Ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καί οἱ Ἱεροί Κανόνες

ἐφ. τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγ. Παρασκευῆς Ἀττικῆς.

Ὁ Εὐαγγελιστής  Ἰωάννης γράφει ἐκ μέρους τῶν Ἀποστόλων: «Ὅ ἦν ἀπ’ ἀρχῆς, ὅ ἀκηκόαμεν, ὅ ἐωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὅ ἐθεασάμεθα καί αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν, περί τοῦ λόγου τῆς ζωῆς· καί ἡ ζωή ἐφανερώθη, καί ἑωράκαμεν καί μαρτυροῦμεν καί ἀπαγγέλομεν ὐμῖν τήν ζωήν τήν αἰώνιον...ἵνα καί ὑμεῖς κοινωνίαν ἔχητε μεθ’ ἡμῶν˙ καί ἡ κοινωνία δέ ἡ ἡμετέρα μετά τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ...» (Α΄ Ἰωαν. 1, 1-3).  

Παραδίδει ἐδῶ ὁ Εὐαγγελιστής στούς  χριστιανούς τήν πίστη εἰς τόν Ἰησοῦν Χριστόν, ὡς ζωήν αἰώνιον. Τούς καλεῖ ὄχι νά πιστεύσουν ἀφηρημένα στον Χριστό. Τούς καλεῖ στήν Ἐκκλησία, στήν κοινωνία τῶν Ἀποστόλων πού ἐγνώρισαν τῇ ἀληθείᾳ καί ἐμπειρίᾳ τόν Χριστό, τή διδασκαλία Του, τά θαύματά Του, τό πάθος καί τήν ἀνάστασή Του πού ἦσαν, ὅπως γράφει ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς, «αὐτόπται καί ὑπηρέται τοῦ Λόγου» (Λουκ. 1, 1-2). 

Ἡ παράδοσις τῆς πίστεως γίνεται ἀπό γενεά σέ γενεά κατά τήν ἀποστολική διαδοχή.  Πρόκειται γιά τήν πολύτιμη παρακαταθήκη, ἡ ὁποία παραδίδεται ἀπό τούς Ἀποστόλους στούς μαθητές τους: «Τήν καλήν παραθήκην φύλαξον διά Πνεύματος Ἁγίου τοῦ ἐνοικοῦντος ἐν ἡμῖν» ( Β΄ Τιμ. 1, 14).  Κι αὐτοί μέ τή σειρά τους τήν παραδίδουν στούς χριστιανούς ἀλλά καί στούς διαδόχους τους ἐπισκόπους κατά τή χειροτονία. 

Ἡ παράδοσις τῆς πίστεως ὅμως δέν εἶναι μιά ἁπλῆ μετάδοσις διδασκαλίας καί ἀρχῶν περί τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ.  Συνδέεται κατ’ ἀπόλυτο τρόπο μέ τήν παράδοση τοῦ Μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχα ριστίας. 

Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός «παρεδόθη διά τά παραπτώματα ἡμῶν» (Ρωμ. 4, 25).  Παρεδόθη εἰς θάνατον καί ταυτόχρονα παρέδωσε σέ μᾶς διά τῶν Ἀποστόλων τόν Ἑαυτό του, τό Σῶμα του καί τό Αἷμα Του, κατά τήν παράδοση τοῦ Μυστηρίου τῆς Θ. Εὐχαριστίας.

Γράφει ὁ Ἀπ. Παῦλος στήν Α΄ πρός Κορινθίους Ἐπιστολή ἐκφρά ζοντας τήν πίστη καί ἐμπειρία τῶν λοιπῶν παρόντων στό Μυστικό Δεῖπνο Ἀποστόλων: «Ἐγώ γάρ παρέλαβον ἀπό τοῦ Κυρίου , ὅ καί πα ρέδωκα ὑμῖν, ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός ἐν τῇ νυκτί ᾗ παρεδίδοτο ἔλαβεν ἄρτον καί εὐχαριστήσας ἔκλασε καί εἶπε· λάβετε φάγετε· τοῦτό μού ἐστι τό σῶμα τό ὑπέρ ὑμῶν κλώμενον˙....ὡσαύτως καί τό ποτήριον μετά τό δειπνῆσαι λέγων ˙ τοῦτο τό ποτήριον ἡ καινή διαθήκη ἐστίν ἐν τῷ ἐμῷ αἵματι» ( Α΄Κορ. 11). 

Πιστεύει κανείς στό Χριστό κοινωνώντας τό Σῶμα καί τό Αἷ μα Του καί κοινωνεῖ ἀληθινά εἰς ζωήν αἰώνιον πιστεύοντας καί ὁμο λογώντας τή Θεότητα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἀνάσταση, τήν Ἀνάληψη, τή Δευτέρα Του Παρουσία.  Γι’ αὐτό γράφει ὁ ἀπ. Παῦλος: «ὁσάκις γάρ ἄν ἐσθίητε τόν ἄρτον τοῦτον καί τό ποτήριον τοῦτο πίνητε, τόν θάνατον τοῦ Κυρίου καταγγέλλετε, ἄχρις οὗ ἄν ἔλθῃ» (Α΄ Κορ. 11, 26).  Ὅμως ἡ θεία Εὐχαριστία δέν τελεῖται κατά τυχαῖο τρόπο.  Ἀκόμη καί πρό τῆς διαμορφώσεως τῆς τάξεως τῆς Θ.  Λειτουργίας  ὑπάρχουν στοιχεῖα τῆς τελέσεώς της τά ὁποῖα εἶναι παραδεδομένα  ἀ γ ρ ά φ ω ς  ἀπό τούς Ἀποστόλους καί τούς διαδόχους τους.  Καί ὄχι μόνο τά σχετικά μέ τή Θ. Λειτουργία, ἀλλά καί ὅσα εἶναι συνημμένα μέ τή Θ. Εὐχαριστία, μέ τό Ἅγιο Βάπτισμα, μέ τήν προσευχή καί ἐν γένει τήν ὀρθόδοξη Λατρεία.  Αὐτό τό βεβαιώνει ὁ Μ. Βασίλειος, ὅταν γράφει πρός τόν Ἀμφιλόχιον Ἰκονίου :

«Ποιός δίδαξε ἐγγράφως νά σφραγίζονται μέ τόν τύπο τοῦ Σταυροῦ ὅσοι ἐλπίζουν στό ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ; Τό νά στρεφόμαστε πρός ἀνατολάς κατά τήν προσευχή, ποῦ εἶναι γραμμένο; Τούς λόγους πού λέγομε κατά τήν ἁγία αναφορά ποιός ἅγιος μᾶς τά κατέλιπε ἐγγράφως; ..... Εὐλογοῦμε τό νερό τοῦ βαπτί σματος καί τό ἔλαιο τῆς χρίσεως καί αὐτόν πού βαπτίζουμε.  Ἀπό ποιά ἔγγραφα τά μάθαμε αὐτά; δέν τά ἔχουμε ἀπό τή σιωπηρή καί μυστική παράδοση; Τό πῶς νά χρίουμε τόν βαπτιζόμενο, τό νά τόν βαπτίζουμε τρεῖς φορές στό νερό, τό νά ἀποτάσσεται τόν Σατανᾶ καί τούς ἀγγέ λους του καί ὅσα ἄλλα περιλαμβάνει τό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος, ἀπό ποῦ τά ἔχουμε;  Δέν τά ἔχουμε ἀπό τήν ἀδημοσίευτη καί ἀπόρ ρητη διδα σκα λία, τήν ὁποία οἱ Πατέρες μας φύλαξαν μέσα σέ σιγή χω ρίς πολυ πρα γ μοσύνη καί χωρίς νά τήν περιεργάζονται»;

Αὐτά λέγει ὁ Μ. Βασίλειος καί καταλήγει:  «Δέ θά μοῦ φθάσει ἡ ἡμέρα γιά νά διη γηθῶ τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας».

Ἔτσι ὅλη ἡ λατρευτική ζωή τῆς Ἐκκλησίας ἔχοντας τήν ἀρχή της στήν Ἁγία Γραφή, ὁλοκληρώνεται μέ τήν παραδεδομένη ὑπό τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Ἁγίων Πατέρων Παράδοση.  Κατά τήν τέλεση τῶν Μυστηρίων τοῦ Βαπτίσματος καί τῆς Θείας Εὐχαριστίας δίδεται καί ἡ ὁμολογία τῆς πίστεως.  Ἐκεῖ βρίσκεται ἑπομένως καί ἡ ρίζα τῆς Θεολογίας.  Καί αὐτή ἡ ὁμολογία ὑπάρχει ἐξ ἀγράφου παραδόσεως.  Λέει πάλι ὁ Μ. Βασίλειος :

«Τήν ὁμολογία τῆς πίστεως, δηλ. τό νά πιστεύουμε στόν Πατέ ρα, τόν Υἱό καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἀπό ποιά συγγράμματα τήν ἔχουμε; ἄν ἐπί τῆ βάσει τῆς παραδόσεως τοῦ βαπτίσματος ... ὅπως βαπτιζόμε θα, ἔτσι ὀφείλουμε καί νά πιστεύουμε, τότε ἄς μᾶς ἐπιτρέψουν ἀπό συ νέπεια στήν εὐσέβεια νά προσφέρουμε τήν δοξολογία κατά ὅμοιο μέ τήν πίστη τρόπο». Τά τρία αὐτά, Βάπτισμα, Ὁμολογία Πίστεως καί Δοξολογία, κύρια συστατικά τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας βασίζονται στήν ἄγραφη παράδοση τῶν Ἀποστόλων καί τῶν διαδόχων τους.  Κι ἔχει τόση δύναμη  ὥστε, ἄν ἐπιχειρήσουμε, κατά τόν Μ. Βασίλειο νά ἐγκα ταλείψουμε τά ἄγραφα ἔθη θά ζημιώσουμε στά καίρια σημεῖα τό Εὐαγγέλιο μᾶλλον θά καταντήσει ἡ πίστη κενή περιεχομένου.  Ἔτσι καί ἡ ἔγγραφη διδασκαλία τῆς Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης καί ἡ ἄγραφη παράδοση τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων, «ἀμφότερα τήν αὐτήν ἰσχύν ἔχει πρός τήν εὐσέβειαν».

Πέραν τῆς λατρείας, μᾶλλον σάν προέκτασή της καί συνέπειά της καί προβολή της, ὅλη ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἡ διοίκησή της, τό ἦθος τῶν κληρικῶν,  λαϊκῶν καί μοναχῶν ἡ ἄσκησή τους ἡ μετοχή τους στά Μυστήρια, τό Βάπτισμα, ὁ Γάμος, ἡ στάσις ἔναντι τῶν αἱρε τικῶν, ὁ Κανόνας τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί ἄλλα πολλά ζητήματα ἔχουν ὡς ὁδηγό καί ρυθμιστή τους τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.  Ὁ ἴδιος ὁ Ἀπ. Παῦλος ζητεῖ ἀπό τούς χριστιανούς: «στήκετε καί κρατεῖτε τάς παραδόσεις , ἅς ἐδιδάχθητε εἴτε διά λόγου εἴτε δι’ ἐπιστολῆς ὑμῶν»  (Β΄ Θεσ.). Τούς ἐπαινεῖ διότι ὅπως γράφει «καθώς παρέδωκα ὑμῖν τάς παραδόσεις,  οὕτω κατέχετε». Καί ψέγει αὐτούς οἱ ὁποῖοι παρά τήν παράδοση τῶν ἀποστόλων δέν ἐργάζονται (Β΄ Θεσ 3, 6). Αὐτή ἡ Παράδοση εἶναι ἡ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως παρεδόθη ἀπό τούς Ἀποστόλους, ὅπως βιώθηκε ὑπό τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας καί καταγράφηκε ὑπό τῶν ἁγίων Πατέρων, ἰδίᾳ τῶν ἁγί ων ἐπισκόπων οἱ ὁποῖοι ἦσαν «ἐκεῖνοι, πού μέ τήν ἐπισκοπικήν διαδοχήν ἔχουν δεχθεῖ τό βέβαιον χάρισμα τῆς ἀληθείας» qui cum episcopatus successione charisma veritatis certum acceperunt, κατά τόν Ἅγιο Εἰρηναῖο. 

 

Ὁρισμός τῆς Παραδόσεως.  Ἡ θέση της καί ἡ λειτουργία της μέσα στήν Ἐκκλησία

Στό σημεῖο αὐτό χρειάζεται νά ὁρίσουμε καλλίτερα καί ἐπιστη μονικότερα τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.  Πολλά ἔχουν εἰπωθεῖ ὡς ὁρισμός τῆς Παραδόσεως στήν προσπάθεια τῶν θεολόγων νά ἐμβαθύ νουν  στό νόημά της (ἤ καί στήν προσπάθειά τους νά τήν καταστήσουν ἕνα ἐργαλεῖο κατάλληλο γιά «ἀνανέωση» τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς ἤ ὑπονομεύσεως τοῦ περιεχομένου της), ὅπως βιώνεται ἀπό τήν Ἐκκλησία.   Ἔτσι γιά τόν Λόσκυ Παράδοσις εἶναι «ἡ ζωή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, μεταδίδοντος εἰς πᾶν μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ νά ἐννοήσῃ, δεχθῃ καί γνωρίση τήν Ἀλήθειαν ἐν τῷ ἰδίῳ Αὐτῆς Φωτί ... καί οὐχί κατά τό φυσικόν φῶς τῆς ἀνθρωπίνης λογικῆς».  Γιά τόν π. Γ. Φλωρόφσκυ Παράδοσις εἶναι:  «ἡ σταθερή παραμονή, ἡ συνεχής ἐνοίκηση τοῦ Πνεύματος καί ὄχι ἡ μνήμη τῶν λέξεων, δέν εἶναι ἱστορική ἀλλά «χαρισματική» ἀρχή.  ...δέν εἶναι ἡ συνέ χεια τῆς ἀνθρώπινης μνήμης ἤ ἡ διατήρηση ἠθῶν καί ἐθίμων, εἶναι ἡ συνέχεια τῆς θείας συμπαραστάσεως, ἡ διαρκής παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού κινεῖ τήν Ἐκκλησία σέ ὁλοένα καί πληρέστερη κατανόηση τῆς θείας ἀλήθειας «ἀπό δόξης εἰς δόξαν» ... Γιά τόν π. Δημ. Στανιλοάε «Παράδοση εἶναι ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ὁ ὅρος διά τοῦ ὁποίου αὕτη διατηρεῖται ζῶσα καί ἀναλλοίωτος». Ἀπ’ ὅλες αὐτές τίς γνῶμες περί τῆς παραδόσεως κι ἄλλες περισσότερες προτιμοῦμε αὐτήν τοῦ ἁγίου Γέροντος Ἰουστίνου Ποποβιτς. Γράφει:

«Τί εἶναι «αἱ παραδόσεις ἡμῶν»; Πάντα ὅσα ὁ Θεάνθρωπος Χρι στός, ὁ Ἴδιος καί διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔδωσε ἐντολήν νά κρατῶμεν καί κατ’ αὐτά νά ζῶμεν˙ πᾶν ὅ,τι παρέδωκεν εἰς τήν Ἐκκλησίαν Του, ἐν τῇ ὁποίᾳ κατοικεῖ διαρκῶς ὁ ἴδιος μετά τοῦ Ἁγίου Πνεύματός Του ... «Αἱ παραδόσεις» μας εἶναι ἡ νέα ζωή τῆς Χάριτος ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ... Πάντα ὅσα παρεδόθησαν εἰς τούς Ἀποστόλους ὑπό τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀποτελοῦν ἀκριβῶς «τήν Παράδοσιν», τήν Ἁγίαν Παράδοσιν, δηλ. ὅλην τήν διδασκαλίαν τοῦ Σωτῆρος καί ὅλας τάς ζωοποιούσας ἐνεργείας διά τήν πραγμάτωσιν τῆς διδασκαλίας ταύτης εἰς τήν ζωήν τῶν ἀνθρώπων.  Ταῦτα πάντα παρέδωσαν εἰς ἡμᾶς «εἴτε διά λόγου εἴτε δι’ ἐπιστολῆς».  Ἡ παράδοσις εἶναι ἐν μέρει γεγραμμένη, ἐνῶ κατά τό πλεῖστον παρεδόθη προφο ρι κῶς, ἀλλ’ ὅμως ὅλα μαζί ἀποτελοῦν τήν Θείαν Ἀποκάλυψιν, δηλ. τό Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ, τό Εὐαγγέλιον τῆς σωτηρίας, τό παραδοθέν ὑπό τοῦ Θεοῦ εἰς τήν Ἐκκλησίαν διά τήν σωτηρίαν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους «ἀπό τοῦ νῦν ἕως τοῦ αἰῶνος» ... Τό γραπτόν Εὐαγγέλιον συμπληρώνεται μέ τό ἄγραφον Εὐ αγγέλιον τῆς Ἐκκλησίας καί ὑπ’ αὐτοῦ ἑρμηνεύεται διά τῆς ἐνεργείας τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τοῦ κατοικοῦντος ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ.  Ὄντως ὅλα αὐτά ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἀποτελοῦν μίαν ὁλότητα, ἕν ζῶν πνευματικόν σῶμα, ἡ γραπτή δηλαδή καί ἄγραφος παράδοσις.  Διό καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος λέγει: «Παράδοσις ἐστί, μηδέν πλέον ζήτει» (P.G. 62, 488), διότι ἐν αὐτῇ εὑρίσκεται πᾶν ὅ, τι εἶναι ἀναγκαῖον διά τήν σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων καί διά τήν αἰώνιόν των ζωήν, ἐν τῷ παρόντι καί ἐν τῷ μέλλοντι αἰῶνι ... Μέ μίαν λέξιν, ἡ θεία, ἡ θεανθρωπίνη Παράδοσις εἶναι τό παραδίδειν διά μέσου τῶν αἰώνων καί τῶν γενεῶν αὐτόν τοῦτον τόν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, μετά πασῶν τῶν θείων ἀ ληθειῶν καί τῶν ἐντολῶν, τῶν χαρίτων (τῶν μυστηρίων) καί τῶν ἀρετῶν Αὐτοῦ, ὡς ζῶντα Θεόν καί Σωτῆρα, ἐν τῆ Ἐκκλησίᾳ καί ὡς Ἐκκλησίαν...» ( Ἄνθρωπος καί Θεάνθρωπος σ. 201-202).

Αὐτή ἡ «ὁλότητα ... ἡ γραπτή καί ἄγραφος παράδοσις» φυλάσσεται ἀπό τήν  Ἐκκλησία ὡς θησαυρός πολυτίμητος καί καθοδηγεῖ τήν Ἐκκλησία, τό Σῶμα τῶν πιστῶν καί ὡς πρός τήν πίστη καί ὡς πρός τό ἦθος καί τήν καθόλου ζωή.   Ὅμως ἐξ ἀρχῆς, ἡ Ἐκκλησία ὡς θεανθρώπινος ὀργανισμός ἀντιμετώπισε προβλήματα ὡς πρός τήν πίστη, τή λατρεία, τό ἦθος καί τήν ἐν γένει ποιμαντική της ἐξ αἰτίας ἀμφισβητήσεως ἀπό μέρους κάποιων χριστιανῶν καί ἐξ αἰτίας τῶν αἱρέσεων καί ἄλλων ἀναφυομένων πρακτικῶν ζητημάτων τά ὁποῖα ἀπαιτοῦσαν ἐπείγουσα λύση.  Ἔτσι  οἱ ποιμένες, οἱ Ἀπόστολοι κατ’ ἀρχάς καί οἱ διάδοχοί τους, οἱ Ἅγιοι Πατέρες καί ἐπί μέρους ἀλλά καί ἐν Συνόδῳ ἔλυναν τά ζητήματα τῆς Πίστεως μέ Ὅρους καί τά ὑπόλοιπα θέματα μέ ἀποφάσεις τους, μέ Κανόνες προφορικούς στήν ἀρχή καί γραπτούς στή συνέχεια.  Ἀντλοῦσαν γιά ὅλες τίς ἀποφάσεις τους ἀπό τήν ἀκένωτη πηγή τῆς ἐγγράφου καί ἀγράφου παραδόσεως. Οἱ Ἀπόστολοι ἐλάμβαναν πάντοτε ὑπ’ ὄψιν τους τό πνεῦμα, τόν «νοῦν» τῶν θείων Γραφῶν, τήν προφορική διδασκαλία τοῦ Κυρίου· οἱ διάδοχοι τους, οἱ Ἀποστολικοί Πατέρες, τήν Ἁγία Γραφή, τήν προφορική διδασκαλία καί τήν πρακτική τῶν Ἀποστόλων καί τούς Κανόνες τους·  καί οἱ μετ’ αὐτούς Πατέρες πλήν τῶν ἀνωτέρω, τούς πρό αὐτῶν Πατέρες καί τούς Κανόνες τῶν τοπικῶν καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ἐλάμβαναν ὑπ’ ὄψιν ἐπίσης καί οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ Πατέρες τήν ἀδυναμία τῶν ἀνθρώπων, τόν τόπο καί τόν χρόνο, τή συνήθεια πού ἐπικρατοῦσε.   Ὅλα ὅμως τά ἀποφάσιζαν μέ τήν ἐπιστασία, τό φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τήν Παράδοση.  Δέν διεχώριζαν, ὡς πράγμα ἀδύνατο, τήν Πίστη ἀπό τό ἦθος καί τά προβλήματα, τά ὁποῖα ἐτίθεντο ἐνώ πιόν τους ζητοῦντα ἐπιτακτική λύση.  Ἔτσι ἐπλουτίζετο ἡ Παράδοσις, ἡ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας.

 

Ἡ ἄγραφη παράδοση βασικός παράγοντας διαμορφώσεως τῶν θεσμῶν τῆς Ἐκκλησίας

Ἐδῶ θέλουμε νά ἐπιμείνουμε στήν ἄγραφη παράδοση, ὡς ἕνα ἐκ τῶν πλέον καθοριστικῶν παραγόντων γιά τήν διαμόρφωση τῆς Θ. Λατρείας, τόν τρόπο τελέσεως τῶν μυστηρίων ἀλλά καί τή θέσπιση τῶν γραπτῶν Κανόνων ὑπό τῶν ἐπί μέρους Πατέρων καί τῶν Συνόδων.  Οἱ ἅγιοι Πατέρες δέν δημιούργησαν τή Θ. Λατρεία ἐκ τοῦ μή ὄντος, δέν κατέγραψαν στά εὐχολόγια τόν τρόπο τελέσεως τοῦ Βαπτίσματος καί τῆς Θ. Εὐχαριστίας (τό εἴδαμε αὐτό στά λεχθέντα τοῦ Μ. Βασιλείου) ἐκ τοῦ εὐσεβοῦς λογισμοῦ τους ἀλλά ἅρμοσαν ὅλη τή λατρεία ἐπί τῇ βάσει τῶν παραδόσεων τῶν Ἀποστόλων.  Καί οἱ διάδοχοί τους μέ φόβο Θεοῦ προσέθεταν τῆ ἐπιστασίᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πάνω στό θεμέλιο αὐτό πολύ ἀργά καί προσεκτικά πρός ὠφέλεια καί πνευματική προκοπή τῶν πιστῶν   ἄλλους πολύτιμους λίθους πού δοκιμάζονταν ἀπό τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας γιά τή σταθερότητα, τήν τελειότητα, τήν ὀμορφιά, τήν ἀρτιότητα,  τό δέσιμό τους μέ τήν ὑπό λοιπη οἰκοδομή, ἡ ὁποία ηὔξανε ἐν Κυρίῳ.  Ἀντιστοίχως δέ νομοθε τοῦσαν, ὅπως οἱ σημερινοί κοσμικοί νομοθέτες δηλ. αὐθαίρετα κατά τήν γνώμη καί κρίση τους, ἤ τή γνώμη τῶν ἀρχόντων, ἤ κολακεύοντας τούς ἀρχομένους κλπ.  Ἐθέσπιζαν κατά τό πνευματικό συμφέρον τῶν πιστῶν, τῆς Ἐκκλησίας, ἔχοντας κατά νοῦν τήν ἁγία Γραφή, ἀλλά καί τήν ἐμπειρία τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας, αὐτό τό ὁποῖο ἐβίωναν ἀνέκαθεν οἱ χριστιανοί, ὡς ὀρθό, θεάρεστο, συμβατό μέ τό λόγο τοῦ Θεοῦ καί ὠφέλιμο γιά τόν καθένα καί γιά ὅλους («ἐξ ἑνός γάρ ἅπαντες καί τοῦ αὐτοῦ Πνεύματος αὐγασθέντες, (οἱ Πατέρες) ὥρισαν τά συμφέροντα», κατά τόν Α΄ Κανόνα τῆς Ζ΄ Οἰκουμ. Συνόδου) ἤ σέ κάποιες περιπτώσεις αὐτό πού ἡ τοπική ἐκκλησία ζοῦσε.  Ἔτσι οἱ Ἀποστολικοί Κανόνες, οἱ ὁποῖοι παρεδόθησαν, κατά τόν Β΄ Κανόνα τῆς Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου «ὀνόματι τῶν ἁγίων ... Ἀποστόλων», καταγράφουν τή διδασκαλία τῶν Ἀποστόλων, ἀλλά καί τήν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας.  Πάνω σ’ αὐτό τό θεμέλιο τῆς Παραδόσεως, ἐγγράφου καί ἀγράφου στή διδασκαλία τοῦ Κυρίου, τῶν Ἀποστόλων καί στούς ἀποστολικούς Κανόνες οἰκοδόμησαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες τό ἀρχιτε κτό νημα τοῦ συνόλου τῶν Ἱ. Κανόνων.  Δέν ὑπάρχει αὐθαιρεσία στίς ἀπο φάσεις τους.  Κι ὅταν «τέμνουν» μιά διαφορά μεταξύ ἐπισκόπων ἤ τοπικῶν ἐκκλησιῶν, ὅταν λύνουν μιά ἀμφισβήτηση, ὅταν καθιερώνουν μιά πρακτική, πάντοτε πυξίδα τους εἶναι ἡ ἱερά Παράδοσις.  Γι’ αὐτό καί τό Σῶμα τῶν Ἱ. Κανόνων ἔγινε καί γίνεται δεκτό ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, πού δέν ἔχει ἀνάγκη γιά νά ρυθμίσει τή ζωή της ἀπό ἕναν Codex Juris Canonici (Κώδικα κανονικοῦ δικαίου), ὅπως οἱ παπικοί, ἕνα ἀσφυκτικό νομοθέτημα κατά τά πρότυπα τοῦ κοσμικοῦ δικαίου ἀλλά ἔχει μέσα στή ζωή της τήν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, τήν ἐμπειρία τῶν Ἁγίων ἀποκρυσταλλωμένη στούς ἱερούς Κανόνες.  Ἐκεῖ μποροῦν καί πρέπει νά ἐντρυφοῦν οἱ ποιμένες, Πρεσβύτεροι καί Ἐπίσκο ποι, Μητροπoλίτες Πατριάρχες καί Σύνοδοι καί νά ἀγάλλονται «ὡς ἄν τις εὕροι σκῦλα πολλά», (Β΄Κανών τῆς Στ΄) δηλ. πολλά καί πολύτιμα λάφυρα καί νά ρυθμίζουν ἀσφαλῶς τά τῆς Ἐκκλησίας.

Εἶναι τόση ἡ δυναμική τῆς ἱερᾶς Παραδόσεως, ὡς ἐμπνεόμενη ἀπό τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὥστε  δέν μπορεῖ κάποιος νά διακρίνει πάντοτε στούς ἱερούς Κανόνες τίς γραπτές ρίζες καί τήν ἀφετηρία τους.   Γιά παράδειγμα ὁ Κ΄ Κανών τῆς Α΄ Οἰκουμ. Συνόδου, ὁ Ϟ΄ τῆς Στ΄, ὁ ΙΕ΄ τοῦ Πέτρου Ἀλεξανδρείας καί ὁ Ϟα΄ τοῦ Μ. Βασιλείου ἐπιτάσσουν νά μήν κλίνουμε γόνυ τήν Κυριακή.  Ὑπόβαθρο ὅλων αὐτῶν τῶν ἀποφάσεων εἶ ναι ἡ ζῶσα παράδοση πού θεμελιώνεται στή ζῶσα πίστη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ στήν Ἀνάσταση καί τήν μέλλουσα βασιλεία.  Αὐτήν τήν παράδοση  ἐπικαλοῦνται ὅλοι οἱ ἀνωτέρω Κανόνες.  Ὁ Κ΄ τῆς Α΄ λέγει: «Ἐπειδή τινες εἰσιν ἐν τῇ Κυριακῇ γόνυ κλίνοντες καί ἐν ταῖς τῆς Πεντηκοστῆς ἡμέραις, ὑ π έρ   τ ο  ῦ   π  ά  ν  τ α   ἐ ν   π  ά  σ  ῃ   π  α  -  ρ  ο  ι  κ  ί  ᾳ   φ υ λ ά τ τ ε σ θ α ι,  ἐστῶτας ἔδοξε τῆ ἁγίᾳ Συνόδῳ τάς εὐχάς ἀποδιδόναι τῶ Θεῷ».  Ζητεῖ ἡ Σύνοδος νά φυλάττωνται σέ κάθε ἐκκλησιαστική σύναξη ὅλες οἱ παραδόσεις, μεταξύ τῶν ὁποίων ἡ ὀρθία στάση προσευχῆς κατά τήν Κυριακή.  Ὁ 90ος τῆς Στ΄: «Ταῖς Κυριακαῖς μή γόνυ κλίνειν ἐκ τῶν θεοφόρων ἡμῶν πατέρων κανονικῶς παρελάβομεν...».  Ἐπικαλεῖται γιά τήν ὑποστήριξη τῆς ἀπαγορεύσεως τῆς γονυκλισίας κατά τήν Κυριακή τήν παράδοση τῶν Πατέρων.  Ποιοί εἶναι αὐτοί; Εἶναι ὁ ἱερομάρτυς Πέτρος ὁ Ἀλεξανδρείας, ὁ ὁποῖος γράφει: «τήν δέ Κυριακήν χαρμοσύνης ἡμέραν ἄγομεν, διά τόν ἀναστάντα ἐν αὐτῇ, ἐν ᾗ οὐδέ γόνυ κλίνειν παρειλήφαμεν».  Καί ὁ Ἅγιος Πέτρος λοιπόν λέγει ὅτι ἔχουμε παραλάβει νά μήν κλίνουμε γόνυ τήν Κυριακή.  Εἶναι καί ὁ Μ. Βασίλειος ὁ ὁποῖος στήν ἐπιστολή του πρός τόν Ἀμφιλόχιον Ἰκονίου πού προαναφέραμε, μέρος τῆς ὁποίας συγκροτεῖ δύο Κανόνες του, τόν 91ο καί τόν 92ο, περιλαμβάνει στά ἄγραφα τῆς Παραδόσεως «τά ἐκ τῆς τῶν Ἀποστόλων παραδόσεως διαδοθέντα» τό γεγονός ὅτι «ὀρθοί ποιοῦμεν τάς εὐχάς τῇ μιᾷ τῶν Σαββάτων (δηλ. τήν Κυριακή)».  Ἔτσι λοιπόν ἡ ἐπίκλησις τῶν θεοφόρων πατέρων, ἤ τῶν Ἀποστόλων, ἤ ἡ ἐντολή «τοῦ πάντα φυλάσσεσθαι» ἤ τό ἁπλό «παρειλήφαμε» δηλ. ἔχουμε παραλάβει, δηλώνουν κατά τή γνώμη μας τήν ἐμπειρία, τή ζωή, τήν πρακτική ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἐκφράστηκε διά τῆς προφορικῆς ἤ γραπτῆς διδασκαλίας τῶν Ἀποστόλων καί τῶν ἁγίων Πατέρων.

 

Ἡ ἐπίκλησις ὑπό τῶν Κανόνων τῆς ἐκκλησιαστικῆς «συνηθείας».  Καλή καί «πονηρά» συνήθεια

Συχνά λοιπόν στούς Κανόνες γίνεται ἐπίκληση τῆς Παραδόσεως.  μέ ποικίλους τρόπους καί ὅρους.   Ἕνας τρόπος εἶναι ἡ ἐπίκλησις τοῦ παλαιᾶς ἐκκλησιαστικῆς συνηθείας μέ τούς ὅρους «ἀρχαῖο ἔθος», «ἀρχαῖος τύπος», «ἀρχαία συνήθεια»ἤ «ἀρχαία παράδοσις».   Ἔτσι ὁ ΝΗ΄ τῆς ἐν Καρθαγένῃ περί τῆς χειροτονίας ἐπισκόπων ἐπιτάσσει: «Ὁ ἀρχαῖος τύπος φυλαχθήσεται, ἵνα μή ἥττονες τριῶν τῶν ὁρισθέντων εἰς χειροτονίαν Ἐπισκόπων ἀρκέσωσι».  Μ’ αὐτά τά λόγια ἀνανεώνει τόν Ἀποστολικό Κανόνα, τήν ἀρχαία παράδοση πού εδῶ εἶναι τ ύ π ο ς  δηλ. συγκεκριμένη ἐκκλησιαστική πρακτική.

«Τά ἀρχαῖα ἔθη κρατείτω» λέγει ὁ Στ΄ Κανών τῆς Α΄ Οἰκουμ. προκειμένου νά κατοχυρώσει τήν ποιμαντική ἐξουσία τοῦ Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας ἐπί τῶν Μητροπόλεων τῆς Αἰγύπτου.  Κι ἐδῶ ὑπονοεῖ τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἐκφράζεται στόν ΛΔ΄ Ἀποστο λι κό Κανόνα, ὁ ὁποῖος ἐπιτάσσει ὅτι οἱ ἐπίσκοποι κάθε ἔθνους πρέπει νά ἀναγνωρίζουν ἕναν ὡς πρῶτον καί τίποτε νά μήν πράττουν χωρίς τή γνώμη του.  Γράφει καί ὁ Ἅγιος Νικόδημος στό Πηδάλιο ὅτι κάποιος ἐπίσκοπος τῆς Αἰγύπτου μέ κάποια παρανομία του «ἔδωκε αἰτίαν εἰς τήν Σύνοδον ταύτην νά ἐκθέσουν τόν παρόντα Κανόνα καί νά διωρίσουν ὄχι κανένα νέον, ἀλλά μόνον νά ἐπικυρώσουν τάς τάξεις ὁποῦ ἐσώζοντο ἐκ παλαιᾶς συνηθείας ὄχι μόνον εἰς τούς Πατριάρχας, ἀλλά καί εἰς τούς Μητροπολίτας κλπ».  Βλέπουμε ἐδῶ τή δύναμη τῆς Παραδόσεως, ἡ ὁποία διά τῆς παλαιᾶς ἐκκλησιαστικῆς συνηθείας ἐπιβε βαι ώ νει, ἀνανεώνει, ἐνεργοποιεῖ καί καθιστᾶ συγκεκριμένη τήν ἐφαρ μογή τοῦ Ἀποστολικοῦ Κανόνος.   Ἔτσι γράφει ὁ ἅγιος Νικόδημος:   «... ἡ Σύνοδος ἀνανέωσε τό ἀρχαῖο ἔθος καί πάλι ἐπεσφράγισε». Τό ἴδιο καί ὁ Η΄ Κανών τῆς Γ ΄ Οἰκουμ. ἐπιτάσσει οἱ κατά Κύπρον προεστῶτες (δηλ. οἱ ἀρχιε πίσκοποι) νά τελοῦν αὐτοί μόνοι τους μέ τή Σύνοδό τους τίς ἐκλογές καί χειροτονίες τῶν Ἐπισκόπων τῆς Κύπρου χωρίς τήν ἀνάμιξη τοῦ Πατριάρχου Ἀντιοχείας.  Καί ἐπικαλεῖται ὁ Κανόνας «τούς Κανόνας τῶν ὁσίων Πατέρων καί τήν ἀρχαίαν συνήθειαν» καί διακηρύσσει ὅτι σέ κάθε ἐκκλησιαστική ἐπαρχία πρέπει νά τηρεῖται ἡ παλαιά τάξις «κατά τό πάλαι κρατῆσαν ἔθος».  Τό ἴδιο συμβαίνει καί γιά τά δίκαια, δηλ τή δικαιοδοσία, τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων («συνήθεια κεκράτηκε καί παράδοσις ἀρχαία» λέγει ὁ Ζ΄ τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς) ...

Ὅπως παρατηροῦμε ἡ ἐπίκλησις τοῦ ἔθους ἤ τῆς συνηθείας εἶναι ἰσχυρό ἐπιχείρημα.  Ἄν καί ἡ συνήθεια εἶναι ἀνώνυμη δηλ. δέν ταυτίζεται μέ κάποιο πρόσωπο ἔχει μεγάλη δύναμη γιατί δέν πρόκειται γιά μιά ὁποιαδήποτε ἀνθρώπινη συνήθεια ἀλλά γιά τή θεανθρώπινη παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, γιά τό ἔθος πού ἔγινε μέ τήν ἐπιστασία τοῦ ἁγίου Πνεύματος καθολικά ἀποδεκτό.  Λέγει καί ὁ ἅγιος Νικόδημος «ὅτι ἔνθα οὐκ ἔστι κανών ἤ ἔγγραφος νόμος, κρατεῖ ἡ καλή συνήθεια, ἡ ὀρθῷ λόγῳ καί πολλοῖς ἔτεσι δοκιμασθεῖσα καί μή ἐγγράφῳ κανόνι ἤ νόμῳ ἐναντιουμένη, τάξιν κανόνος καί νόμου ἐπέχουσα» (Πηδάλιον σ. ιθ΄). Γι’ αὐτό ἔχει δίκιο ὁ Ἅγιος Βικέντιος ὁ ἐκ Λειρίνου, ὅταν λέγει: «teneamus quod ubique, quod semper, quod ab omnibus creditum est».

Βέβαια δέν ἐπικρατεῖ στήν Ἐκκλησία ὡς εὐλογημένη πρακτική, ὁποιαδήποτε κακή συνήθεια.  Καί σ’αὐτό ἔχει δίκιο ὁ Ἅγιος Αὐγου στῖνος ὅταν λέει: «In Evangelio Dominus, Ego sum, inquit, veritas. Non dixit, Ego sum consuetudo » δηλ. στό Εὐαγγέλιο ὁ Κύριος εἶπε: «Ἐγώ εἶμαι ἡ ἀλήθεια», δέν εἶπε «Ἐγώ εἶμαι ἡ συνήθεια», καί ὁ ἅγιος Κυπριανός ὅταν λέει: «ἡ  ἀρχαιότης (δηλ. ἡ αρχαία συνήθεια) χωρίς ἀλήθεια εἶναι ἕνα παμπάλαιο σφάλμα».  Μ’ αὐτά πού λέγουν οἱ Πατέρες ἐννοοῦν ὅτι ὑπάρχουν κακές συνήθειες πού δέν μποροῦν νά ἰσχύσουν μέσα στήν Ἐκκλησία εἰς βάρος τῆς Ἀληθείας. 

Ὁ  Α΄ κανόνας τῆς ἐν Σαρδικῇ τοπικῆς Συνόδου λέγει:  «Οὐ τοσοῦτον ἡ φαύλη συνήθεια, ὅσον ἡ βλαβερωτάτη τῶν πραγμάτων διαφθορά ἐξ αὐτῶν τῶν θεμελίων ἐστίν ἐκριζωτέα...».   Αὐτόν σχολιάζοντας ὁ ἅγιος Νικόδημος λέγει ὅτι «πρέπει νά ἀνατρέπεται μέν κάθε κακή καί ψυχοβλαβής συνήθεια, ....νά στερεώνεται δέ καί νά φυλάττεται κάθε συνήθεια καλή καί ὠφέλιμος».  Ἔτσι οἱ Κανόνες λειτουργοῦν διπλᾶ: ἐπικυρώνουν ἤ ἀνανεώνουν δηλ. κάμουν ἐνεργῆ  κάθε συνήθεια τῆς Ἐκκλησίας, τή ζωντανή της Παράδοση πού εἶναι συμβατή μέ τήν ἁγία Γραφή καί τή διδασκαλία τῶν Πατέρων, καί ἀκυρώνουν καί ἐκριζώνουν, ὡς καταστροφική τῆς ἀληθείας καί τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, κάθε βλαβερή ἤ πονηρά συνήθεια τῶν ἀνθρώπων, συμβατή μέ τήν φιλαυτία καί τά πάθη.

 

Ἡ μή ἐπίκληση τῆς Παραδόσεως ὑπό τῶν Κανόνων δένσημαίνει αὐθαιρεσία ἀποφάσεων ἐκ μέρους τῶν Πατέρων

Ἐδῶ πρέπει νά ποῦμε ὅτι ἡ ἀπουσία τῆς ἐπικλήσεως τῆς συνηθείας ἀπό τούς περισσοτέρους Κανόνες δέν σημαίνει αὐθαιρεσία στή λήψη άποφάσεως ὑπό τῶν Πατέρων.  Ἄλλοι Κανόνες μνημονεύουν τήν προϋπάρχουσα παράδοση, τή συνήθεια, ἤ τούς πατέρες ἤ τούς κανονικούς θεσμούς ἤ τάς «ἐκκλησιαστικάς παραδόσεις ἤ τά παραδεδομένα» καί ἄλλοι ὄχι.

Ἔτσι ἐκριζώνει ἡ Ἐκκλησία διά τοῦ Α΄ Κανόνος τῆς έν Σαρδικῆ τήν «φαύλη συνήθεια» νά μετατίθεται ὁ Ἐπίσκοπος ἀπό μικρή σέ μεγαλύτερη ἐπαρχία, ὁ Ε΄ τῆς Ζ΄ Οἰκουμ. τήν «πονηρά συνήθεια» νά χει ροτονοῦνται κληρικοί «διά δόσεως χρυσίου», ὁ ΛΒ΄ τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμ. τήν κακή συνήθεια τῶν Ἀρμενίων νά μήν ἀναμιγνύουν ὕδωρ μέ τόν οἶνο κατά τή Θεία εὐχαριστία, μιά συνήθεια πού «καινίζει τά παραδεδομένα» καί εἶναι ἀντίθετη ἀπό τή «θεόσδοτο τάξη» ἡ ὁποία «κρατεῖ» στήν Ἐκκλησία, ὁ 90ος τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμ. τήν κακή συνήθεια κάποιων χριστιανῶν νά γονατίζουν τήν Κυριακή, ὁ 99οςς τῆς ΣΤ΄ τήν ἰουδαϊκή συνήθεια νά προσφερουν οἱ Ἀρμένιοι χριστιανοί μέσα στό ἅγιο Βῆμα ψημένα κρέατα,  ὁ ΠΑ΄ τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμ. τήν συνήθεια νά προσθέτουν στόν Τρισάγιο Ὕμνο μετά τό «ἅγιος ἀθάνατος» τή φράση «ὁ σταυρωθείς δι’ ἡμᾶς», ὁ Ε΄ Ἀποστολικός, τή συνήθεια κάποιων κληρικῶν «προφάσει εὐλαβείας» νά διώχνουν τίς συζύγους τους, ὁ ΞΔ΄ τήν κακή συνήθεια τῆς νηστείας τοῦ Σαββάτου ὁ ΞΒ΄ τή συνήθεια νά φοροῦν οἱ χριστιανοί κωμικά προσωπεῖα τή Μ. Τεσσαρακοστή κ.λ.π.

Ἀπό τήν ἄλλη ὁ ΙΒ΄ Κανών τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς ἐπισφραγίζει τή συνήθεια τῆς ἀγαμίας τῶν ἐπισκόπων, ἀποβλέπων στήν ὠφέλεια τῶν πιστῶν. Ὁ Ζ΄ τῆς Β΄ Οἰκουμ. κατοχυρώνει κατά γράμμα τήν ἐκκλη σιαστική πράξη τῆς χρίσεως μέ τό Ἅγιο Μύρο «σφραγιζομένους... τῶ Ἁγίῳ Μύρῳ, τό τε μέτωπον καί τούς ὀφθαλμούς, καί τάς ρίνας καί τό στόμα καί τά ὦτα καί σφραγίζοντες αὐτούς λέγομεν Σφραγίς δωρεᾶς Πνεύματος Ἁγίου καί τῶν ἐξορκισμῶν: ἐξορκίζομεν αὐτούς μετά τό ἐμφυσᾶν τρίτον εἰς τό πρόσωπον καί εἰς τά ὦτα».  Μαζί μ’ αὐτά, μέ διασταλτική ἑρμηνεία ὁ Κανόνας αὐτός κατοχυρώνει καί ὅλη τήν ὑπό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί Πατέρων διαμορφωθεῖσα ἐν ἁγίῳ Πνεύματι Λατρεία τῆς Ορθοδόξου Ἐκκλησίας. Ὁ Ζ΄ τῆς Ζ΄ Οἰκουμ. ἀνανεώνει τό ἔθος τῶν ἐγκαινίων τῶν Ναῶν διά τῆς καταθέσεως μαρ τυρικῶν λειψάνων καί μ’ αὐτή τήν ἀφορμή ὁρίζει νά ἀνανεωθοῦν τά ἐκκλησιαστικά ἔθη καί νά «κρατοῦν» δηλ. νά ἰσχύουν «κατά τήν ἔγγραφον καί ἄγραφον θεσμοθεσίαν».  Τήν ἐμπειρία τοῦ ἐκκλησια στι κοῦ σώματος ἀπό τήν ἀταξία τῶν συμψαλλόντων ἀναδεικνύει ὁ ΙΕ΄ τῆς έν Λαοδικείᾳ ὁ ὁποῖος, ἀντίθετα ἀπό τήν διά τῆς βίας σήμερα ἐπιβαλλομένης συμψαλμωδίας, ἐπιτάσσει νά ψάλλουν στήν Ἐκκλησία μόνον οἱ κανονικοί ψάλτες καί μάλιστα «ἀπό διφθέρας» δηλ. μέσα ἀπό τά λειτουργικά καί μουσικά τους βιβλία.  Ὁ ΚΖ΄ τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμ. ἐπι κυρώνει τό ἐκ παραδόσεως ἔθος οἱ ἱερεῖς νά ἐνδύοντα ὄχι ἐνδύματα ἀνάρμοστα ἀλλά «στολαῖς κεχρήσθω ταῖς ἤδη τοῖς ἐν κλήρῳ καταλεγομένοις ἀπονεμηθείσαις».  Εἶναι πάλι ἀδιανόητο στήν Ἐκκλησία νά ἐξισώνονται κληρικοί καί λαϊκοί.  Γι’ αὐτό ἀπαγορεύεται ἡ εἴσοδος τῶν λαϊκῶν στό ἅγιο θυσιαστήριο, πολλῷ μᾶλλον ἡ μετάδοσις τῶν ἀχράντων Μυστηρίων ἐντός αὐτοῦ κατά τόν ΞΘ΄ τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμ. καί τόν ΙΘ΄ τῆς ἐν Λαοδικείᾳ.  Ἐδῶ πρέπει νά ποῦμε ὅτι οἱ ἱεροί Κανόνες ἐπιτελοῦν καί μια ἄλλη λειτουργία.  Ἀναδεικνύουν τήν ὑπάρχουσα εὐ ρύτερη παράδοση.  Ἔτσι ἐπί τῆ βάσει τοῦ ἐν λόγῳ Κανόνος, ὁ ὁποῖος ὁμιλεῖ περί τοῦ ἀβάτου τοῦ ἁγίου θυσιαστηρίου, εἶναι ἀνεπίτρεπτο νά τελεῖται ἡ Θ. Λειτουργία ἐκτός τοῦ ἁγίου Βήματος σέ κοινή θέα θεα τρικοῦ τύπου, πάνω σέ τραπεζάκια, ὅπως τελεῖται σήμερα ἡ Θ. Λειτουργία τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Αδελφοθέου, δῆθεν ἀρχαιο πρεπῶς, ἔχοντας ὑποστεῖ ποικίλες διορθώσεις - λέγε διαστρεβλώσεις (βλ. π. Βασιλείου Σπηλιοπούλου Ἡ λεγομένη Λειτουργία τοῦ Ἰακώβου, ὁ Δούρειος Ἵππος τῆς «Λειτουργικῆς ἀναγεννήσεως», ww.orthros .org).

 

Ἡ ἐπανάληψη τῶν Ἱ. Κανόνων δηλώνει τή σταθερή καί βεβαία παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.

Ὑπάρχουν ἱεροί Κανόνες οἱ ὁποῖοι ἐπανέρχονται στά ἴδια θέματα καί ἐπιτάσσουν τά ἴδια, ὅπως οἱ Κανόνες πού ἀπαγορεύουν τίς συμπρο σευχές.  13 Κανόνες τοπικῶν καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί ἐπί μέρους Πατέρων ἀπαγορεύουν τίς συμπροσευχές (π. Ἀναστασίου Γκοτσοπούλου Ἡ Συμπροσευχή μέ αἱρετικούς).  Σ’ αὐ τές διακρίνει κανείς τό φρόνημα ὅλης τῆς Ἐκκλησίας ἡ ὁποία ἀπό τούς λόγους τούς Κυρίου «προσέχετε ἀπό τῶν ψευδοπροφητῶν», τῶν ἁγίων Ἀποστόλων «εἰσελεύσονται μετά τήν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς μή φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου» καί «εἴ τις ἔρχεται πρός ὑμᾶς καί ταύτην τήν διδαχήν οὐ φέρει, μή λαμβάνετε αὐτόν εἰς οἰκίαν, καί χαίρειν αὐτῶ μή λεγετε» καί τῶν Ἁγίων Πατέρων μέχρι τήν ἀποχώρηση τῶν ἱερέων καί λαϊκῶν κατά τή μνημόνευση τοῦ Πάπα στήν Κων/πολη μετά τήν ψευδο-ένωση Φερράρας – Φλωρεντίας, ἔχει τή συνείδηση ὅτι εἶναι ἀδύνατο ὀντολογικῶς, αὐτοί πού δέν συνάπτονται μέ τόν Κύριο σέ ἕνα Σῶμα διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος νά συνάπτονται μέ τούς ὀρθοδόξως βαπτισμένους σέ κοινή προσευχή εἴτε κατ’ οἶκον εἰτε ἐπ’ ἐκκλησίας.  Γι’ αὐτό εἶναι ἀστασίαστη, δηλ. ἑνιαία, ἡ διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων καί τῶν Συνόδων γιά τήν ἀπαγόρευση τῶν συμπροσευχῶν. 

Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τά κωλύματα τῆς ἱερωσύνης.  Ὀκτώ Ἱεροί Κανόνες ἀπαγορεύουν τή χειροτονία ὅσων ὑπέπεσαν σέ θανάσιμα ἁμαρτήματα (ΚΕ΄ ,ΞΑ΄ Ἀποστ., Θ΄ τῆς Α΄ Οἰκουμ.,  Νεοκαισ. Θ΄ Ι΄ Θεοφίλου Γ΄, Ε΄ ΣΤ΄ Οἰκουμ) ἤ ἀπαιτεῖ τήν καθαίρεση ἄν ὑπέπεσαν μετά τή χειροτονία σ’ αὐτά ἤ τά ὁμολόγησαν μετά.  Κι αὐτό γιατί αὐτή εἶ ναι ἡ συνείδηση τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἀναφέρει ὁ Θ΄ τῆς Α΄ Οἰκουμ.: «τό γάρ ἀνεπίληπτον ἐκδικεῖ ἡ Καθολική Ἐκκλησία».  Αὐτή ἡ συνείδησις τῇ διαρκῇ παρουσίᾳ τοῦ ἁγίου Πνεύματος παραμένει στήν Ἐκκλησία ἡ αὐτή, σταθερή καί ἀμετακίνητη.  Εἶναι ἀδύνατο νά ἀποδεχθεῖ τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ὡς ἀληθεῖς ποιμένες ὅσους ἐπέδειξαν μεμολυσμένο κι ἀκάθαρτο βίο ἔστω καί πρόσκαιρα, διότι πρέπει νά εἶναι καθαρός σέ ὅλα, «ἀνεπίληπτος» κατά τόν Ἀπόστολο, ὅποιος τελεῖ τήν ἀναίμακτη ἱερουργία ἀλλά καί τά ἄλλα μυστήρια καί ἔχει τήν ποιμαντική φροντίδα τοῦ λαοῦ.

Παρόμοιες εἶναι οἱ περιπτώσεις τῆς ἀπαγορεύσεως μεταθέσεως τῶν ἐπισκόπων καί τῆς καθαιρέσεως τῶν διά χρημάτων χειροτονηθέντων.   Ὅλα ἐκφράζουν τή διαχρονική συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως παραδίδεται διά μέσου τῶν γενεῶν διά τῆς χειροτονίας καί τῆς αὐθε ντικῆς διδασκαλίας τῶν ἁγίων Πατέρων.

 

Ἡ Παράδοσις, ὡς ζῶσα ἐμπειρία καί διαχρονική συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας, ἐπεκτείνει σέ βάθος καί πλάτος τό πνεῦμα τῶν Ἱερῶν Κανόνων.

Ἐρχόμαστε τώρα σέ μιά ἄλλη πολύ λεπτή πτυχή τῆς ἐκκλησια στικῆς Παραδόσεως.   Ἡ Παράδοσις, ἡ ὁποία, ὅπως εἴπαμε, ἀφορᾶ καί ἀγκαλιάζει ὁλόκληρη τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, διά τῶν Ἱερῶν Κανόνων ἐπικυρώνεται, συγκεκριμενοποιεῖται καί λύνει κάθε παρανόηση καί παρεξήγηση τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας.  Ὅμως ἡ δυναμική της δέν περιορίζεται στούς ἱερούς Κανόνες.  Μιλήσαμε γιά τήν ἄγραφη παράδοση ὡς βασικό παράγοντα στή διαμόρφωση τῶν Κανόνων.  Ἡ Ζ΄ Οἰ κουμ. Σύνοδος λέγει ὅτι πρέπει νά τηρεῖται στήν Ἐκκλησία ἡ «ἔγγραφος καί ἄγραφος θεσμοθεσία».  Πολλές φορές ἕνας μεταγενέστερος Κανόνας φανερώνει μιά προϋπάρχουσα στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας παράδοση, μάλιστα στή ρύμη τοῦ λόγου, ὅπως οἱ ΙΓ΄, ΙΔ΄, ΙΕ΄ τῆς Πρω τοδευτέρας Συνόδου (861) οἱ ὁποῖοι ἀναφέρουν ρητῶς ὡς ὑποχρεωτική τή μνημόνευση τοῦ ἐπισκόπου κατά τή Θ. Λειτουργία (πλήν τῶν περιπτώσεων ἀποτειχίσεώς του).  Αὐτό γινόταν ἀνέκαθεν, ἀλλά ἀναφέ ρεται τώρα γραπτῶς ἐπειδή παρέστη ἀνάγκη.   Ὅλη ἐπίσης ἡ λειτουργική ζωή, ἡ δομή τῶν ναῶν, τά ἄμφια τῶν κληρικῶν, ἡ ἁγιοκατάταξη κλπ. δέν ρυθμίζονται ἀπό Κανόνες, παρά μόνο περιστασιακά σέ περίπτωση ἀμφισβητήσεως.  Πολλές φορές πάλι κάποιος Κανόνας φέρων ἐν ἑαυτῷ τή σχετική Παράδοση ἀποτελεῖ τή βάση τήν πυξίδα γιά διεύρυνση τῆς παραδόσεως εἴτε μέ θέσπιση ἄλλου Κανόνος εἴτε ὄχι.  Ἔτσι ὁ ΞΘ΄ Ἀποστολικός καί ἄλλοι Κανόνες  ὁμιλοῦν περί τῆς νηστείας Τετάρτης, Παρασκευῆς καί Μ. Τεσσαρακοστῆς.  Ὅμως ἡ Ἐκκλησία ἔχει πλέον σταδιακά φέρει μέσα στή ζωή της καί ἀποτελεῖ καθολική παράδοση, τήν Τεσσαρακοστή τῶν Χριστουγέννων, τήν νηστεία τοῦ Δεκαπενταυγούστου καί τή νηστεία τῶν ἁγίων Ἀποστόλων.  Στόν Ε΄ Ἀποστολικόν φαίνεται ὅτι ὑπῆρχαν ἔγγαμοι ἐπίσκοποι. Στόν ΙΓ΄ τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμ. καθιερώνεται ἡ ἀγαμία τῶν ἐπισκόπων, πού ὑπῆρχε σχεδόν ὡς καθολική παράδοση (καί φαίνεται αὐτό ἀπό προσεκτική ἀνά γνωση τοῦ Κανόνος) ἀλλά τό κάμει ἡ ΣΤ΄ Οἰκουμ. Σύνοδος ἀποβλέπο ντας στήν προκοπή τῶν χριστιανῶν καί γιατί, ὅπως γράφει ὁ Ἅγιος Νικόδημος, ἔβλεπε «προκόπτουσαν τήν ἐκκλησίαν, καί ἀνθοῦσαν τήν πολιτείαν τῶν Χριστιανῶν εἰς τάς ἀρετάς».  Ἄλλο παράδειγμα: Σύμφωνα μέ τόν Ζ΄ ἀποστ. Κανόνα τό Πάσχα πρέπει νά ἑορτάζεται μετά τήν ἐαρινή ἰσημερία καί νά μήν συμπίπτει ὁ ἑορτασμός του μέ τό Πάσχα τῶν Ἰουδαίων.   Ὅμως ἡ ἐκκλησιαστική παράδοση καθιέρωσε καί ἄλλες δύο προὑποθέσεις: α) νά τελεῖται τό Πάσχα ὕστερα ἀπό τήν πρώτη πανσέληνο τοῦ Μαρτίου πού θά τύχει μετά τήν ἰσημερία καί β) νά τελεῖται τήν  π ρ ώ τ η  Κυριακή μετά τήν πανσέληνο.   Ἡ παράδοσις αὐτή δηλ. ἡ ἔγγραφος τοῦ Κανόνος καί ἡ ἄγραφος ὑπό τῶν Πατέρων τηρεῖται καί πρέπει νά τηρεῖται.  Τό Κανόνιο τοῦ Πάσχα, ὁ τρό πος γιά νά εὑρίσκεται τό  Πάσχα εἶναι καθιερωμένο ἀπό τήν Α΄ Οἰκουμ. Σύνοδο  καί δέν δικαιοῦται κανείς νά τό παραβεῖ, οὔτε νά καθιερώσει σταθερή ἡμέρα ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα γιά νά τό γιορτάζουμε μαζί μέ τούς αἱρετικούς, ὅπως γιά πολλές δεκαετίες προσπαθοῦν νά τό ἐπιβάλλουν οἱ οἰκουμενιστές.  Κι ἄλλο παράδειγμα: ὁ ΝΔ΄ τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμ. ὁμιλεῖ περί τῶν ἀθέσμων καί ἐμποδισμένων γάμων καί ἀπαγο ρεύει τούς γάμους μέχρι δ΄ βαθμοῦ ἐξ αἵματος καί ἐξ ἀγχιστείας.  Ἡ παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας ἐπεξέτεινε τόν Κανόνα ἐμποδίζοντας τούς γάμους μέχρι καί τόν ζ΄ βαθμό.  Καί ὁ Ἅγιος Νικόδημος συνέταξε εἰδική διδασκαλία περί συνοικεσίων δηλ. περί τῶν ἐπιτρεπομένων καί ἀπαγο ρευμένων γάμων. 

Στό θέμα τῶν ἐν ἀφέδρῳ γυναικῶν, ἐπειδή ὑπάρχει πολεμική γιά τή θέση τους στή λατρείᾳ ἀπό τό φεμινιστικό καί τόν νεοεποχήτικο λειτουργιολογικό χῶρο, ἄς γνωρίζουμε ὅτι ἔχουμε τή ζωντανή παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.  Διαμαρτύρονται οἱ μοντέρνοι θεολόγοι για τί ἡ Ἐκκλησία ἐπιβάλλει στίς γυναῖκες πού ἔχουν τά καταμήνια νά μή κοινωνοῦν, νά μήν ἀσπάζονται τίς εἰκόνες κλπ. καί γιατί διαβάζουμε εὐχές στίς λεχῶνες τήν α΄ ἡμέρα καί κατά τό σαραντισμό.  Λέγουν ὅτι εἶναι εὐχές μεταγενέστερες σύμφωνα μέ τά χειρόγραφα.  Δέν θέλουμε ἐδῶ νά ἀσχοληθοῦμε μέ τή δεοντολογία τῆς ἀναγνώσεως, ἀλλά μόνο μέ τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἔρχεται ἀπό τήν πρώτη Ἐκκλησία.  Ὁ Ἅγιος Διονύσιος Ἀλεξανδρείας, ἱερομάρτυς, ἐν μέσω διωγμῶν (περί τό 240 μ.Χ) ἐρωτηθείς ἄν μποροῦν νά εἰσέρχο νται στό ναό οἱ γυναῖκες πού εὑρίσκονται στήν ἔμμηνο ρύση ἀπαντᾶ ὅτι «εἶναι περιττό καί νά ρωτᾶ κανείς γιατί,νομίζω» γράφει «ὅτι αὐτές ἀπό μόνες τους ἄν εἶναι πιστές καί εὐλαβεῖς, ὅταν βρίσκονται σ’ αὐτή τήν κατάσταση δέν θά τολμήσουν νά πλησιάσουν στήν ἁγία τράπεζα ἤ νά μεταλάβουν τά ἄχραντα μυστήρια».  Καί εἶναι αὐτά πού γράφει ὁ Β΄ Κανόνας του ἐπικυρωμένα ἀπό τήν ΣΤ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο. Δέν εἶναι δύσκολο κανείς νά καταλάβει ὅτι ὁ Ἅγιος μεταφέρει ἐδῶ, μάλιστα μέ τή φράση «πιστάς οὔσας καί εὐλαβεῖς», ὅλη τή ζῶσα παράδοση τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας καί ὄχι, ὅπως λένε καί γράφουν οἱ ἀνόσιοι καί ἀδαεῖς, ἰουδαϊκές προκαταλήψεις.  Παρόμοια λέγει καί ὁ Ἅγιος Τιμόθεος Ἀλεξανδρείας, ἕνας ἐκ τῶν Πατέρων τῆς Β΄ Οἰκουμ. Συνόδου, ὁ ὁποῖος λέγει ἐπιπλέον ὅτι ἡ γυναῖκα ὅταν βρίσκεται στήν κατάσταση αὐτή ἔστω κι ἄν ἔχει κατηχηθεῖ καί ἑτοιμάζεται νά βαπτισθεῖ πρέπει νά ἀναβάλλει τή βάπτισή της μέχρι νά καθαρισθεῖ.   Ἡ Ἐκκλησία μας λοιπόν στήν γυναῖκα πού γέννησε, τήν ταλαιπωρημένη ἀπό τή λοχεία καί τή ρύση αἵματος, προσφέρει τίς εὐχές της καί τήν πρώτη μέρα τῆς γεννήσεως τοῦ παιδιοῦ καί στά σαράντα,  μόλις παύσει αὐτή ἡ λειτουργία καί νοιώθει ὅτι ἀ νακτᾶ τίς δυνάμεις της καί ζητᾶ ἀπό τόν Θεό τήν ἴαση καί τήν κάθαρσή της ἀπό «τό σωματικό ρύπο» καί τόν «σπίλο τῆς ψυχῆς».  Ζητᾶ τή σκέπη τῶν ἁγίων Ἀγγέλων.  Καί βλέπουμε ἐδῶ τή συνέχεια καί τήν ἐπέκταση τῆς παραδόσεως, πού στηρίζεται στούς κανόνες τῶν ἁγίων Πατέρων καί δέν ἀφήνει ἔτσι τίς μητέρες καί ἁπλώνει δράση εὐεργετική τῆς θείας Χάριτος στά νεογνά καί τίς μητέρες τους.  Καί γιά ὅποιους δέν μποροῦν πράγματι ἤ δέν θέλουν νά καταλάβουν  παραθέτουμε τά λόγια τοῦ ἁγίου Νικοδήμου: «ἡμεῖς ἕνα χρέος ἀπαραίτητον ἔχομεν νά ὑπακούωμεν καί νά ἀκολου θοῦμεν εἰς τούς Κανόνας μέ ἀδιάκριτον ὑπακοήν καί ὄχι νά καθήμεθα κριταί καί ἐξετασταί τῶν ὑπό τοῦ Πνεύματος προστεταγμένων, διά τί τοῦτο, καί διά τί ἐκεῖνο λέγοντες, ἵνα μή ὑποπέσωμεν εἰς τά φρικωδέστατα ἐπιτίμια τῶν παραβαινόντων τούς Κανόνας».

Τελευταῖο παράδειγμα ἰσχύος τῆς ἀγράφου παραδόσεως εἶναι ἡ νηστεία πρό τῆς Θ. Κοινωνίας.  Ὑπάρχει ἡ μοντέρνα, καταφρονητική τῆς Παραδόσεως τῶν ἁγίων Πατέρων, διδασκαλία καί τακτική νά μήν προηγεῖται νηστεία πρίν κοινωνήσουμε!  Ἄν καί δέν ὑπάρχει ἱερός Κανόνας σχετικός, ὅλοι γνωρίζουμε ἀπό τήν καθολικά ἀποδεκτή παράδοση τῆς ἁπανταχοῦ ὀρθοδοξίας ὅτι ἀπαιτεῖται τοὐλάχιστον μία ἡμέρα νηστείας καί ἐγκρατείας, ὡς προετοιμασία γιά τή θεία Μετάληψη ἀκόμη κι ἄν νηστεύει κανείς ὅλες τίς καθιερωμένες νηστεῖες.

 

Τό εὖρος τῆς Παραδόσεως.  Οἱ Ἱ. Κανόνες πυξίδες ἀσφαλεῖς γιά τήν εὐταξία τῆς Καθόλου Ἐκκλησίας καί τήν ἐν Χριστῷ ζωή τῶν πιστῶν

Μέ ὅσα εἴπαμε γίνεται κατανοητό ὅτι ἡ ἐκκλησιαστική Παράδοσις, ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας, καλύπτει ἕνα τεράστιο χρονικό ἄνυσμα πού ξεκινᾶ ἀπό τήν Π.Δ. τή διδασκαλία τοῦ Κυρίου καί τῶν Ἀποστό λων στήν Κ.Δ.  διαπερνᾶ δηλ. τήν Ἁγία Γραφή, τή διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων, τούς ἱερούς Κανόνες καί ἐκτείνεται μέ βάση αὐτούς μέ ἀναλογική καί διασταλτική ἑρμηνεία πέρα ἀπ’ αὐτούς ἐκβάλλοντας στήν καθημερινή ἐκκλησιαστική ζωή καί γινόμενη ἀποδεκτή ἀπό τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ὡς σήμερα.   Ἡ Παράδοση ἔχει ἐπίσης ἕνα βάθος καί ποιότητα λεπτή πού σχετίζεται μέ τίς μεθόδους θεραπείας τῆς ψυ χῆς καί τήν κατά Θεόν, εὐαγγελική εἰρήνευση τῶν τοπικῶν Ἐκκλη σιῶν καί ἕνα πλάτος πού ἐκτείνεται σέ ὅλες τίς πτυχές τῆς προσω πικῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς ἀλλά καί τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου, στήν ποιμαντική, στήν ὀργάνωση καί τή λατρεία τῆς  Ἐκκλησίας καί δι’αὐτῆς μεταφέρεται, γιά νά θυμηθοῦμε τόν π. Ἰουστῖνο, «πᾶν ὅ,τι εἶναι ἀνα γ καῖον διά τήν σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων καί διά τήν αἰώνιόν των ζωήν, ἐν τῷ παρόντι καί ἐν τῷ μέλλοντι αἰῶνι....».  Καί ὅλα αὐτά τά «ἀνα γ καῖα» διασώζονται ἀκέραια καί ἀσφαλῆ καί ἑρμηνεύονται στήν πράξη  διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γιά νά θυμηθοῦμε τόν Λόσκυ («Παράδοσις εἶναι ἡ ζωή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, μεταδίδοντος εἰς πᾶν μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ νά ἐννοήσῃ, δεχθῇ καί γνωρίση τήν Ἀλήθειαν ἐν τῷ ἰδίῳ Αὐτῆς Φωτί...») καί τόν Φλωρόφσκυ («παράδοσις εἶναι ἡ διαρκής παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού κινεῖ τήν Ἐκκλησία σέ ὁλοένα καί πληρέστερη κατανόηση τῆς θείας ἀλήθειας ἀπό δόξης εἰς δόξαν»).   Ἐκεῖνο πού πρέπει νά εἰπωθεῖ μέ σαφήνεια σέ σχέση μέ τούς Κανόνες εἶναι ὅτι αὐτοί μαζί μέ τούς δογματικούς  Ὅ ρους σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Νεκτάριο περιχαρακώνουν τίς ἱερές ἀλή θειες ἀπό τά σοφίσματα τῶν κακοδόξων.  Κάνουν ὁρατή, συγκεκριμένη τήν Ἱερά Παράδοση, τήν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, ἀποτυπώνουν στό χαρτί, στή μνήμη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος καί στήν καρδιά ἑκάστου τῶν  Ὀρθοδόξων τήν πίστη καί τό ἦθος τῆς Ἐκκλησίας.  Οἱ Ἱεροί Κανόνες διαλύουν κάθε ἀμφιβολία περί τοῦ πρακτέου, περί τοῦ ἀληθοῦς «νοῦ» καί τοῦ σκοποῦ τῆς ἁγίας Γραφῆς εἰδικά σέ σοβαρά, κομβικά θέματα καί ἀποτελοῦν πυξίδες πού χαράζουν πορεία γιά τήν ἀντιμετώπιση καί ἄλλων μερικοτέρων θεμάτων καί λυδία λίθο γιά νά ἐξετάζεται ἡ γνησιότητα τῶν παραδόσεων.  Οἱ λύσεις, ἡ πρακτική πού ἀκολουθεῖται γιά τά θέματα αὐτά ἔστω κι ἄν δέν καταγράφεται σέ Κανόνες ἔχει καθολική ἰσχύ στή συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας.  Αὐτό τό ἐπιτυγχάνουν ἐπειδή ἔχουν συγκεκριμένες κατευθυντήριες ἀρχές, ὡρισμένη «φιλοσοφία», τό νοῦ, τίς ἀρχές καί τή φιλοσοφία τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. 

Ὁ σκοπός τῶν Ἱ. Κανόνων εἶναι ταυτόσημος μέ τό σκοπό τοῦ    Εὐαγγελίου, δηλ. ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου μέσῳ τῆς ὀρθῆς πίστεως στόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό καί τήν Ἁγία Τριάδα καί τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ.  Ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ εἶναι τό φάρμακο τῆς σωτηρίας.  Ὅποιος θέλει νά σωθεῖ πρέπει νά ἄρῃ τόν σταυρό του καί νά ἀκολουθήσει τό Χριστό.  Ποιμένες καί ποιμαινόμενοι πρέπει νά ἀκολουθοῦν τόν νόμο τοῦ Εὐαγγελίου, χωρίς προφάσεις, ὅπως ἑρμη νεύεται ὑπό τῆς Παραδόσεως τῶν ἁγίων.  Ὅποιος δέν ἀκολουθεῖ παρά τίς συστάσεις τῶν ποιμένων νουθετεῖται καί ἐπιτιμᾶται. Ἐδῶ ὑπει σέρχεται ἡ λειτουργία τῶν Ἱερῶν Κανόνων.  Ἄν ὁ χριστιανός ἐπιμένει στό δικό του θέλημα καί τήν ἁμαρτία,  πρός καιρόν ἀπομακρύνεται ἀ πό τήν κοινωνία τῆς Ἐκκλησίας καί ἐάν μένει ἀδιόρθωτος ἐκβάλλεται ἀπό τήν ποίμνη τοῦ Χριστοῦ, ὥστε νά μήν βλάψει καί τά ὑπόλοιπα λογικά πρόβατα.  Ἄν διαβάσουμε προσεκτικά τήν Καινή Διαθήκη θά δοῦμε τή στάση τοῦ Κυρίου πρός τούς ἀποστόλους καί τῶν ἀποστόλων πρός ἀλλήλους καί πρός τούς πιστούς, καί θά κατανοήσουμε ὅτι οἱ Ἱ. Κανόνες ἀκολουθοῦν τήν ἴδια πορεία.

 

Ἡ σύγχρονη προσπάθεια ἀθετήσεως τῆς Παραδόσεως καί τῶν Ἱ. Κανόνων

 

Ἄν ἔτσι ἔχουν τά πράγματα, ὅπως καί ἔχουν, ἄς προσπαθήσουμε νά καταλάβουμε τί σημαίνει ἡ σημερινή ἤ μᾶλλον ἡ ἀπό τό 1923 μέ τό λεγόμενο Πανορθόδοξο Συνέδριο ἀρξαμένη προσπάθεια ἀνατροπῆς τῆς κανονικῆς τάξεως τῆς Ἐκκλησίας.  Ἔγινε τότε, γίνεται καί τώρα προσπάθεια καταργήσεως ἤ ἀκυρώσεως πολλῶν κανόνων, τροποποιήσεως κλπ.  Γιά ποιούς λόγους; Διότι, λέγουν οἱ θιασῶτες τῆς ἀνατροπῆς, συγκεκριμένα ὁ συγγραφεύς τοῦ βιβλίου «Περί τήν κωδικοποίησιν τῶν Ἱ. Κανόνων»: «Ἡ  Ἐκκλησία ἐφ’ ὅσον μετεβλήθησαν ἐν πολλοῖς αἱ ἀνάγκαι τῶν τέκνων αὐτῆς, ὄχι μόνον δύναται ἀλλά καί ὀφείλει νά προσαρμόσῃ πρός τάς νέας ταύτας ἀνάγκας τήν νομοθεσίαν αὐτῆς, ἀφ’ ἑνός μέν τροποποιοῦσα ἤ καί καταργοῦσα τούς εἰς ἀχρηστίαν περιελθόντας καί ἀνεφαρμόστους καταστάντας κανόνας, ἀφ’ ἐτέρου δέ προβαινουσα εἰς τήν θέσπισιν νέων κατά τάς σημερινάς ἀνάγκας τῶν πιστῶν» (Οἰκουμ. Πατριάρχου Βαρθολομαίου «Περί τήν κωδικοποίησιν τῶν Ἱερῶν Κανόνων σ. 19).  Πρόκειται γιά μιά λάθος ἀπ’ ἀρχῆς ἕως τέλους τοποθέτηση.  Πουθενά ὁ Εὐαγγελικός λόγος δέν ὁμιλεῖ γιά «προσαρμογές» σύμφωνα μέ τήν μεταβολή ἀναγκῶν.  Πουθενά οἱ Ἱεροί Κανόνες δέν ὁμιλοῦν γιά κατάργηση καί τροποποίηση προγενεστέρων τους Κανόνων, Κανόνων πού ἔχουν τή σφραγίδα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, οὔτε γιά νομοθεσία  τῆς Ἐκκλησίας πού θεσπίζει νέους κανόνες γιά νέες ἀνάγκες, ἀντίθετες ἀπό τίς ἕως τώρα. Οἱ τυχόν καινούργιες ἀνάγκες, ἀνάγκες γιά τήν καλλίτερη κανονική ὀργάνωση καί διαποίμανση ἄν ποτέ χρειασθεῖ νά ρυθμισθοῦν, ὅπως ἔγινε καί παλαιότερα, πρέπει νά ἔχουν ὡς θεμέλιο τούς πρό αὐτῶν Ἱερούς Κανόνες καί τήν ζῶσα παράδοση.  Προφανῶς ὁ συγγραφεύς δέν ἔχει κατανοήσει ὅτι ὅσα θεσπίζουν οἱ Ἱ. Κανόνες δέν εἶναι «νομοθεσία» κοσμική, ἀλλά ἀπόσταγμα τῆς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἐμπειρίας, τῶν Ἀποστόλων, τῶν Ἁγίων καί τοῦ καθόλου  Σώματος τοῦ Χριστοῦ καί ὅτι ἀθετώντας αὐτούς, ἀθετοῦμε τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, δηλ. τήν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν Ἐκκλησία.  Οἱ Ἱεροί Κανόνες ἐπί τῆς οὐσίας τους βασίζονται στήν ὀρθόδοξη ἀνθρω πολογία καί σωτηριολογία.  Ἔχουν ὡς ὑπόβαθρο τή διδασκαλία περί δημιουργίας, πτώσεως καί ὑποταγῆς τοῦ ἀνθρώπου στήν ἁμαρτία, τή φθορά καί τό θάνατο και ἐπίσης τήν ἀποκατάσταση ἐν Χριστῷ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καί τή σωτηρία διά τῶν μυστηρίων, τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ καί τῆς ἀσκήσεως.  Ὁ ἄνθρωπος καί ἡ ἁμαρτία παραμένουν ἴδια, ἀλλά καί ἡ σωτηρία καί τά θεραπευτικά φάρμακα, ὅπως τά ἐβίωσε στήν Παραδοσή της καί τά θεσμοθέτησε στούς Κανόνες της ἡ Ἐκκλησία παραμένουν τά αὐτά. Ἴδιες οἱ ἀρρώ στειες, ἴδια καί τά φάρμακα.  Γι’ αὐτό οἱ  Ἱεροί Κανόνες δέν ἔχουν καθόλου μά καθόλου, ἐπαναλαμβάνω ὅσον ἀφορᾶ τόν πυρῆνα τους, τό οὐσιαστικό τους περιεχόμενο καιρικό χαρακτῆρα.

Ἐπειδή στή συνέχεια θά ἀναφερθοῦμε σέ ἀπόψεις ἐπισκόπων θέλουμε νά ἐξηγήσουμε ὅτι αὐτό δέ γίνεται πρός ἔλεγχο τῶν ἰδίων, ἀλλά πρός ἔλεγχο τῶν ἀπόψεών τους σύμφωνα μέ ὅσα λέγει ὁ π. Θεόκλητος Διονυσιάτης, ὁ ὁποῖος συνιστᾶ τήν ἀποφυγή ἐλέγχου τῶν ἐπι σκόπων καί καταλήγει: «Τό πρᾶγμα, βεβαίως, ἀλλάσσει ὅταν πρόκειται περί παραβάσεως Ἱ. Κανόνων καί ὅταν ὁ ἔλεγχος ἀσκῆται μέ ἀγάπην γνῶσιν καί διάκρισιν» (Ἀθωνικά Ἄνθη σ. 262).  Γιά νά ἀπο δείξουμε λοιπόν τά προλεχθέντα παραθέτουμε τή γνώμη κληρικοῦ πού συμμετεῖχε σέ πανορθόδοξες διασκέψεις γιά τό θέμα τῶν συμπρο σευχῶν: «... δέν δύνανται νά ἐφαρμοσθοῦν σήμερον καί πρέπει νά τρο ποποιηθοῦν αἱ διατάξεις αἱ κανονίζουσαι τάς σχέσεις τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν πρός τούς ἑτεροδόξους καί ἑτεροθρήσκους.  Δέν δύναται ἡ Ἐκκλησία νά ἔχῃ διατάξεις ἀπαγορευούσας τήν εἴσοδον εἰς τούς ναούς τῶν ἑτεροδόξων καί τήν μετ’ αὐτῶν συμπροσευχήν καθ’ ἥν στιγμήν αὕτη διά τῶν ἐκπροσώπων αὐτῆς προσεύχεται ἀπό κοινοῦ μετ’ αὐτῶν διά τήν τελικήν ἕνωσιν» (Συνοδικά VII, Ὀρθ. Κέντρο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, Σαμπεζί Γενεύης 1994, σ. 73).  Ποιά εἶναι ἄραγε ἡ καινούργια «ἀνάγ κη» πού προέκυψε στούς πιστούς καί ἐπιβάλλει τήν συμπροσευχή μέ τούς αἱρετικούς, ὅταν σύμπασα ἡ Ἐκκλησία ἀπό τήν ἐποχή τῶν Ἀποστόλων ὡς σήμερα τή θεωρεῖ ἀδιανόητη;  Ἡ παρανομία τῶν συμπροσευχομένων μέ αἱρετικούς ἀντί νά ἐλεγχθεῖ ὑπό τῶν Κανόνων καί τῶν τεταγμένων πρός τήρηση τῶν Κανόνων ὀργάνων, πρέπει νά γίνει νόμος καί νά ποδοπατηθοῦν οἱ Κανόνες τῶν Ἀποστόλων, τῶν Πατέρων καί τῶν Συνόδων;  Δέν πρόκειται λοιπόν γιά ἀλλαγή ἀναγκῶν ἀλλά γιά ἀλλαγή νοοτροπίας πού ἐκκλίνει πρός ἄμβλυνση τῆς ὀρθοδόξου συνειδήσεως.

            Αὐτές οἱ ἀντορθόδοξες, ἀθεολόγητες ἀπόψεις δέν γράφονται μόνο στά βιβλία καί τά περιοδικά, ἀλλά διατυπώνονται ἀπό ἐπισκόπους ἀπεσταλμένους στά κατασκευασμένα θεσμικά ὄργανα, ὅπως πχ. εἶναι οἱ ἐπιτροπές καί οἱ λεγόμενες προσυνοδικές διασκέψεις πού προετοιμάζουν τή λεγομένη Μεγάλη καί ἁγία Σύνοδο.  Σ’ αὐτήν σκοπεύουν ἐ κτός ἀπό τή λύση διοικητικῶν ζητημάτων, ὅπως τῆς κανονικῆς ὀργα νώσεως τῆς Διασπορᾶς νά ἐπιβάλλουν καί τήν κατεδάφιση τῶν νη στει ῶν, τῶν κωλυμάτων γάμου, τοῦ Πασχαλίου κλπ.  Ἀναφέρουμε μερικά ἀποσπάσματα ἀπό τή Β΄ προσυνοδική διάσκεψη (1982).  Κατ’ αὐτήν ὁ μητροπολίτης Χ διαμαρτύρεται γιά τήν προηγηθεῖσα εἰσή γηση: « Ἐκ τῆς ὑποβληθείσης... εἰσηγητικῆς ἐκθέσεως καταφαίνεται ὅτι οὐδέν νέον ἐπετεύχθη, ἀλλ’ ὅτι ἐπανερχόμεθα εἰς τούς ἐν ἰσχύϊ, κατά πάντας σεβαστούς Κανόνας.  Ἐάν δέ ἤλθομεν διά νά ἐπαναλάβω μεν τά ἴδια, διατί ἤλθομεν;  ... Δικαιολογούμεθα ὅτι ὑπάρχει ἡ κοινή γνώ μη, τό πλήρωμα , ὅμως καί ἡμεῖς πρέπει νά ἔχωμεν τό θάρρος... νά εἴπωμεν εἰς τόν λαόν τί πιστεύομεν» (Συνοδικά VII Γενεύη 1994, σ.131) καί πιό κάτω, ὁ ἴδιος: «Ὁ γάμος μετά τήν χειροτονίαν τῶν κληρικῶν εἶναι θέμα, τό ὁποῖον οὐδείς δύναται νά ἐμποδίσῃ τήν Ἐκκλησίαν νά τό ἐξετάσῃ.  Καί θεολογικῶς ἀκόμη.  Βεβαίως θά παρα βῶμεν τούς Κανόνας. ‘Υπάρχει μία παράδοσις, ἀλλ’ αὕτη, νομίζω, δέν στηρίζεται ἐπί τοῦ δόγματος» (ὡς ἄνω).  Καί ἄλλος ἐπίσκοπος Ψ σέ σχέση μέ τήν εἰσήγηση περί ἀναπροσαρμογῆς τῶν διατάξεων περί νηστείας, ἐπειδή πολλοί ἐπίσκοποι ἀντέδρασαν στήν τροποποιήση τῶν νηστειῶν εἶπε: «Τυγχάνει παγκοίνως γνωστό ὅτι πλεῖστοι λαϊκοί δέν ἐφαρμόζουν τάς περί νηστείας διατάξεις.  Καί ὄχι μόνον αὐτοί ἀλλά και πολλοί κληρικοί καί ἐπίσκοποι ἀκόμη.  Διατί νά μήν ἔχωμεν τό θάρρος να τό ὀμολογήσωμεν παρά νά ἀκολουθῶμεν τήν τακτικήν τῆς στρου θοκαμήλου;  Ἐνώπιον τοιούτων διαγραφομένων τάσεων (δηλ. ἐννοεῖ περί μή ἀλλαγῆς τῆς παραδόσεως τῶν νηστειῶν) ἐπανα λαμβάνω καί ἐγώ ὅτι σήμερον δυστυχῶς ἡ Ἐκκλησία ὁδηγεῖται εἰς νέον μεσαίωνα» (ὡς ἄνω σ. 169).  Καί τρίτος ἐπίσκοπος Ω: «Ἡ ἐκκλησία εἶναι ὑπεράνω τῆς Βίβλου, ὑπεράνω τῆς Παραδόσεως, ὑπεράνω τῶν Κανόνων.  Τό πᾶν εἶναι ἡ Ἐκκλησία.  Ὡς ἐκ τούτου δύναται νά ἀνα θεωρήσῃ τούς περί νηστείας κανόνας, ἐφ’ὅσον αὕτη ἠκολούθησεν μίαν ἐξελικτικήν ἐπί τά πρόσω πορείαν.  Ὅ, τι ἰσχύει διά τήν χρονικήν ἐπέκτασιν τῆς νηστείας, τοῦτο ἐξ ἀντιθέτου, ἰσχύει καί διά τήν σμίκρυνσιν τῆς διαρκείας αὐτῆς» (σ. 176).  Ἀντιλαμβάνεται κανείς ἐκ τῶν ἀνωτέρω ὅτι οἱ ἐν λόγῳ ἐπίσκοποι ἔχουν ἐσφαλμένη ἀντίληψη περί Ἐκκλησίας, Παραδόσεως καί Κανόνων.  Θεωροῦν ἑαυτούς καί μόνον, οὔτε κἄν ὅλους τούς ἐπισκόπους, ὡς Ἐκκλησία·  τήν Παράδοση ὡς ἕνα σύνολο συνηθειῶν πού μεταφέροντες ὡς ἀναγκαστικό βάρος ἀπό γενιά σέ γενιά καί τούς Ἱερούς Κανόνες ὡς ἀνθρώπινα-θρησκευτικά νομοθετήματα πού μποροῦν νά ὑποκατασταθοῦν ἀπό ἄλλα πιό βολικά, πιό συμβατά ὄχι μέ τό Εὐαγγέλιο ἀλλά μέ τή νοοτροπία καί τίς ψευδο-α νάγκες τοῦ ἐκκοσμικευμένου ἀνθρώπου.

            Καταλαβαίνω τήν ἀγωνία τῶν ἐπισκόπων αὐτῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπιθυμοῦν νά προσφέρουν μέ τή συνοδική τους συμβολή τό καλλίτερο γιά τήν Ἐκκλησία.  Θά πρότεινα νά ξανακοιτάξουν τίς προτάσεις τοῦ π.  Ἰουστίνου Πόποβιτς γιά μιά μέλλουσα Πανορθόδοξο Σύνοδο,  δηλ. τό θέμα τῆς Διασπορᾶς, πού εἶναι θέμα πρός συζήτηση  καί τό θέμα: «Οἰκουμενισμός». «Τό θέμα τοῦτο» γράφει ὁ μακαριστός γέροντας «ὃπως ἐξ ἄλλου καί τό θέμα τῆς Διασπορᾶς εἶναι εἰς τήν πραγματικότητα  ἐ κ κ λ η σ ι ο λ ο γ ι κ ό ν   θ έ μ α, καθ᾿  ὃτι ἀναφέρεται εἰς τήν Ἐκκλησίαν ὡς ἓνα καί ἑνιαῖον καί μοναδικόν θεανθρώπινον ὀργα νι σμόν, τόν ὁποῖον ὁ συγκρητισμός τοῦ συγχρόνου οἰκουμενισμοῦ θέτει ὑπό ἀμφισβήτησιν».  Στά θέματα αὐτά θά μποροῦσε νά προστεθεῖ ἡ πρόταση γιά καταδίκη τῆς λεγομένης «Λειτουργικῆς ἀναγεννήσεως» πού μεθοδεύει τήν ἀλλοίωση ὅλης τῆς λειτουργικῆς Παραδόσεως, τῆς λειτουργικῆς γλώσσας, τοῦ τρόπου ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν, τῆς ἱερατικῆς ἀμφιέσεως τήν κατάργηση τοῦ ἱεροῦ τέμπλου κ.λ.π.  Δείκτης πρός αὐτή τήν κατεύθυνση  τό πνεῦμα τοῦ Ζ΄ Κανόνος τῆς Ζ΄ Οἰκουμ. Συνόδου, ὁ ὁποῖος ἀπαιτεῖ νά ἀνανεωθοῦν τά ἐκκλησιαστικά ἔθη καί νά «κρατοῦν» δηλ. νά ἰσχύουν «κατά τήν ἔγγραφον καί ἄγραφον θεσμοθεσίαν».  Μποροῦν ἐπίσης κατά τό πνεῦμα τῶν Ἁγίων Πατέρων, νά προτείνουν θεσμοθέτηση Κανόνος πού νά ἐπισφραγίζει τήν ὡς τώρα κυρίαρχη ἄγραφη παράδοση τῶν νηστειῶν Χριστουγέννων, Ἁγίων Ἀποστόλων καί Δεκαπενταυγούστου.

 

Ἐπικαιροποίηση τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως καί τῶν Κανόνων. Συμπεράσματα γιά τή ζωή τῶν χριστιανῶν.

 Ὑπάρχει μεγάλη ἀποστασία τῶν ἀνθρώπων ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, δεῖγμα τῶν ἐσχατολογικῶν χρόνων μας.  Αὐτό τό πνεῦμα διαποτίζει ὅλη τήν πολιτική, τήν κοινωνική ζωή, τά ΜΜΕ καί γίνεται βίωμα ἀποδεκτό ἀπό πάρα πολλούς ἀνθρώπους.  Εἰσέρχεται καί στούς ἀνθρώπους τῆς  Ἐκκλησίας καί προβληματίζει κι αὐτούς ἄν βαδίζοντας στή ζωή τους σύμφωνα μέ τό Εὐαγγέλιο καί τήν παραδεδομένη ἀπό τήν Ἐκκλησία ζωή βρίσκονται στό σωστό δρόμο.  Aὐτό ἐκμεταλ λεύονται οἱ δυνάμεις τῆς Ν. Ἐποχῆς πού εἰσχώρησαν στήν Ἐκκλησία μέ δικούς της ἀνθρώπους σέ ὅλα τά ἐπίπεδα και τούς χώρους.  Αὐτοί ἐνσπείρουν ἀμφιβολίες μέσῳ μιᾶς ψευδοεπιστήμης καί προσπαθοῦν νά δώσουν δικές τους ἀντιευαγγελικές καί ἀντορθόδοξες ἑρμηνεῖες ἀντί θετες ἀπό τό ὀρθόδοξο ἦθος πού εἶναι ἀποθησαυρισμένο στήν Ἐκ κλη σία καί τό ὁποῖο ἀκολουθοῦν οἱ χριστιανοί πού ἐπιθυμοῦν τή σωτηρία τους.   Τά μηνύματα τῶν νεοεποχιτῶν καί τά ἐπιχειρήματά τους εἶναι ἁπλᾶ καί χονδροειδῆ καθώς ἀπευθύνονται στούς πολλούς καί δέν θέλουν νά τούς προβληματίζουν. Μηνύματα γιά ἀλλαγή τῆς Ἐκκλησίας πρός τά ἔξω: «ἄνοιγμα» τῆς Ἐκκλησίας γιά νά ἀγκαλιάσει τόν κόσμο. Κάτω ἡ ἀπομόνωση!  Σεβασμός ὄχι μόνο στά πρόσωπα τῶν ἑτεροδό ξων και ἑτεροθρήσκων ἀλλά καί στά πιστεύματά τους.  Διάλογος γιά νά τά βροῦμε. Μηνύματα γιά ἀλλαγή πρός τά μέσα:   Κατανόηση τῆς ἀ δυναμίας τοῦ ἀνθρώπου καί «ἀγάπη». Κάτω οἱ ἀπαγορεύσεις στήν ἁμαρτία, οἱ πολλές νηστεῖες καί οἱ πολλές προσευχές, ναί στούς γάμους τῶν κληρικῶν καί τῶν μοναχῶν καί ἐρωτοτροπία μέ ἰδέες πού προωθοῦν τή χειροτονία γυναικῶν.  Μέθοδος: Κάτω ἡ παράδοση καί ἡ κριτική σκέψη. Καί τό κυριώτερο «ἀγάπη πρός ὅλους».  Ἔχει ἐδῶ πολύ ἐνδιαφέρον ἡ κατάργηση τῆς σκέψεως καί ἡ καλλιέργεια τῆς λεγομένης «συναισθηματικῆς νοημοσύνης» μιά μέθοδος τῆς Ν. Ἐποχῆς ἡ ὁποία ἀφήνει στήν ἄκρη τόν λόγο, ὁ ὁποῖος ἐπεξεργάζεται κάθε πρόταση καί ἐρέθισμα καί βομβαρδίζει τό θυμικό, τό συναισθηματικό μέρος τῆς ψυχῆς μέ ἄνευ ὁρίων ἀνοχή, ψευδοαγάπη πρός ὅλους καί ὅλα, συνεργασία πρός κάθε κέλευσμα τῆς Ν. Ἐποχῆς. (βλ. Δάφνης Βαρβιτσιώτη, Νέα Ἐποχή)   Ὅπλα: Κατασκευή συλλογικῶν ὀργάνων πού προωθοῦν αὐτές τίς ἀπόψεις, τρομοκράτηση καί κατασυκοφάντηση τῶν ἀντιφρο νούντων καθώς καί περιοδικά, συνέδρια, ΜΜΕ ἄφθονα γιά τήν προπαγάνδα τους.

Μέσα στό ζοφερό αὐτό κλῖμα νοιώθει κανείς ὅτι κλυδωνίζεται τό σκάφος τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι ὅλα χάνονται.   Ἔχουμε ὅμως και ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι ὅπλα ἀκαταμάχητα, ἀμυντικά καί ἐπιθετικά, ἀρκεῖ νά μένουμε σταθεροί καί νά τά ἔχουμε εὔκαιρα στόν ἀγῶνα μας: Τό Εὐ αγγέλιο, τούς  Ἀποστόλους, τούς  Ἁγίους, τήν Παράδοση τῆς  Ἐκ κλησίας καί τούς Ἱερούς Κανόνες, ὅπως τούς ἐρμηνεύει ὁ Ἅγιος Νικόδημος στό «Πηδάλιό» του.  Πρέπει νά βεβαιωνόμαστε κάθε στιγμή γιά τήν κατά τό δυνατόν ταύτιση τῆς πίστεώς μας, τῶν ἰδεῶν μας, τῶν πράξεων καί τῶν λόγων μας μέ αὐτά.  Ἄν θεωροῦμε ἑαυτούς χριστιανούς τότε πιστεύουμε ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα ὁδηγεῖ τήν Ἐκκλησία «εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν», σύμφωνα μέ τόν λόγο τοῦ Κυρίου.  Καί  αὐτό τό κάνει γιά κάθε θέμα πίστεως καί ἤθους διά τῶν Ἀποστόλων, τῶν Πατέρων καί τῶν Συνόδων. Χρησιμοποιώντας τόν ὀρθό λόγο πού εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, ἀναβαπτισμένο ὅμως στήν εὐαγγελική διδασκαλία διαπιστώνουμε ποιό εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ σέ κάθε περίπτωση, ὅπως αὐτό βιοῦται στήν Παράδοση στή σάρκα τῆς Ἐκκλησίας, στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ.  Αὐτή ἡ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ Παράδοση πού ἄλλοτε καταγράφεται καί σφραγίζεται διά τῶν Ἱερῶν Κανόνων καί ἄλλοτε παραμένει ἄγραφη στή μνήμη τῆς Ἐκκλησίας δηλ. στή ζωή τῶν πιστῶν.  Κι αὐτή ἡ ἄγραφη παράδοση, ὅπως λέγει ὁ Μ. Βασίλειος, μαζί μέ τήν ἔγγραφη «τήν αὐτήν ἰσχύν ἔχει πρός τήν εὐσέ βειαν...», καί κανείς, συνεχίζει, δέν μπορεῖ νά πεῖ τό ἀντίθετο, ἄν βέβαια ἔχει ἔστω καί τήν παραμικρή πεῖρα τῶν ἐκκλησιαστικῶν θε σμῶν.    Αὐτή τήν εὐσέβεια πρός τήν Παραδόση καί τούς  Ἱερούς Κανόνες πρέπει νά τηροῦμε ὡς θεμέλιο τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, γιά νά ἀποφύγουμε τή σύγχυση περί τήν ἀλήθεια πού προκύπτει ἀπό τόν καταιγισμό ἀντιχρίστων καί ἀντορθοδόξων ἰδεῶν, πού δυστυχῶς διαχέονται σήμερα μέ ἀπεριόριστο θράσος στήν αὐλή τῆς Ἐκκλησίας.