα χρόνια καί ἀπό ἂλλους κληρικούς.  Ἢδη ἒχουν προταθεῖ  καί ξαναπροταθεῖ τά ἲδια καί τά ἲδια προσαρμοστικά μοτίβα μίας σύγχρονης δῆθεν ποιμαντικῆς στή σύγχρονη μεταβατική ἐποχή μας. Παρά τίς ἐντονότατες ἀντιδράσεις ἀπό κλῆρο καί λαό καί παρά τίς ἐμπεριστατωμένες ἁγιοπατερικές μελέτες πού ἒχουν δημοσιευθεῖ, κάποιοι ἐμμένουν πεισματικά καί φανατικά στίς ἀλλότριες προοδευτικές, τάχα, θέσεις τους.

Ἀναρωτιέμαι εἰλικρινά , πῶς εἶναι δυνατόν νά λέγονται αὐτά ἀπό στόμα ἱερέως, ἀφοῦ θά ἒπρεπε νά εἶναι δεδομένος ὁ ἀγώνας μας γιά τήν τήρηση τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως, προφορικῆς καί γραπτῆς ἡ ὁποία ἐκφράζεται μέ πολλούς τρόπους: Εἲτε διά τοῦ σεβασμοῦ στό πρόσωπο ἀλλά ὂχι ἀπαραίτητα καί σ’αὐτό πού πιστεύει, εἲτε διά τῶν δογμάτων, κανόνων καί ὃρων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, εἲτε διά τῆς αὐθεντικότητας τῆς συμφωνίας τῶν Ἁγίων μας, εἲτε διά τῶν Ἀκολουθιῶν τῆς λατρείας μας, εἲτε διά τῶν Ἱερῶν λειψάνων καί τῶν θαυματουργικῶν εἰκόνων, εἲτε διά τῆς ὑπακοῆς σέ ἁγίους γέροντες, εἲτε διά τῆς διατηρήσεως τῆς λειτουργικῆς γλώσσας, μοναδικῆς στό εἶδος της πρός ἀπόδοσιν τῶν θεοπνεύστων λόγων τῶν ἀκολουθιῶν καί τῶν ἀριστουργηματικῶν ὓμνων μας, εἲτε τέλος διά τῆς ἱερατικῆς ἐνδυμασίας πού τίμησαν τόσες χιλιάδες ἃγιοι, μέχρι καί στόν τάφο τους ἀκόμη.

Ὃλα αὐτά καί ὂχι μόνο, στήν ἐν λόγῳ εἰσήγηση ἰσοπεδώνονται, ἀφοῦ πρῶτα πυροβολοῦνται, ἒστω  μέ τό πρόσχημα τοῦ προβληματισμοῦ.

Πιστεύω πώς δέν θά ἒπρεπε ἐμεῖς οἱ ἀνάξιοι λειτουργοί τοῦ Ὑψίστου νά διακατεχόμαστε ἀπό ἓνα κόμπλεξ, ὂχι τόσο σέ σχέση μέ τόν ἂλλο ἂνθρωπο ὃσο μέ τόν ἲδιο μας τόν ἑαυτό, γιά αὐτό πού εἶναι καί γι’αὐτό πού κάνει. Καί τό παράδοξο εἶναι ὃτι κανείς δέν μᾶς πίεσε γι’αὐτό πού ἐπιλέξαμε. Θά  καταλάβαινα τά γραφόμενα σάν ἓναν πειρασμό, πού θέλει ἀντίσταση, ἀλλά ποτέ σάν ἐπίμαχο αἲτημα γιά ὑλοποίησή του.

Ὃλοι οἱ «γεωργοί» ἒχουν τούς πειρασμούς τους. Ὡς ἂξονας ὃμως τῆς διακονίας μας πρέπει νά ἒχουμε τό «οἰκοδεσπότης ἐφύτευσεν ἀμπελῶνα καί φραγμόν αὐτῷ περιέθηκε καί ὢρυξεν ἐν αὐτῷ ληνόν καί ᾠκοδόμησε πύργον, καί ἐξέδοτο αὐτόν γεωργοῖς καί ἀπεδήμησεν»(Ματθ.κα΄, 33). Νά βρισκόμαστε δηλαδή πάντα μέσα στά ὃρια τοῦ ἀμπελώνα ἀλλά καί νά τόν καλλιεργοῦμε προσέχοντας τούς πάσης φύσεως καταπατητές, γιά νά μήν ἀκούσουμε τό «κακούς κακῶς ἀπολέσει αὐτούς»(Ματθ.κα΄, 41).

Ἐξειδικεύοντας τίς παρατηρήσεις μου, νομίζω πώς κύριο κριτήριο τῆς ποιμαντικῆς μας πρέπει νά εἶναι τό τί θά ἒκανε ἓνας ἃγιος σέ κάθε προκειμένη περίσταση καί μάλιστα ἂν ἐπρόκειτο νά τό κάνει ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ ἢ στόν ἲδιο τόν Χριστό. Πιστεύω πώς τότε πολλά σημεῖα τῆς εἰσηγήσεως θά προκαλοῦσαν αἰσχύνη, τά ὁποῖα καί μόνο στό ἂκουσμα θά ἀναιροῦνταν.


1η παρατήρηση:

«…Δέν ἀντιλαμβάνομαι τό φόβο καί τήν ἀντίδραση γι’αὐτήν τήν πραγματικότητα τῆς πολυπολιτισμικότητας…Συνυπάρχουμε μέ ὃλους αὐτούς τούς ἀνθρώπους…Ἀντιμετωπίζουμε εἲτε τήν ὃποια θρησκευτική τους παράδοση, εἲτε τήν ἀθεϊστική τους τοποθέτηση ὂχι μέ ἐπιθετικότητα,οὒτε ἁπλῶς μέ ἀνοχή, ἀλλά μέ σεβασμό».

Ὁ Χριστιανός ἒχει διδαχθεῖ σεβασμό στό πρόσωπο καί ὂχι στήν πίστη αὐτοῦ τοῦ προσώπου, ὃταν αὐτή εἶναι ἀντίθετη ἀπό τήν Ὀρθόδοξη ἢ καί διαφορετική ἀπ’αὐτήν. Αὐτό βέβαια ἰσχύει, ἂν πιστεύουμε ὃτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ μόνη Ἀλήθεια πού ὁδηγεῖ στή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Διαφορετικά, θά πρέπει νά σεβασθοῦμε καί τή μαγεία καί τήν εἰδωλολατρία καί τήν αἳρεση καί τήν ὃποια θρησκεία. Ὃμως ὁ Χριστός καί οἱ ἃγιοί μας καυτηρίαζαν ποικοιλοτρόπως, χωρίς φανατισμό κι’ἐγωισμό ,τά παραπάνω, σάν τόν καλό γιατρό πού σέβεται καί ἐπιδιώκει νά θεραπεύσει τόν ἀσθενή, ἀλλ’οὐδέποτε σέβεται καί συντηρεῖ τήν ἀσθένεια. Ἂλλο τό ἓνα καί ἂλλο τό ἂλλο. Θά τολμούσαμε νά σκεφθοῦμε πώς κακῶς ἒπρατταν; ἢ πώς δέν θά ἒπρεπε νά φοβοῦνται  μήπως ἀλλοιωθεῖ τό φρόνημα τῶν Χριστιανῶν καί χάσουν τήν Ὀρθοδοξία τους; Καί γιατί αὐτός ὁ φόβος νά εἶναι κατακριτέος; Δέν ὑπάρχει ὁ φόβος Θεοῦ; Ἢ μήπως κάποιοι παρερμηνεύουν τό εὐαγγελικό «ἡ ἀγάπη διώχνει τό φόβο»; Ἑρμηνεύει ὃμως ὁ Ὃσιος Πέτρος ὁ Δαμασκηνός καί λέει πώς ὁ λόγος τοῦ Εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη περί τοῦ φόβου, ἀναφέρεται στον πρῶτο φόβο,τόν εἰσαγωγικό. Γιά τόν τέλειο φόβο λέει ὁ Δαβίδ: «Εἶναι μακάριος ὁ ἂνθρωπος πού φοβᾶται τόν Κύριο· αὐτός θά τηρήσει μέ σφοδρό πόθο τίς ἐντολές Του»,δηλ.θά ἀγαπήσει σφοδρά τήν ἀρετή. ( Γ΄τόμος Φιλοκαλίας,ἐκδ. «Τό περιβόλι τῆς Παναγίας»σελ.189).

Ἐξάλλου ὃμως τό ἲδιο ἐρώτημα θά ἒπρεπε νά ἀπευθυνθεῖ καί πρός τούς ὑποστηρικτές τῶν αὐθαιρέτων καινοτομιῶν: φοβοῦνται δηλαδή μήπως θεωρηθοῦν ὀπισθοδρομικοί, μήπως τούς ἀποκαλέσουν εἰρωνικῶς παραδοσιακούς καί κολλημένους καί γι’αὐτό προτείνουν τά ὃσα προτείνουν; Τότε πρός τί ἡ ὃλη ποιμαντική; Φοβοῦνται μήπως χαθεῖ τό ποίμνιο; Μήπως καλύτερα νά μή μιλοῦν καθόλου γιά νά μήν τούς ἀποδοθεῖ ἡ κατηγορία πώς ὃ, τι κάνουν τό κάνουν ἀπό φόβο;

Κι’ἂν κάποιοι ἒχουν τόσο γερά θεμέλια στήν πίστη τους πού δέν κλονίζονται ἀπό τίποτε, πού δέν φοβοῦνται  τίποτε, ἂς σεβασθοῦν τότε τούς ὑπολοίπους, πού εἶναι καί οἱ περισσότεροι καί πού εἶναι πιό  ἐπιρρεπεῖς στίς ἀμφιταλαντεύσεις καί ἂς τούς διαφωτίσουν γιά τούς κινδύνους τῶν ἀοράτων καί ὁρατῶν ἐχθρῶν.

2η παρατήρηση:

«Δέ ζοῦμε στήν ἐποχή τῆς ἒμφασης στήν ὁριοθέτηση μέ τούς ἂλλους ἀλλά στήν ἐποχή τῆς προσέγγισης».

Ἐκτός ἀπό τό ὃτι ἡ ἲδια ἡ πρόταση ἀποτελεῖ ἀπό μόνη της ἓνα ὁριοθετικό κατασκεύασμα καί ἒτσι ἐνῶ μιλᾶ γιά προσέγγιση, ἢδη θέτει ἓνα ὃριο, δηλ. τήν κατάργηση τῶν ὁρίων, ὑπάρχει μία πολύ ὡραία θεολογική τοποθέτηση τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ πού καταδεικνύει πώς τά ὃρια δέν εἶναι πάντα ἀθέμιτα ἀλλά ἀντιθέτως αὐτά εἶναι ἡ ἀληθινή προσέγγιση τοῦ ἂλλου. Λέει λοιπόν ὁ Ἃγιος στήν 7η ἑκατοντάδα περί θεολογίας κεφαλαίων:  «Εἰ κινεῖται ἀναλόγως ἑαυτῷ νοερῶς τό νοερόν, καί νοεῖ πάντως·Εἰ δέ νοεῖ,καί ἐρᾷ πάντως τοῦ νοηθέντος· εἰ δέ ἐρᾷ, καί πάσχει πάντως τήν πρός αὐτό ὡς ἐραστόν ἒκστασιν· εἰ δέ πάσχει,δῆλον ὃτι καί ἐπείγεται· εἰ δέ ἐπείγεται,καί ἐπιτείνει πάντως τό σφοδρόν τῆς κινήσεως· εἰ δέ ἐπιτείνει σφοδρῶς τήν κίνησιν, οὐχ ἳσταται μέχρις ἂν γένηται ὃλον ἐν ὃλῳ τῷ ἐραστῷ, καί ὑφ’ὃλον περιληφθῇ ἑκουσίως ὃλον, κατά προαίρεσιν τήν σωτήριον περιγραφήν δεχόμενον· ἳν’ὃλον ὃλῳ ποιωθῇ τῷ περιγράφοντι, ὡς μηδ’ὃλως λοιπόν βούλεσθαι ἐξ ἑαυτοῦ αὐτό ἐκεῖνο ὃλον γνωρίζεσθαι δύνασθαι τό περιγραφόμενον·ἀλλ’ἐκ τοῦ περιγράφοντος, ὡς ἀήρ δι’ὃλου πεφωτισμένος φωτί· καί πυρί σίδηρος ὃλος ὃλῳ πεπυρακτωμένος, ἢ εἲτι ἂλλο τῶν τοιούτων ἐστί». Δηλαδή «Ἂν τό νοερό νοεῖ…ὁπωσδήποτε καί ἀγαπᾶ αὐτό πού νόησε. Ἂν ἀγαπᾶ πάσχει καί τήν ἒκσταση πρός τό ἐραστό. Τότε ὃμως καί σπεύδει. Ἂν σπεύδει δυναμώνει μέ σφοδρότητα τήν κίνηση μέχρις ὃτου βρεθεῖ ὃλο μέσα σ’ὃλο τό ἐραστό καί περιληφθεῖ ὃλο σέ ὃλο ἐκεῖνο θεληματικά καί δεχθεῖ αὐτοπροαίρετα αὐτόν τόν σωτήριο περιορισμό, γιά νά γίνει ὃλο τῆς ἲδιας ποιότητας μέ ὃλο ἐκεῖνο πού τό περιορίζει, ὣστε στό ἑξῆς νά μή θέλει διόλου νά μπορεῖ νά γνωρίζεται τό ἲδιο ἀπό τόν ἑαυτό του, ἀλλά ἀπό ἐκεῖνο πού τό περιορίζει. Ὃπως ὁ ἀέρας γίνεται τελείως φωτεινός ἀπό τό φῶς, καί τό σίδερο ὃλο γίνεται τελείως πυρακτωμένο ἀπό τή φωτιά». ( Β΄τόμος Φιλοκαλίας, Περί Θεολογίας κεφαλαίων, παράγρ. ξη΄, σελ. 179-180).

Ἐπίσης διερωτῶμαι γιά τό νόημα τῆς ἐν λόγῳ προτάσεως· θεωρεῖ τά δόγματα,τούς κανόνες καί τούς ὃρους τῶν Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων, ὃρια πού ἐμποδίζουν τήν προσέγγιση; Ἂν εἶναι αὐτό τό νόημα, τότε ὃλοι οἱ ἃγιοι πού μετεῖχαν σ’αὐτές, ἒπραξαν πανηγυρικά λάθος, μέ φανατισμό, νομίζοντας πώς ἒτσι θά σώσουν τήν Ὀρθόδοξη πίστη;

Μήπως γενικότερα ἀπό τή ζωή μας νά βγάλουμε κάθε εἲδους ὃριο γιά νά πλησιάσει ὁ καθένας τόν ἂλλο; Κοινωνία- ζούγκλα δηλαδή;

Ὁ π. Ἰουστῖνος Πόποβιτς λέει ξεκάθαρα: «Ἂνευ τῆς μετανοίας καί εἰσδοχῆς στήν ἀληθινή Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀφύσικο καί ἀδιανόητο νά μιλᾶ κάποιος περί τῆς ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν, περί τοῦ διαλόγου τῆς ἀγάπης, περί τῆς intercommunio. …Ὁ σύγχρονος διάλογος τῆς ἀγάπης, ὁ ὁποῖος τελεῖται ὑπό τή μορφή γυμνοῦ συναισθηματισμοῦ εἶναι στήν πραγματικότητα ὀλιγόπιστη ἂρνηση τοῦ σωτηριώδους ἁγιασμοῦ τοῦ Πνεύματος καί τῆς πίστεως τῆς Ἀλήθειας (Β΄Θεσ.β΄,13)….Ὁ γυμνός ἠθικιστικός μινιμαλισμός καί ὁ ἀνθρωπιστικός εἰρηνισμός τοῦ συγχρόνου Οἰκουμενισμοῦ φέρνουν στό φῶς τίς φυματικές οὑμανιστικές ρίζες τους, δηλαδή τήν ἀρρωστημένη φιλοσοφία τους καί τήν ἀνίσχυρη ἠθική τους…Οἱ αἱρέσεις δέν εἶναι Ἐκκλησία. Γι’αὐτό δέν μποροῦν νά ἒχουν τά ἃγια Μυστήρια, ἰδιαιτέρως τό Μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας…Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὡς τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἡ πηγή καί τό κριτήριο τῶν  Μυστηρίων καί ὂχι τό ἀντίθετο….Ὁ Ἀπ. Παῦλος λέει: «Αἱρετικόν ἂνθρωπον μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ»…

Ὁ ΜΕ΄ κανών τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων βροντοφωνεῖ: «Ἐπίσκοπος ἢ πρεσβύτερος ἢ διάκονος, αἱρετικοῖς συνευξάμενος μόνον, ἀφοριζέσθω· εἰ δέ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς, ὡς κληρικοῖς ἐνεργῆσαί τι, καθαιρείσθω». Ἡ ἐντολή αὐτή εἶναι σαφής ἀκόμη καί γιά τή συνείδηση τοῦ κώνωπος….

Ὁ ΜΣΤ ΄κανών τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων …ὁρίζει κατηγορηματικῶς ὃτι δέν πρέπει νά ἀναγνωρίζουμε στούς αἱρετικούς κανένα ἃγιο μυστήριο καί ὃτι πρέπει νά τά θεωροῦμε ἂκυρα, ἂνευ τῆς θείας χάριτος».( Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο τοῦ ἐν λόγῳ γέροντος «Η ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ»,ἐκδ. Ἱ.Μ. Ἀρχαγγέλων Τσέλιε,σελ.225-231)

3η παρατήρηση:

Διερωτῶμαι ἐπίσης τί σημαίνει «ἡ κατάργηση τῆς αὐθεντίας» γιά τήν ὁποία γίνεται λόγος στή συνέχεια. Ἂν σημαίνει ὃτι ὁ ἀτομικός ἀνθρωποκεντρικός λόγος καί ἡ ἀτομική  ἀνθρωποκεντρική πράξη δέν πρέπει νά διεκδικοῦν  τήν αὐθεντία, συμφωνῶ καί ἐπαυξάνω. Ἂν σημαίνει ὃμως πώς οὒτε οἱ ἃγιοι κατά τή συμφωνία τους κατέχουν τήν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι αὐθεντία τότε διαφωνῶ καί ἐξίσταμαι! Διότι τότε θά σημαίνει ὂχι μόνο πώς δέν μεταφέρουν ὡς δοχεῖα τῆς ἀκτίστου θείας χάριτος τήν αὐθεντία τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἀλλά καί ὃτι οἱ ἑρμηνεῖες τους εἶναι πολύ σχετικές καί ἀμφισβητήσιμες. Ὦ τοῦ παραλόγου!

4η παρατήρηση:

«Δίνουμε ἒμφαση στην οὐσιαστική συμμετοχή τῶν πιστῶν ἢ ἐπηρεασμένοι ἀπό κληρικαλιστικές ἀντιλήψεις θεωροῦμε ὃτι μόνο ἐμεῖς εἲμαστε μυημένοι καί μποροῦμε νά μετέχουμε στα τελούμενα;»

Ἂν συμμετοχή τῶν πιστῶν νοεῖται ἡ συμψαλμωδία καί ἡ ἀπό κοινοῦ ἀπαγγελία τῶν εὐχῶν, αὐτό μόνο χάβρα Ἰουδαίων, χασμωδία καί σούργελο  θά προκαλέσει  κατά τήν διάρκεια τῆς λατρείας.

Δέν ἒκαναν λάθος τόσοι ἃγιοι λειτουργοί πού πέρασαν τούς προηγουμένους αἰῶνες καί δέν ἂφηναν νά συμψάλλει ὁ λαός. Μήπως ἀκόμη οὐσιαστικότερη συμμετοχή θά ἦταν νά τελοῦν καί λαϊκοί τή Θεία Λειτουργία, ἀφοῦ ὃπως λέει ἡ εἰσήγηση, δέν πρέπει νά θεωρούμαστε μόνο ἐμεῖς οἱ κληρικοί ὡς  μυημένοι στά τελούμενα; Τό παραπάνω ἐπιχείρημα τῆς εἰσηγήσεως ἀκούγεται ὡς ἒξυπνη αἰτία γιά νά πεῖ κάποιος πώς πρέπει καί ὁ λαός νά συμμετέχει δυναμικά, ἀλλά οὐσιαστικά εἶναι διακωμώδηση τῆς ἱερότητας τῆς λατρείας.

Πῶς εἶναι δυνατόν νά θεωροῦμε τούς ἑαυτούς μας ἐγωιστικῶς ὡς τούς ἀξιοτέρους τῶν συνανθρώπων μας, ὃταν ὃλοι οἱ ἃγιοι θεωροῦν τόν ἑαυτό τους ὡς ἀχρεῖο δοῦλο τοῦ Θεοῦ; Σαφῶς καί ἀναγνωρίζουμε τήν ἀναξιότητά μας, ἀλλά αὐτό δέν σημαίνει τήν εἰσαγωγή ἀταξίας καί ἀναρχίας στό ἐκκλησίασμα. . Ἐν προκειμένῳ δέν θά πρέπει ὁ ἱερεύς ὡς αὐθεντία ἢ  ὡς κατ’ἐξοχήν μυημένος νά προτείνει ἡσυχία καί εὐπρέπεια στόν οἶκο τοῦ Θεοῦ. Ὃλα νά τά ἀφήσει «ἐλεύθερα».

Μήν ξεχνᾶμε πώς ἡ πιό δυναμική ἀγαπητική σχέση εἲτε μεταξύ ἀνθρώπων εἲτε μεταξύ ἀνθρώπου - Θεοῦ εἶναι κυρίως μυστική, καρδιακή. Ἑπομένως καί ἡ πιό δυναμική συμμετοχή εἶναι ὡς πρός τή ρίζα της μυστική καί καρδιακή. Αὐτή ἡ βάση ὃμως δέν εἶναι μονοφυσιτική, ἀλλά ἐκφράζεται θεανθρωπίνως, θεωρητικῶς καί πρακτικῶς. Πρόκειται γιά τήν ἀληθινή κοινωνία  μεταξύ τῶν ἀνθρώπων. Ἐκδηλώνεται ἒτσι τό ὀντολογικό σωτηριολογικό  ἐνδιαφέρον, ἡ ἒγνοια γιά τόν κάθε διπλανό μας, ὑπέρ τοῦ σύμπαντος κόσμου. Καί μάλιστα ὡς καί ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων.  Θά φέρω ἓνα κοσμικό  παράδειγμα γιά νά γίνει κατανοητό πώς ὁ λαός δέν συμμετέχει ζωντανά ὃταν συμψάλλει ἢ ὃταν συνεύχεται ἐκφώνως μαζί μέ τόν ἱερέα. Στήν ἀρχαία τραγωδία μιλοῦν οἱ ἠθοποιοί. Συμμετέχει ὁ βουβός λαός στά δρώμενα ἢ ὂχι;

5η παρατήρηση:

«ἐπιδιδόμαστε σ’ἓναν πληθωρισμό ἐκτάκτων ἀκολουθιῶν καί τελετῶν,ἐπειδή ὑποτίθεται ὃτι ἑλκύουν περισσότερο κόσμο;»

Στήν εἰσήγηση γίνεται λόγος γιά πληθωρισμό ἐκτάκτων ἀκολουθιῶν καί τελετῶν πού γίνονται γιά νά προσελκύουν τόν κόσμο(ὃταν μάλιστα τίς διαφημίζουμε καί ἀπό τό ραδιόφωνο). Διερωτῶμαι: ἀκόμη κι’ἂν ὑποθέσουμε ὃτι ὁ  λόγος εἶναι αὐτός, ποῦ εἶναι τό πρόβλημα; Δέν κοπιάζει ὁ ἱερέας θεάρεστα; Δέν «ψαρεύει»καί μ’αὐτόν τόν τρόπο; Ἐπειδή κάποιοι εἶναι ὂντως φιλακόλουθοι καί ζοῦν μέσα ἀπό τήν κάθε συχνή ἀκολουθία , τόν Χριστό σύν πᾶσι τοῖς ἁγίοις, μποροῦμε νά τούς κατηγορήσουμε ἢ νά τούς ἀπαγορεύσουμε νά λατρεύουν τόν Θεό   ὃσο συχνά θέλουν; Οἱ ἲδιοι οἱ πιστοί πολλές φορές μᾶς προτρέπουν γιά περισσότερες ἀκολουθίες. Ἡ ἐπί τόσα  χρόνια γνωστοποίηση ἀπό τό ραδιόφωνο τῶν διαφόρων ἀκολουθιῶν εἶναι τόσο ἀναγκαία, τή στιγμή πού ὁ κόσμος ψάχνει καί ψάχνεται γιά τή σωματική καί ψυχική ἰσορροπία του. Μήπως ἐμεῖς οἱ ἲδιοι οἱ ἱερεῖς βαρεθήκαμε τά ἲδια καί τά ἲδια καί θέλουμε νά ρίξουμε ἀλλοῦ τήν ραθυμία μας;

6η παρατήρηση:

« στρέφουμε τούς πιστούς πρός μία μαγική ἀντίληψη τῶν πραγμάτων μέ διαρκεῖς μεταφορές λειψάνων, εἰκόνων καί ἀντιγράφων εἰκόνων…βάζουν πολλούς σέ προβληματισμό γιά τή σκοπιμότητά τους ; »

Ὃταν ἡ μεταφορά ἱερῶν χαριτόβρυτων λειψάνων ἢ εἰκόνων ἒχει ὡς κίνητρο τήν εὐλογία κλήρου καί λαοῦ, ποῦ εἶναι τό πρόβλημα; Λίγα θαύματα γίνονται; Ἀκόμη κι’ἂν κάποιοι ἐκμεταλλεύονται τό γεγονός, πῶς εἲμαστε πρῶτ’ἀπ’ὃλα σίγουροι ὃτι γι’αὐτό τό κάνουν, ἀλλά κι’ἂν ἒτσι εἶναι, ὡστόσο ὁ πιστός καί ἂπιστος λαός δέχεται τήν ἂκτιστο χάρη τῶν ἱερῶν λειψάνων ἢ εἰκόνων. Ἢ δέν εἶναι ἒτσι; Ἐξάλλου ἂν στούς ἲδιους τούς ἁγίους δέν ἂρεσε ἡ συχνή μετακίνησή τους ἀπό τόν τόπο τους δέν θά τό ἀπεκάλυπταν τόσους αἰῶνες μέ κάποιον τρόπο; Ἢ μήπως εἶναι ἀνήμποροι νεκροί; Ὦ τῆς βλασφημίας!

7η παρατήρηση:

«Τό περιεχόμενο τοῦ λόγου μας εἶναι ἡ μετάδοση τοῦ εὐαγγελικοῦ μηνύματος πού σώζει τόν ἂνθρωπο ἢ εἶναι ἐπαναλαμβανόμενες ἐντυπωσιακές ἱστορίες καί εὐσεβεῖς διηγήσεις γιά παλαιότερους ἢ σύγχρονους γέροντες πού ἁπλῶς κινοῦν τήν περιέργεια τῶν ἀνθρώπων; »

Ὃσον ἀφορᾶ στίς ἐπαναλαμβανόμενες ἐντυπωσιακές ἱστορίες καί τίς εὐσεβεῖς διηγήσεις γερόντων, πού, ἂν κατάλαβα καλά, εἰρωνικῶς ἀναφέρονται, γιατί νά μήν μποροῦμε καί μέσα ἀπ’αὐτές νά μεταδίδουμε τό εὐαγγελικό μήνυμα; Καί μάλιστα θά εἶναι συμβατός ὁ τρόπος μέ αὐτό πού θέλει καί ἡ σύγχρονη παιδαγωγική·  μέσα ἀπό τό βίωμα ἐντυπώνεται σταθερότερα ὁ λόγος. Μήπως πρέπει νά ἐξαφανίσουμε τή φιλοκαλία καί τούς λόγους τῶν γερόντων Παϊσίου, Πορφυρίου, Ἰακώβου,  Ἐπιφανίου καί ὂχι μόνο;

Αὐτή ἡ παρανόηση φέρνει συνειρμικά καί μία δεύτερη ὃπως λέει στή συνέχεια ἡ εἰσήγηση: «Φροντίδα μας εἶναι νά δημιουργήσουμε «πνευματικά παιδιά» ἢ νά μορφώσουμε ἐλεύθερους καί ὑπεύθυνους ἀνθρώπους πού θά γνωρίζουν νά χειρίζονται μόνοι τους τίς καταστάσεις τῆς ζωῆς;»

Δέν θά πρέπει δηλαδή σύμφωνα μέ τήν εἰσήγηση  νά  συμβουλευόμαστε γέροντες γιά νά μή γίνουμε «πνευματικά παιδιά» ἀντί ἐλεύθεροι καί ὑπεύθυνοι ἂνθρωποι. Στή συνέχεια ὃμως τῆς εἰσηγήσεως, ἐν τῇ ρύμῃ τοῦ λόγου, γίνεται  λόγος γιά πνευματικούς πατέρες πού τούς ἀφοροῦν διάφορα ἐρωτήματα. Ἀντίφαση τήν ὁποία σκοπίμως τήν παραβλέπω.

Κακά τά ψέμματα. Ὃλοι μας ὃταν βρεθοῦμε σέ δύσκολες στιγμές τῆς ζωῆς μας ψάχνουμε ἐλεύθερα, σοβαρά καί ὑπεύθυνα νά βροῦμε τόν ἁγιώτερο γέροντα γιά νά ἀκούσουμε καί νά ἐκτελέσουμε πιστά τά ὃσα θά μᾶς πεῖ. Στο ζόρι, ἀφήνουμε στην ἂκρη ὃ,τι λέγαμε περί γερόντων καί ἀναζητᾶμε κατεπειγόντως φωτισμένο γέροντα νά μᾶς ξεμπλοκάρει ἀπό τό ἀδιέξοδο. Γιατί ξέρουμε κατά βάθος πώς τά λόγια του εἶναι θεόπνευστα.

Ἐπιπλέον μήν ξεχνοῦμε ὃτι ὃλοι μας γιά νά γίνουμε ἱερεῖς χρειάζεται καί ἡ ἒγγραφη συμμαρτυρία τοῦ πνευματικοῦ μας πατέρα πού συγκατατίθεται καί ἐγκρίνει  τήν ἱερωσύνη μας. Τότε ἐμεῖς δέν ἐξυπακούεται ὃτι εἲμαστε πνευματικά του παιδιά;

Ἡ ἒννοια τῆς εὐλογίας γιά αὐτά πού πρόκειται νά κάνουμε εἶναι τεραστίας σημασίας. Ἡ ὑπακοή στόν πνευματικό οὐσιαστικά ἐκφράζει τήν ὑπακοή μας στόν Θεό. Δέν καταργεῖται ἡ δική μας προαίρεση καί ἐλευθερία. Ἁπλῶς θέλουμε στή ζωή μας νά τηροῦμε τό «γενηθήτω τό θέλημά σου» τῆς Κυριακῆς προσευχῆς ὣστε νά μποροῦμε τουλάχιστον νά ἀναπνέουμε. Ἐπειδή στήν εἰσήγηση δέν ἦταν ὁρατά τά σημεῖα πού γίνεται λόγος περί τῆς πνευματικῆς σχέσεως ἐξομολόγου καί ἐξομολογουμένου σημειώνουμε τά ἑξῆς: Τό πιό ἀντιπροσωπευτικό σημεῖο τῆς Καινῆς Διαθήκης στό ὁποῖο γίνεται λόγος γιά  τήν ὑπακοή τοῦ ἲδιου τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ πρός τόν Πατέρα του-πρότυπο καί τῆς δικῆς μας ὑπακοῆς πρός τόν πνευματικό μας πατέρα- ἀλλά καί γιά τή βαθειά πνευματική σχέση τοῦ Υἱοῦ πρός τόν Πατέρα, πού ἔχει ἄμεσο ἀντίκτυπο σέ μᾶς,  βρίσκεται στό κατά Ἰωάννη Εὐαγγέλιο, στό 14ο κεφάλαιο. « Ὁ ἔχων τάς ἐντολάς μου καί τηρῶν αὐτάς, ἐκεῖνός ἐσιν ὁ ἀγαπῶν με· ὁ δε ἀγαπῶν με ἀγαπηθήσεται ὑπό τοῦ πατρός μου, καί ἐγώ ἀγαπήσω αὐτόν καί ἐμφανίσω αὐτῷ ἐμαυτόν….ἠκούσατε ὅτι ἐγώ εἶπον ὑμῖν, ὑπάγω καί ἔρχομαι πρός ὑμᾶς. εἰ ἠγαπᾶτε με, ἐχάρητε ἄν ὅτι εἶπον, πορεύομαι πρός τόν πατέρα· ὅτι ὁ πατήρ μου μείζων μού ἐστι·…ἀλλ’ ἵνα γνῷ ὁ κόσμος ὅτι ἀγαπῶ τόν πατέρα, καί καθώς ἐνετείλατό μοι ὁ πατήρ, οὕτω ποιῶ…» Ὁ Χριστός μάλιστα φθάνει στήν ἂχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ, ὑπακοή. Θυσία χωρίς ἀνταπόδοση. Δηλαδή ἡ ὑπακοή ἒχει πολλές ἐπεκτάσεις· σχετίζεται ἂμεσα καί μέ τήν ἑνότητα τῶν μελῶν τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ καί μέ τή μεταξύ τους ἐν Χριστῷ ἀγάπη. Δέν ἒχει νά κάνει μέ τήν ἀρρωστημένη ἐξάρτηση. Ἡ πορεία τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου πρός τόν Τριαδικό Θεό γίνεται μόνο διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Ἀλλά καί ὁ Ἀπ.Παῦλος συμβουλεύει τόν Τίτο «καταστήσῃς κατά πόλιν πρεσβυτέρους, ὡς ἐγώ σοι διεταξάμην», ὡς ἐπίσης «ἒλεγχε αὐτούς (τούς Κρῆτες) ἀποτόμως, ἳνα ὑγιαίνωσιν ἐν τῇ πίστει μή προσέχοντες Ἰουδαϊκοῖς μύθοις καί ἐντολαῖς ἀνθρώπων ἀποστρεφομένων τήν ἀλήθειαν».(Πρός Τίτον, α΄, 5,13-14). Καί στή συνέχεια παραδίδει πολλές συμβουλές περί τῆς συμπεριφορᾶς τῶν Χριστιανῶν. Τί ἂλλο εἶναι αὐτή ἡ σχέση, ἂν ὂχι κυρίως πνευματική;

Αὐτό φαίνεται καί πάλι ἀπ’τόν Ἀπ. Παῦλο ὃταν  συμβουλεύει,  μεταξύ πολλῶν ἂλλων προτροπῶν, τόν Τιμόθεο «κήρυξον τόν λόγον, ἐπίστηθι εὐκαίρως ἀκαίρως, ἒλεγξον, ἐπιτίμησον, παρακάλεσον, ἐν πάσῃ μακροθυμίᾳ καί διδαχῇ»( Β΄ Τιμόθ.δ΄, 2)

Καί σέ ἂλλο σημεῖο γίνεται ξεκάθαρη ἀναφορά στήν παραπάνω πνευματική σχέση. Λέει στήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολή «Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καί ὑπείκετε»(Ἑβρ.ιγ΄, 17).

Ἡ ἲδια ἡ κοινωνία ἐπιπροσθέτως μᾶς ἒχει ἀποδείξει τό μεγάλο ποσοστό ἀπογοητευμένων ἀνθρώπων μέ ὃλα τά συνακόλουθα,  ἐπειδή στή ζωή τους ἐπέλεξαν δρόμους πού ἀργότερα κατάλαβαν πώς δέν τούς ταίριαζαν ἢ καί πού τούς ζημίωναν ψυχοσωματικῶς. Ἀκριβῶς γιατί χειρίσθηκαν μόνοι τους τίς καταστάσεις τῆς ζωῆς.

Ἡ ὑπακοή σέ πνευματικό, σύμφωνα μέ τόν Ἃγιο Σιλουανό βοηθᾶ στήν ἀποφυγή τῆς κενοδοξίας. «Ὁ ὑπάκουος ἀπέκοψε σέ ὃλα τό θέλημά του καί γι’αὐτό ὁ νοῦς του εἶναι ἐλεύθερος ἀπό κάθε μέριμνα καί προσεύχεται καθαρά. Ὁ νοῦς αὐτοῦ πού κάνει ὑπακοή κατέχεται μόνο ἀπό τόν Θεό καί τήν ἐντολή τοῦ γέροντα, ἐνῶ ὁ νοῦς τοῦ ἀνυπάκουου ἀπασχολεῖται μέ διάφορες ὑποθέσεις καί μέ τήν κατάκριση τοῦ γέροντα καί οὐδέποτε εἶναι καθαρός».(« Ὁ γέροντας Σιλουανός»,Ἀρχ/του Σωφρονίου, Ἱ.Μ.Τιμίου Προδρόμου,σελ.459)

Ποιούς ἐννοεῖ ἡ εἰσήγηση ὃταν λέει γιά «εἰδικούς» πού πρέπει νά ἐπιληφθοῦν τοῦ συγκεκριμένου θέματος; Μήπως νά ἀπευθυνθοῦμε σέ ψυχαναλυτές; Οἱ ἃγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας δέν εἶναι οἱ εἰδικότεροι;

8η παρατήρηση:

Σέ ἂλλο σημεῖο τῆς εἰσηγήσεως γίνεται λόγος περί τῆς δυσκολίας διαλόγου μέ τούς πρωτοποριακούς τῶν διαφόρων τομέων. Γράφει ὁ εἰσηγητής: «Μᾶς ἒχει προβληματίσει τό γεγονός γιατί ἐνῶ ἒχουμε ἀνταπόκριση ἀπό ἀνθρώπους πληγωμένους ἀπό τή ζωή, δυσκολευόμαστε νά διαλεχθοῦμε μέ τήν ἑκάστοτε πρωτοπορία, στόν κοινωνικό, ἐπιστημονικό, ἰδεολογικό χῶρο; »

Μᾶς διαφεύγει ὃμως τό εὐαγγελικό «ἀπέκρυψας ταῦτα ἀπό σοφῶν καί συνετῶν, καί ἀπεκάλυψας αὐτά νηπίοις». Δηλαδή δέν ἰσχύει πάντα ἡ ἐξ ὑποκειμένου δυσκολία ἀλλά καί ἡ ἐξ ἀντικειμένου. Οἱ πληγωμένοι πού διαλέγονται εἶναι οἱ ταπεινοί. Αὐτοί κυρίως ἀνταποκρίνονται. Μήπως πάλι ἐμεῖς ἒχουμε τό κόμπλεξ τῆς κατωτερότητας; Μήπως ἒχουμε ταυτίσει τό πρωτοποριακό μέ τό μοντέρνο καί ἑπομένως ἀγωνιζόμαστε ματαίως νά ἐκκοσμικευθοῦμε γιά νά προσεγγίσουμε τόν ἢδη καί ἑκουσίως ἀπροσέγγιστο; Εἶναι θέσφατο τῆς ἱστορίας νά ἁγιάζονται οἱ ταπεινωμένοι πληγωμένοι καί μετανοημένοι.

9η παρατήρηση:

Στήν εἰσήγηση γίνεται λόγος γιά μιά πιό κατανοητή γλῶσσα τῆς λατρείας μας: «τό πρόβλημα τῆς γλώσσας δέν ἐπιτρέπει ἰδίως στούς νέους ἀνθρώπους νά προσεγγίσουν τή λατρεία τῆς Ἐκκλησίας».

Σάν ἀπάντηση, ἐκτός ἀπό τά λόγια τοῦ γέροντος Σωφρονίου (Σαχάρωφ) πού θά καταθέσουμε, ἀξίζει νά σημειωθεῖ ἡ καταπληκτική μελέτη πού ἒχει δημοσιεύσει ὁ κ.Φώτης Σχοινᾶς μέ τίτλο «Λειτουργική γλῶσσα», ἐκδ.Τῆνος, Ἀθήνα 2006. Γιά κάθε καλοπροαίρετο γίνεται κατανοητό τό νόημα τῆς, ἢδη παραδεδομένης λειτουργικῆς γλώσσας. Λέει λοιπόν ὁ π.Σωφρόνιος: «…Ἡ λειτουργική γλῶσσα  ἒχει σκοπό νά γεννήσει στό νοῦ καί στήν καρδιά τῶν προσευχομένων τήν αἲσθηση ἂλλου κόσμου, τοῦ ὑψίστου…Ἡ Λειτουργία ὡς τό κορυφαῖο μέσο ἀναφορᾶς τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό εἶναι φυσικό νά ἒχει ὡς ἐκφραστικό ὂργανο τήν κατά τό δυνατόν τελειοτέρα γλῶσσα….Διά τούς λόγους τούτους εἲμαστε κατηγορηματικῶς πεπεισμένοι ὃτι εἶναι ἀναγκαία ἡ χρήση τῆς παραδεδομένης λειτουργικῆς γλώσσας στίς ἐκκλησιαστικές ἀκολουθίες· οὐδόλως ὑπάρχει ἀνάγκη ἀντικαταστάσεως αὐτῆς ὑπό τῆς γλώσσης τῆς καθ’ἡμέραν ζωῆς, πρᾶγμα  τό ὁποῖο ἀναπόφευκτα θά καταβιβάσει τό πνευματικό ἐπίπεδο καί θα προξενήσει ἀνυπολόγιστη ζημιά. Εἶναι ἂτοποι οἱ ἰσχυρισμοί περί τοῦ δῆθεν ἀκατανοήτου γιά πολλούς σύγχρονους ἀνθρώπους τῆς παλαιᾶς ἐκκλησιαστικῆς γλώσσας, μάλιστα δέ γιά ἀνθρώπους ἐγγραμμάτους καί πεπαιδευμένους….Διά τῆς ἐπικλήσεως τῶν Ὀνομάτων τοῦ Θεοῦ τελοῦνται τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, συμπεριλαμβανομένης καί τῆς μεταβολῆς τοῦ ἂρτου καί τοῦ οἲνου εἰς Σῶμα καί Αἷμα Κυρίου.Οἱ λόγοι τῆς Λειτουργίας,καί ἐν γένει τῶν προσευχῶν,δέν εἶναι μόνο ἀνθρώπινοι, ἀλλά καί Ἂνωθεν δεδομένοι».( Ἀρχ/του Σωφρονίου, «Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστί», Ἱ.Μ.Τιμίου Προδρόμου, Ἒσσεξ Ἀγγλίας,1992,σελ.373-376).

Ἐκτός αὐτοῦ ὃμως καί ἃγιοι τῶν τελευταίων αἰώνων, ὃπως ὁ ἃγ.Νεκτάριος καί ὁ ἃγ.Νικόλαος ὁ Πλανᾶς δέν τόλμησαν νά ἀλλάξουν στό ἐλάχιστο τήν παραδεδομένη ἐκκλησιαστική γλῶσσα, παρά τό ὃτι ἡ διάλεκτος τῆς ἐποχῆς τους ἦταν διαφορετική. Θά τό τολμήσουμε ἀνεπαίσχυντα ἐμεῖς;

10η παρατήρηση:

«Θέλουμε τόν κληρικό ἀπόκοσμο, μακρινό, «ἱερό»,καλόγερο;  Ἢ θέλουμε ὁ λειτουργός τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας νά εἶναι ἐνταγμένος σ’αὐτήν τήν κοινότητα καί ἀποδεχόμενος τίς στοιχειώδεις κοινωνικές μεταβολές;»

Περί τῆς ἱερατικῆς ἐνδυμασίας πού κι’αὐτό ἀκόμη ἐνοχλεῖ κατά τήν εἰσήγηση, ἔχω νά ἀντιτάξω τά ἑξῆς: τόσοι χιλιάδες ἃγιοι ἐτίμησαν τό ράσο μέχρι καί στόν αἰώνα  μας, ὃπως ὁ ἃγ.Λουκᾶς , ἀρχ/πος Συμφερουπόλεως καί Κριμαίας ὁ γιατρός, ὁ ὁποῖος δέν ἒβγαζε τό ράσο του οὒτε κι’ ὃταν χειρουργοῦσε οὒτε κι’ ὃταν τοῦ ἒλεγαν πώς γιά νά μιλήσει σέ ἰατρικά συνέδρια ἒπρεπε νά μήν ἒχει ράσο. Λέει ὁ ἐπίσκοπος Ἀθανάσιος Γιέβτιτς: «πρόβατο πού δέν ἀγαπᾶ τήν προβιά του δέν εἶναι καλό πρόβατο». Ἒλεγε  καί ὁ γέροντας Παΐσιος «Παπᾶς ἀράσοτος, ἂρα ἂσωτος»( Γέροντος Παϊσίου, «Μέ πόνο καί ἀγάπη γιά τόν σύγχρονο ἂνθρωπο», Ἱ.Ἡσυχ. Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος», Σουρωτή Θεσ/κης, σελ.315). Καί δέν χαριτολογοῦσε. Ἀλλά κυριολεκτοῦσε.

Ἐπίσης θέλω νά προσθέσω πώς σάν καθηγητής στό σχολεῖο, συνάδελφοι καί μαθητές δέν αἰσθάνονται καμμία ἀποκρουστικότητα γιά τό ράσο. Άντιθέτως καί τοῦ ἀποδίδουν σεβασμό καί τούς εἶναι οἰκεῖα ἀγαπητό.

Εἰδικά στίς μέρες μας, πού ἀντιεκκλησιαστικοί παράγοντες πολεμοῦν ἀκόμη καί τά σύμβολα τῆς πίστεώς μας, ὃπως τόν σταυρό καί τίς εἰκόνες, δέν θά πρέπει νά διαπράττουν τό ἲδιο ἀλλά μέ ἂλλο τρόπο καί οἱ ταπεινοί Λειτουργοί τοῦ Ὑψίστου.