Γέρων Ευθύμιος: Ὁ ὑποχρεωτικός ἐμβολιασμός
Σεβαστή Γερόντισσα, εὐλογεῖτε.
Ἔλαβα τήν ἐπιστολή σας πρό καιροῦ, καί ζητῶ νά μέ συγχωρέσετε πού καθυστέρησα νά σᾶς ἀπαντήσω, λόγῳ ἐλλείψεως χρόνου. Δυσκολεύομαι, πράγματι, νά ἀπαντῶ στά γράμματα, ἀλλά, ἐπειδή εἶδα τήν ἀνησυχία σας γιά ὅσα συμβαίνουν στίς μέρες μας καί τήν καλή σας διάθεση νά ἐνεργῆτε σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, σᾶς ἀπαντῶ.
Δέν σᾶς γνωρίζω, καί εἶναι δύσκολο νά μέ συναντήσετε, ὅπως ἐπιθυμεῖτε. Στήν ἐρώτησή σας, ἄν μπορῆτε τήν ἀπάντησή μου νά τήν κοινοποιήσετε καί σέ ἄλλους, δέν ἔχω ἀντίρρηση. Ἄλλωστε, οἱ ἀπόψεις μου γιά τόν κορωνοϊό καί τό ἐμβόλιο εἶναι γνωστές, καί αὐτά περίπου λέγω καί στούς προσκυνητές, ὅταν μέ ἐρωτοῦν.
Καθημερινῶς, «ὡς κύματα θαλάσσης κυμαινομένης» καταφθάνουν προσκυνητές στό Ἅγιον Ὄρος, καί κάποιοι μέχρι τό Κελλί μας. Ὅλοι αὐτοί, καθώς καί ὅσοι στέλνουν γράμματα, ἔχουν μία ἀγωνία καί ἕνα ἐρώτημα: «Τί θά γίνη μέ τό ὑποχρεωτικό ἐμβόλιο;». Ὅλα τά ὑπόλοιπα προβλήματα πού τούς ἔπνιγαν μέχρι τώρα τέθηκαν σέ δεύτερη μοῖρα.